Ένα από τα ωραιότερα δείγματα φωνητικής μπαρόκ μουσικής, η semi opera του Βρετανού συνθέτη Χένρι Πέρσελ «Η Βασίλισσα Των Ξωτικών», θα παίζεται μέχρι και τις 12 Μαΐου στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ σε μια πιστή μεν όχι μόνο στην παράδοση μα και στο πνεύμα του μπαρόκ αλλά ταυτόχρονα και αρκετά τολμηρή στην προσέγγιση της εκδοχή.
Εμπνευστής και ιθύνων νους της τελευταίας ένας από τους αληθινούς ειδήμονες της Παλαιάς Μουσικής στην χώρα μας και από τους πρώτους οι οποίοι εισήγαγαν στα καθ΄ ημάς την πρακτική της ιστορικά τεκμηριωμένης εκτέλεσης. Ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος, βιρτουόζος του τσέμπαλου και ιδρυτής ενός από τα ελάχιστα ελληνικά εξειδικευμένα στην Παλαιά Μουσική σύνολα, των Latinitas Nostra - που με δεκαμελή σύνθεση και φυσικά υπό την διεύθυνση του αποτελεί και αυτό της συγκεκριμένης παράστασης – μου μίλησε για την θεώρηση του ως προς το πως ανάλογα έργα να έρχονται πιο κοντά στην εποχή μας και το κοινό της δίχως όμως να «εκσυγχρονίζονται» εκβιαστικά και να χάνουν τον ιστορικό χαρακτήρα τους.
Η ιστορικά τεκμηριωμένη εκτέλεση μιας όπερας παρουσιάζει διαφορές ή και περισσότερες δυσκολίες από εκείνη ενός ορχηστρικού έργου;
Η ιστορικά τεκμηριωμένη εκτέλεση (ή, καλύτερα, η ιστορικά ενήμερη εκτέλεση) δεν δικαιώνει την αυθεντικότητα της μόνο χάρη σε έναν μαέστρο που έχει μελετήσει τις πηγές. Προέχουν συχνά τα αυθεντικά αυτιά ενός ακροατηρίου (κάτι που είναι ακόμη πιο ουτοπικό από την ίδια την αναζήτηση της αυθεντικότητας) και τα αυθεντικά όργανα. Όταν το όργανο για το οποίο μιλάμε είναι για παράδειγμα ένα βιολί δεν είναι δύσκολο να προσεγγίσουμε μιαν ιστορική αυθεντικότητα παρότι μπορεί και να μας διαφεύγουν τα ακριβή στοιχεία όπως η σύσταση του βερνικιού ή τα ίδια υλικά να έχουν στο μεταξύ αλλάξει (η ποιότητα του ξύλου, των εντέρινων χορδών κ.λπ.). Όταν, όπως συμβαίνει στην όπερα, το βασικό όργανο είναι η φωνή η οποία προέρχεται από ένα εσωτερικό σύστημα ανθρωπίνων ιστών, μεγάλο μέρος του οποίου ήταν μάλιστα άγνωστο τον δέκατο έβδομο αιώνα, τότε η αναζήτηση της αυθεντικότητας γίνεται μια έννοια πολύ πιο ρευστή και συγχρόνως αφηρημένη. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα, δεν μας ενοχλεί όμως, ακριβώς το αντίθετο. Η ουσία της Παλαιάς Μουσικής βρίσκεται στην διερεύνηση και όχι στην εφαρμογή κανόνων. Πρέπει να βρίσκουμε το θάρρος να επιχειρούμε την έξοδο από την Αίγυπτο χωρίς να περιμένουμε να στείλει πρώτα ο Θεός τις επτά πληγές του Φαραώ!
Ακολούθησες την ίδια προσέγγιση με την μουσική και σε αυτή των ερμηνειών, τόσο των μονωδών όσο και της χορωδίας;
Έχω την χαρά να συνεργάζομαι για άλλη μια φορά με ερμηνευτές όπως η Θεοδώρα Μπάκα και ο Νίκος Σπανός που ήταν οι πρώτοι συνεργάτες μου στις έρευνες μου για την φωνητική μουσική του μπαρόκ. Έχουμε δουλέψει πολύ μαζί και καταλαβαινόμαστε χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Με την Φανή Αντωνέλου επίσης γνωριζόμαστε, είχε κερδίσει και τον έπαινο της Ένωσης Ελλήνων Κριτικών για τον «Μεσσία» που είχαμε κάνει μαζί στο Μέγαρο Μουσικής. Με τον Χάρη Ανδριανό γνωριζόμαστε επίσης από πολύ παλαιά, από την πρώτη εμφάνιση των Latinitas Nostra στο Μέγαρο Μουσικής, παρότι έκτοτε δεν έτυχε να ξαναδουλέψουμε μαζί. Η μόνη νέα συνεργασία (και πολύ ευχάριστη μάλιστα) είναι με τον τενόρο Γιάννη Καλύβα. Γενικά αποφεύγω να κάνω πολλές καινούριες συνεργασίες, έχουμε έναν συγκεκριμένο τρόπο να δουλεύουμε που μπορεί να μπλοκάρει, να συγχύσει ή και να εξαντλήσει τον ερμηνευτή και κυρίως έναν ή μία χωρίς εμπειρία σε τέτοιο είδος προβών. Η χορωδία του δήμου Αθηναίων από την άλλη μπορεί να μην είναι ένα μπαρόκ φωνητικό σύνολο έχει όμως την αντίστοιχη εμπειρία χάρη στις συνεργασίες της παλαιότερα με τον Γιώργο Πέτρου και την Καμεράτα. Είναι μάλιστα η πρώτη χορωδία με την οποία συνεργάστηκα ως μαέστρος. Νομίζω λοιπόν ότι το έδαφος είχε προλειανθεί ήδη από τις πρόβες...
