Η Φύση ουδέποτε υπαγόρευσε την Ηθική, η οποία άλλωστε, ως σύνολο θεσμοθετημένων κανόνων, καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από τις κοινωνικές ανάγκες των ανθρώπων αλλά και την ιστορική συγκυρία. Τι είναι όμως ”Φύση”; Τι είναι φυσικό και τι α-φύσικο; Τι είναι κατά φύσιν και τι παρά φύσιν;
Διασφαλίζοντας το γεγονός ότι η συλλογιστική δε θα υποπέσει σε φυσιοκρατική πλάνη, δηλαδή σε σημαντικό σφάλμα λογικής, τα διατυπωθέντα ερωτήματα οφείλουν να απαντηθούν περιγραφικά και όχι αξιολογικά, με τη χρήση δηλαδή του ‘είναι’ και όχι του ‘πρέπει’. Σε διαφορετική περίπτωση, θα αναχθεί το ‘ον’ στο ‘δέον’ συμπλέκοντας εσφαλμένα το σύμπαν της Φύσης με το σύμπαν της Ηθικής.
Για να μπορέσει να προσδιοριστεί -κατά το δυνατόν- ουσιοκρατικά η έννοια της ”Φύσης” θα πρέπει να γίνει μια αντιπαραβολή με οτιδήποτε κείτεται εκτός αυτής καθόσον σε διαφορετική περίπτωση, αν δεχτούμε δηλαδή ότι ολόκληρο το σύμπαν ανήκει στη Φύση, τότε δεν έχει νόημα να αναζητηθεί απάντηση αφού όλα, αισθητά και μη, είναι φυσικά (εντός και μέρος της Φύσης). Αν και είναι εξόχως δύσκολο να αποτυπωθεί στην πλήρη έκτασή του ένα τέτοιο επιχείρημα, μπορούμε χάριν συντομίας να απαριθμήσουμε ορισμένες από τις σημαντικότερες περιπτώσεις.
Η συνηθέστερη αντιπαραβολή είναι αυτή μεταξύ ανθρώπου και Φύσης, ό,τι δηλαδή περι-βάλλει τον άνθρωπο και διαφέρει βιολογικά και πνευματικά από αυτόν, είναι φυσικό. Η Γη, η βροχή, ο ήλιος, οι πέτρες, τα φυτά, τα ζώα κλπ. αποτελούν τη Φύση και εμπεριέχονται σ’ αυτή. Υπό αυτή την οπτική, ο ανθρώπινος πολιτισμός, οι νόμοι, οι τέχνες κλπ., ως δημιουργήματα της ανθρώπινης διανόησης, είναι α-φύσικα.
Στη συνέχεια, μια ακόμα συνήθης αντιπαραβολή είναι αυτή μεταξύ όλων ανεξαιρέτως των έμβιων όντων (μαζί και του ανθρώπου) και της Φύσης. Η περίπτωση αυτή, ως ένα σχετικό υποσύνολο της προηγούμενης, περιορίζει και χωρίζει τον κόσμο στα δύο. Στον κόσμο που εξετάζει η επιστήμη της Βιολογίας και στον κόσμο που εξετάζει η επιστήμη της Φυσικής. Εδώ υφίσταται το παράδοξο να βρίσκεται ο άνθρωπος στην εκτός Φύσης σφαίρα αλλά τα προϊόντα τού πολιτισμού του (κτήρια, αυτοκίνητα, δορυφόροι κλπ.), ως μη έμβια και υπαγόμενα στους φυσικούς νόμους να εντάσσονται στην πλευρά της Φύσης. Την ίδια στιγμή, τα άυλα δημιουργήματα του πολιτισμού του, όπως η φιλοσοφία, η θρησκεία κλπ. παραμένουν α-φύσικα.
