Η οικονομία της ΕΕ ανακάμπτει - Παραμένει η αβεβαιότητα λόγω των γεωπολιτικών κινδύνων

Τι προβλέπει η εαρινή έκθεση της Κομισιόν για την οικονομία. Η ανησυχία του Τζεντιλόνι λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της κρίσης στη Μέση Ανατολή.
Open Image Modal
.
Frédéric SierakowskiEU//Frédéric Sierakowski/ european commision

Έπειτα από ένα δύσκολο 2023, η οικονομική δραστηριότητα στην ΕΕ ανέκαμψε το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και η οικονομική δυναμική αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα τρίμηνα, οδηγώντας σε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης για την ΕΕ 1% φέτος και 1,6% το 2025, σύμφωνα με την εαρινή έκθεση της Κομισιόν η οποία παρουσιάστηκε σήμερα. Ωστόσο ο Επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι  εκφράζει την έντονη ανησυχία του λέγοντας ότι «οι προβλέψεις μας εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από έντονη αβεβαιότητα και –καθώς δύο πόλεμοι συνεχίζουν να μαίνονται όχι μακριά από την Ένωση».

 

 

Πάολο Τζεντιλόνι: «Η οικονομία της ΕΕ βελτιώθηκε αισθητά το πρώτο τρίμηνο, γεγονός που δείχνει ότι έχουμε πλέον γυρίσει σελίδα μετά από ένα πολύ δύσκολο 2023. Αναμένουμε σταδιακή επιτάχυνση της ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του τρέχοντος και του επόμενου έτους, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση υποστηρίζεται από τη μείωση του πληθωρισμού, την ανάκαμψη της αγοραστικής δύναμης και τη συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης.

 

Τα κρατικά ελλείμματα αναμένεται να μειωθούν σταδιακά μετά την απόσυρση σχεδόν όλων των μέτρων στήριξης στον τομέα της ενέργειας, αλλά το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί ελαφρώς το επόμενο έτος, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη δημοσιονομικής εξυγίανσης με παράλληλη προστασία των επενδύσεων.

 

Οι προβλέψεις μας εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από έντονη αβεβαιότητα και –καθώς δύο πόλεμοι συνεχίζουν να μαίνονται όχι μακριά από την Ένωση– οι καθοδικοί κίνδυνοι έχουν αυξηθεί».

Παρά τις ανησυχίες στην έκθεση τονίζεται ότι μετά την οικονομική στασιμότητα που επικράτησε το 2023, η καλύτερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη στις αρχές του 2024 και η συνεχιζόμενη υποχώρηση του πληθωρισμού δημιουργούν το έδαφος για σταδιακή επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας.

 

 

 

Πιο συγκεκριμένα στις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπεται:

 

Αύξηση του ΑΕΠ το 2024 κατά 1,0 % στην ΕΕ και κατά 0,8 % στη ζώνη του ευρώ. Το 2025, η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να επιταχυνθεί σε 1,6 % στην ΕΕ και σε 1,4 % στη ζώνη του ευρώ.

 

Ο πληθωρισμός στην ΕΕ (βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή) αναμένεται να υποχωρήσει από 6,4 % το 2023 σε 2,7 % το 2024 και σε 2,2 % το 2025.

 

Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ, αναμένεται, βάσει των προβολών, να επιβραδυνθεί από 5,4 % το 2023 σε 2,5 % το 2024 και σε 2,1 % το 2025.

 

 

Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης:

 

η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να οδηγήσει στην ανάκαμψη της οικονομίας 

 

Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να μειώνεται προς την επίτευξη του στόχου που έχει θέσει η ΕΚΤ.

 

Το δημοσιονομικό έλλειμμα της ΕΕ αναμένεται να αρχίσει να υποχωρεί ξανά το 2024 (3,0 %) και το 2025 (2,9 %). ιδίως χάρη στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης στον τομέα της ενέργειας.

 

Ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ στην ΕΕ αναμένεται να σταθεροποιηθεί εφέτος στο 82,9 % και εν συνεχεία να αυξηθεί κατά περίπου 0,4 εκατοστιαίες μονάδες το 2025.

 

 

Πιο αναλυτικά:

Επιστροφή στην ανάπτυξη χάρη στην επιτάχυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης

Σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, το ΑΕΠ αυξήθηκε ελαφρά κατά 0,3 % τόσο στην ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2024. Η επέκταση αυτή, η οποία είχε ευρεία βάση σε όλα τα κράτη μέλη, σηματοδοτεί το τέλος της παρατεταμένης περιόδου οικονομικής στασιμότητας που ξεκίνησε το τελευταίο τρίμηνο του 2022.

Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας κατά το τρέχον και το επόμενο έτος αναμένεται να προέλθει σε μεγάλο βαθμό από τη σταθερή επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς η συνεχιζόμενη αύξηση των πραγματικών μισθών και της απασχόλησης στηρίζει την αύξηση των πραγματικών διαθέσιμων εισοδημάτων. Ωστόσο, η εντονότερη ροπή προς την αποταμίευση εξακολουθεί να περιορίζει εν μέρει την ιδιωτική κατανάλωση.

Αντίθετα, η αύξηση των επενδύσεων φαίνεται να αποδυναμώνεται. Ως αποτέλεσμα του αρνητικού κύκλου της κατασκευής κατοικιών, αναμένεται να αυξηθεί μόνο σταδιακά. Ενώ οι πιστωτικές συνθήκες αναμένεται να βελτιωθούν στη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων, οι αγορές αναμένουν τώρα μια ελαφρώς πιο σταδιακή πορεία μείωσης των επιτοκίων σε σύγκριση με τον χειμώνα.  

Εν μέσω μιας ανθεκτικής παγκόσμιας οικονομίας, η ανάκαμψη του εμπορίου αναμένεται να στηρίξει τις εξαγωγές της ΕΕ. Ωστόσο, καθώς η εγχώρια ζήτηση στην ΕΕ ανακάμπτει, η επιτάχυνση των εισαγωγών θα αντισταθμίσει σε μεγάλο βαθμό τη θετική συμβολή των εξαγωγών στην ανάπτυξη.

Ο πληθωρισμός αναμένεται να εξακολουθήσει να μειώνεται

Ο πληθωρισμός (βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή) συνέχισε την έντονα πτωτική του πορεία από το ανώτατο επίπεδο του 10,6 % (σε ετήσια βάση) που καταγράφηκε τον Οκτώβριο του 2022 στη ζώνη του ευρώ. Τον Απρίλιο εφέτος, εκτιμάται ότι υποχώρησε στο 2,4 %, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο ετών.

Ξεκινώντας από το χαμηλότερο από το αναμενόμενο επίπεδο που καταγράφηκε τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους, ο πληθωρισμός προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται και να επιτύχει τον στόχο ελαφρώς νωρίτερα το 2025 από ό,τι είχε προβλεφθεί στις χειμερινές ενδιάμεσες προβλέψεις.

Η μείωση του πληθωρισμού αναμένεται ότι θα οφείλεται κυρίως σε μη ενεργειακά αγαθά και είδη διατροφής, ενώ ο πληθωρισμός στην ενέργεια παρουσιάζει κάποια άνοδο, ο δε πληθωρισμός στις υπηρεσίες μειώνεται μόνο σταδιακά, παράλληλα με τη συγκράτηση των μισθολογικών πιέσεων. Ο πληθωρισμός στο σύνολο της ΕΕ αναμένεται να ακολουθήσει παρόμοια πορεία, αν και θα παραμείνει ελαφρώς υψηλότερος. 

 

 

Η αγορά εργασίας παραμένει ισχυρή παρά τη μέτρια ανάπτυξη

Παρά την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η οικονομία της ΕΕ δημιούργησε περισσότερες από δύο εκατομμύρια θέσεις εργασίας το 2023, ενώ το τελευταίο τρίμηνο του έτους τα ποσοστά δραστηριότητας και απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 20-64 ετών έφθασαν σε νέα υψηλά επίπεδα ρεκόρ 80,1 % και 75,5 %, αντίστοιχα. Πολλές αγορές εργασίας σε ολόκληρη την ΕΕ εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από στενότητα. Τον Μάρτιο, το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ υποχώρησε στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 6,0 %. Αυτές οι καλές επιδόσεις της αγοράς εργασίας οφείλονται τόσο στην ισχυρή προσφορά εργασίας –που υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων παραγόντων, από τη μετανάστευση– όσο και στη ζήτηση εργατικού δυναμικού.

Η αύξηση της απασχόλησης στην ΕΕ αναμένεται, βάσει των προβολών, να επιβραδυνθεί σε 0,6 % εφέτος και στη συνέχεια να μετριαστεί περαιτέρω σε 0,4 % το 2025. Το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ αναμένεται να παραμείνει σε γενικές γραμμές σταθερό γύρω από το ιστορικά χαμηλό του επίπεδο.

