Τέτοια εποχή πριν από 4 χρόνια η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε εξαγγείλει Εθνικό Σχέδιο Δράσης κατά του καπνίσματος.
Ημουν από εκείνους που δυσπιστούσαν ότι υπήρχε πράγματι η πολιτική βούληση να απαγορευτεί το κάπνισμα στους εσωτερικούς χώρους. Είχα γράψει, μάλιστα, και σχετικό κείμενο, εκτιμώντας ότι η εξαγγελία θα έμενε στα χαρτιά.
Εκ των υστέρων, χαίρομαι πολύ που διαψεύστηκα.
Θα αναρωτηθεί κανείς, με το δίκιο του, «μα που κολλάει το τσιγάρο με την οπαδική βία;».
Οι νέες κυβερνητικές προαναγγελίες για πάταξη της βίας -ξανά- μου θυμίζει ακριβώς τις διαχρονικές παλινωδίες με τον αντικαπνιστικό νόμο, μέχρι την εφαρμογή του επιτέλους.
Κάθε κυβέρνηση δεσμευόταν να τον εφαρμόσει κι όλο ανεφάρμοστος έμενε. Ετσι και με τη βία εντός κι εκτός γηπέδων: η εκάστοτε κυβέρνηση διαρρηγνύει τα ιμάτια της ότι θα την πατάξει, και όλα αυτά τα χρόνια της «πάταξης» συνεχίζουμε να μετράμε θύματα.
Βέβαια, το φαινόμενο του χουλιγκανισμού είναι πολύ βαθύτερο. Αποτελεί ζήτημα περισσότερο κοινωνικό παρά αμιγώς αθλητικό και είναι σαφώς πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί, ειδικά με τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που λαμβάνει εσχάτως.
Για τα έκτροπα στου Ρέντη, εν προκειμένω, δεν μιλάμε για έναν άμυαλο 18χρονο, που αποφάσισε έτσι ξαφνικά να πετάξει μια ναυτική φωτοβολίδα σε αστυνομικό. Πρόκειται για οργανωμένο σχέδιο, όπως ομολόγησε ο ίδιος στους αστυνομικούς. Κάποιοι ενορχήστρωσαν την επίθεση, έβαλαν το εν δυνάμει φονικό όπλο στα χέρια του νεαρού και του έδειξαν πώς να το χρησιμοποιήσει.
Αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι οργανωμένοι οπαδοί -τουλάχιστον μια διόλου αμελητέα μερίδα αυτών- χρησιμοποιούνται από τους ιδιοκτήτες των ομάδων ως «στρατοί», για να εξυπηρετούν τους πάσης φύσεως σκοπούς τους, αθλητικούς και μη.
Αν οι ομάδες, κατά βάση οι επιχειρηματίες που τις διοικούν, ήθελαν να αποβάλλουν από τις τάξεις τους τα κακοποιά στοιχεία, θα το είχαν κάνει εδώ και καιρό. Μόνο ο Ντέμης Νικολαΐδης το μακρινό 2005, ως πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ΑΕΚ, τόλμησε να τα βάλει με τους ταραχοποιούς της ομάδας του και τους βρήκε όλους απέναντί του να τον αποκαλούν «ρουφιάνο».
Εδώ, λοιπόν, η κυβέρνηση δεν καλείται απλά να πάει κόντρα σε μερικούς μικρομεσαίους μαγαζάτορες, όπως συνέβη με το κάπνισμα στα καταστήματα, αλλά με όσους ισχυρούς παράγοντες και μεγαλοεπιχειρηματίες αυτού του τόπου συντηρούν σκοπίμως αυτούς τους «στρατούς».
Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο: όχι να κλείσουν τα γήπεδα, ούτε να αδειάσουν από κόσμο ή να γεμίσουν με αστυνομικούς, αλλά να απομονωθούν και να απομακρυνθούν από αυτά εκείνοι οι λίγοι που βρίσκονται στην εξέδρα για «πόλεμο».
Δυστυχώς, όπως και με τον αντικαπνιστικό νόμο, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι η κυβέρνηση θα φτάσει, όπως λέει, το «μαχαίρι στο κόκκαλο».
Την 1η Φεβρουαρίου του 2022 έχασε τη ζωή του ένα 19χρονο παιδί, ο Αλκης Καμπανός, από οπαδούς-δολοφόνους. H ίδια κυβέρνηση ήταν που εξήγγειλε τότε μια σειρά από μέτρα για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας. Αλλά 1,5 χρόνο αργότερα, ένας άλλος νεαρός, ο Μιχάλης Κατσούρης, δολοφονήθηκε με παρόμοιο τρόπο ενώ στο μεσοδιάστημα είχαν καταγραφεί αμέτρητα οπαδικά επεισόδια, τα οποία έχουν γίνει πλέον καθημερινό φαινόμενο. Και πάλι τον περασμένο Αύγουστο η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να εξαλείψει τη βία, όμως πέντε μήνες μετά βρισκόμαστε στο ίδιο έργο θεατές.
Εν αναμονή των νέων μέτρων που θα ανακοινωθούν για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας, μακάρι να διαψευστώ ξανά...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