Μια τρίτη περίπτωση αφορά τη συσχέτιση ή την ταύτιση της ‘Φύσης’ με αυτό που θεωρείται ‘φυσιολογικό’ και κατά φύσιν, το οποίο βεβαίως έρχεται σε αντιδιαστολή με το α-συνήθιστο το οποίο θεωρείται πια ως παρά φύσιν. Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι κάτι σπάνιο είναι α-συνήθιστο, ένας σεισμός για παράδειγμα, αποκλείονται από τη Φύση γεγονότα και πράγματα τα οποία απαντώνται μεν αλλά όχι με επαρκή καθημερινή συχνότητα. Έτσι, ένας άνθρωπος που φέρει τη γενετική πάθηση του αλμπινισμού δεν είναι ‘φυσιολογικός’ όπως επίσης ένας αριστερόχειρας στον κόσμο που κυριαρχούν σε ποσοστό 90 ως 93% οι δεξιόχειρες! Το ίδιο αφύσικα είναι και τα δύο μη επανδρωμένα διαπλανητικά διαστημόπλοια Voyager 1 και Voyager 2, καθόσον τίποτα άλλο δεν έχει καταφέρει να επιτύχει αυτόν τον, ασυνήθιστο για τα καθημερινά και ”φυσιολογικά” δεδομένα, άθλο.
Σε όλα τα ανωτέρω αναφερθέντα, με τα οποία έγινε προσπάθεια προσδιορισμού της ουσίας της Φύσης, ο ανθρώπινος λόγος (λογική) είναι αυτός που αντιλαμβάνεται και στη συνέχεια προσδιορίζει λεκτικά και σημασιολογικά τα προϋπάρχοντα αυτού ιδιαίτερα και μοναδικά χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης. Ο άνθρωπος δηλαδή, δεν προηγείται της Φύσης ως προσδιοριστική αυτής αρχή αλλά έπεται αυτής και χάριν αυτής, και μάλιστα σε υποκειμενικό και όχι αντικειμενικό επίπεδο λόγω της διαφορετικότητας της εγγενούς αυτοσυνειδησίας που διαθέτει έκαστος εξ ημών. Είναι λοιπόν καθοριστικής προτεραιότητας, όπως ήδη έχει σημειωθεί, να μην αντικαθίσταται, ως νοητική αντίληψη για τον άνθρωπο, το ”είναι” της Φύσης με το ”πρέπει να είναι”. Άλλωστε, η Φύση, όποια τελικά κι αν είναι αυτή, δεν είναι μια στατική κατάσταση αλλά μια διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία, η οποία δεν είναι δυνατόν να εγκιβωτιστεί στα ασφυκτικά πλαίσια της ανθρώπινης αντίληψης με κανόνες μαθηματικούς ή θρησκευτικούς ή ακόμα και φιλοσοφικούς.
Ως εκ τούτου, λόγω της -εκστατικής για τον άνθρωπο- αχρονικότητάς της δεν είναι δυνατόν να διαθέτει παγιωμένη συλλογιστική, κατά τα ανθρώπινα πρότυπα, ώστε να καταστεί παραγωγός ηθικών κανόνων. Η επίκληση λοιπόν της Φύσης ως επιχείρημα για το αν προκύπτουν εξ αυτής ηθικές αξίες είναι ένδειξη ένδειας λόγου (λογικής) ή βαθιάς άγνοιας της πραγματικότητας και πιθανόν να υπαγορεύεται ενδεχομένως από συμφέροντα που επιθυμούν την εργαλειακή της αξιοποίηση και μόνο. Ο χαρακτήρας της φύσης τού ανθρώπινου νου άλλωστε, όσο κι αν τεχνηέντως γίνεται προσπάθεια αποπροσανατολισμού του, κατανοεί την πραγματικότητα. Η Φύση ουδέποτε αρνήθηκε την αλήθεια του ανθρώπου, ο άνθρωπος όμως, πολύ πριν αλέκτωρ φωνήσαι, αρνείται την αλήθεια της Φύσης…
***
Κώστας Θερμογιάννης