Συμβαδίζοντας με την αναμενόμενη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η αύξηση των ονομαστικών μισθών στην ΕΕ άρχισε να επιβραδύνεται αφού κορυφώθηκε στο 5,8 % το 2023. Στο μέλλον, αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω.

Η απόσυρση έκτακτων μέτρων στήριξης στον τομέα της ενέργειας αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση των κρατικών ελλειμμάτων

Μετά από τη σημαντική μείωση που εμφάνισε το δημοσιονομικό έλλειμμα της ΕΕ το 2021 και το 2022, η μείωσή του σταμάτησε το 2023 καθώς η οικονομική δραστηριότητα εξασθένησε. Αναμένεται, βάσει των προβολών, να αρχίσει να υποχωρεί ξανά το 2024 (3,0 %) και το 2025 (2,9 %). ιδίως χάρη στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης στον τομέα της ενέργειας.

Εν μέσω υψηλότερου κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και χαμηλότερης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ στην ΕΕ αναμένεται να σταθεροποιηθεί εφέτος στο 82,9 % και εν συνεχεία να αυξηθεί κατά περίπου 0,4 εκατοστιαίες μονάδες το 2025.

Αύξηση της αβεβαιότητας εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων

Η αβεβαιότητα και οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές έχουν αυξηθεί περαιτέρω κατά τους τελευταίους μήνες, κυρίως λόγω της εξέλιξης του παρατεταμένου επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή. Οι ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις εξακολουθούν επίσης να εγκυμονούν κινδύνους. Επιπλέον, η επιμονή του πληθωρισμού στις ΗΠΑ μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω καθυστερήσεις στη μείωση των επιτοκίων στις ΗΠΑ και πέραν αυτών, με αποτέλεσμα κάποια αύξηση της στενότητας στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές συνθήκες.

Στο εσωτερικό μέτωπο, η μείωση του πληθωρισμού ενδέχεται να είναι πιο αργή από την προβλεπόμενη, με αποτέλεσμα οι κεντρικές τράπεζες της ΕΕ να καθυστερήσουν πιθανώς τις μειώσεις των επιτοκίων, έως ότου σταθεροποιηθεί η πτωτική πορεία του πληθωρισμού στον τομέα των υπηρεσιών. Επιπλέον, ορισμένα κράτη μέλη ενδέχεται να θεσπίσουν πρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης στους προϋπολογισμούς τους για το 2025 –που δεν έχουν συνυπολογισθεί επί του παρόντος στην παρούσα πρόβλεψη– τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την οικονομική ανάπτυξη το επόμενο έτος.

Ταυτόχρονα, η μείωση της ροπής προς την αποταμίευση θα μπορούσε να τονώσει την αύξηση της κατανάλωσης, ενώ οι επενδύσεις σε κατασκευές κατοικιών θα μπορούσαν να ανακάμψουν ταχύτερα. Οι κίνδυνοι που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή επιβαρύνουν όλο και περισσότερο τις προοπτικές της οικονομίας.

Και οι τρεις προτάσεις από τον Επίτροπο Εμπορίου και εκτελεστικού αντιπροέδρος της ΕΕ Βάλντις Ντομπρόβσκις

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Ντομπρόβσκις τo παγκόσμιο τοπίο εξακολουθεί να εγκυμονεί πληθώρα κινδύνων για την ΕΕ, με αυξανόμενες και επίμονες γεωπολιτικές εντάσεις. Σε αυτό το ασταθές περιβάλλον, υπογραμμίζει «είναι σημαντικό να χρησιμοποιήσουμε όλους τους μοχλούς που έχουμε στη διάθεσή μας για να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητά μας».

Οι προτάσεις του Ντομπρόβσκις έχουν ως εξής:

Πρώτον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επικεντρωθούν σε βιώσιμες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη σε συνδυασμό με πιο συνετές δημοσιονομικές πολιτικές, ώστε να μειώσουν τους υψηλούς δείκτες χρέους.

Δεύτερον, πρέπει να κάνουμε το παν για να ενισχύσουμε τις επενδύσεις. Το NextGenerationEU βοηθάει ήδη σημαντικά, αλλά μπορούμε να κάνουμε πολλά ακόμα για να τονώσουμε τις ιδιωτικές επενδύσεις – η άρση των διασυνοριακών φραγμών και η ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών παραμένουν ουσιαστικής σημασίας.

Τρίτον, πρέπει να συνεχίσουμε να αποκομίζουμε τα οφέλη του μοντέλου ανοιχτού εμπορίου που εφαρμόζουμε, μεταξύ άλλων με τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με εταίρους που εμπιστευόμαστε.