Γιατί αλήθεια δεν χρησιμοποίησες την χορωδία της ΕΛΣ αλλά του δήμου Αθηναίων;
Από όσο γνωρίζω η χορωδία της ΕΛΣ δεν είχε διαθέσιμες ημερομηνίες όταν αποφασίσαμε ότι χρειαζόμαστε χορωδία για την παράσταση.
Ο Αλέξης Μαστιχιάδης είναι βέβαια ένας άριστος σολίστ του τσέμπαλου αλλά δεν αισθάνεσαι λίγο παράξενα, καθώς μάλιστα θα διευθύνεις το σύνολο που ο ίδιος ίδρυσες, να μην παίζεις το όργανο το οποίο δίχως καμιά διάθεση κολακείας κατέχεις πληρέστερα από οποιονδήποτε άλλον στην Ελλάδα;
Το σκηνικό της μπαρόκ μουσική στην Ελλάδα έχει αλλάξει δραστικά από προ δεκαπενταετίας, όταν επέστρεψα από τις σπουδές μου στο εξωτερικό. Ειδικότερα στο τσέμπαλο υπάρχει μια νεότερη γενεά εκτελεστών όπως ο Ιάσων Μαρμαράς, ο Πάνος Ηλιόπουλος και βέβαια ο Αλέξης Μαστιχιάδης με ταλέντο, στέρεες σπουδές και σύνθετη δραστηριότητα. Όλοι τους έχουν δώσει δείγματα της δουλειάς τους και άρα δεν θα μπορούσα σε καμία περίπτωση να ισχυριστώ ότι κατέχω το τσέμπαλο πληρέστερα από οποιονδήποτε άλλον. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι το μέρος του τσέμπαλου δεν είναι γραμμένο αλλά αυτοσχεδιάζεται εννοείται ότι ενίοτε θα ήθελα να ακούσω αυτό που θα έπαιζα στη θέση τους. Παράλληλα όμως συμβαίνει συχνά να εκπλήσσομαι ευχάριστα από γεμίσματα και παρεμβάσεις που δεν τις είχα φανταστεί. Προσπαθώ να δεχτώ ότι δεν μπορώ να ελέγξω την κάθε νότα των μουσικών που διευθύνω και το τσέμπαλο είναι η καλύτερη αφετηρία αυτής της διαδικασίας. Συχνά δεν είναι τόσο δύσκολο, εξάλλου σε μια τέτοια παραγωγή η διεύθυνση είναι εργασία (σχεδόν) πλήρους απασχόλησης.
«Η μπαρόκ semi opera επιτρέπει μια παλίμψηστη δραματουργία»
Την σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει η θεατρική ομάδα bijoux de kant και απευθυνθήκαμε στην «ψυχή» της, τον Γιάννη Σκουρλέτη, για το πως η δική του οπτική ενστερνίστηκε και στη συνέχεια ολοκλήρωσε το όραμα του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου για αυτό το μικρό αριστούργημα της μπαρόκ όπερας.
Έλαβες καθόλου υπόψη σου και το πρωτότυπο του Σέξπιρ προσεγγίζοντας την όπερα του Πέρσελ;
To πρωτότυπο, το «Όνειρο Θερινής Νυκτός» δηλαδή, το είχα στο κεφάλι μου σαν εκείνες τις οικογενειακές, «οικιακές» ταινίες με τα γενέθλια και τις επετείους. ’Ήταν πάντα στο μυαλό μου αλλά με τον τρόπο των οικογενειακών αναμνήσεων…
Καθώς απ’ όσο γνωρίζω δεν έχεις ξανασκηνοθετήσει όπερα επέλεξες τους ερμηνευτές με βάση κυρίως τα υποκριτικά προσόντα τους ή αυτό που σε ενδιέφερε ήταν μόνο τα φωνητικά;
Η επιλογή των ερμηνευτών έγινε από τον καθ΄ ύλην αρμόδιο, τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο και εγώ συμφώνησα χειροκροτώντας! Μην ξεχνάμε ότι στην όπερα φωνητικά και υποκριτικά προσόντα «έσονται εις σάρκαν μίαν»...
Γιατί αποφασίσατε να κρατήσετε μόνο τα τραγούδια και να μην παρουσιάσετε ολόκληρο το έργο;
Γιατί η φύση της μπαρόκ semi-opera αφήνει ανοιχτή την πόρτα για παλίμψηστη δραματουργία, αυτό είναι το εκπληκτικό και απελευθερωτικό δώρο της. Τα τραγούδια ήταν ήδη δραματουργία…
Τι σε έκανε να μεταφέρεις την δράση στην Αρκαδία; Υπάρχει κάτι σε αυτήν που σε παραπέμπει στον κόσμο των ξωτικών;
Μα όλα στην Αρκαδία διαδραματίζονται! Οι υπάρξεις όλων των ανθρώπων, ζώντων και νεκρών, τριγυρίζουν σ’ αυτό το μαγικό δάσος που ανθίζει και μαραίνεται παράλληλα με τις μεγάλες λεωφόρους και τις πόλεις από γυαλί και μπετόν. Είμαστε όλοι και όλες ξωτικά αλλά δεν το γνωρίζουμε!