Η οργή της Τουρκίας για την Κυπριακή ΑΟΖ και οι προσπάθειες φινλανδοποίησης της Κύπρου

Αποτροπή έναντι εκδηλούμενης απειλής
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Η αποτρεπτική στρατηγική αποτελεί την κύρια αντίληψη ενεργού απόκρουσης, δυναμικά κινούμενης, δηλαδή ενεργοποιημένης απειλής εχθρικής δράσης. Τούτο σημαίνει την εν τοις πράγμασι μετάδοση του μηνύματος στον απειλούντα πως ενδεχόμενη υλοποίηση της απειλής θα επιφέρει σε αυτόν μεγαλύτερο κόστος από ότι όφελος. Αυτό αποτελεί εν προκειμένω και το περιεχόμενο της αποτροπής, όπου εκείνο που προσμετράται στις διακρατικές σχέσεις και αναφερόμαστε στην ύπαρξη εκδήλωσης απειλητικού φαινομένου, είναι η σχέση κόστους και οφέλους ως προς τον απειλούντα και τον απειλούμενο.

Εάν η αποτροπή είναι ισχυρή και κυρίως αξιόπιστη, τότε και η υλοποίηση της επερχόμενης απειλής μειώνεται ως προς την ικανότητα προβολής και πραγμάτωσής της. Η σχέση προβολής της απειλής και της ικανότητας αποτρεπτικής απόκρουσής της είναι κρίσιμη κυρίως ως προς το αξιόπιστο της ικανότητας αποτρεπτικής πολιτικής.

Η Τουρκία κινείται έναντι Αθηνών, κυρίως όμως έναντι Λευκωσίας, προβάλλοντας στρατηγικές αποτρεπτικής εκβιαστικής απειλής. Η απειλή συνίσταται κατά τούτο στην αξίωση από την Λευκωσία της μη υλοποίησης των νομίμων ενεργειών, όπως αυτές έχουν ήδη αποφασισθεί και δρομολογηθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία αναφορικά προς την αναζήτηση και εξόρυξη υδρογονανθράκων στην επικράτεια και δη την θαλάσσια, δηλαδή την Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη.

Η Κύπρος υποχρεούται ως εκ της κρατικής της υπόστασης να υπερασπισθεί κατά τα διεθνοπολιτικώς ειωθότα, δηλαδή ως κρατική οντότητα, μόνη, κυρίως όμως μετά συμμάχων, την υπόσταση, δηλαδή την αξιόπιστη κρατική παρουσία και δράση της στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, που αποτελεί και τον θαλάσσιο χώρο άσκησης της κρατικής της κυριαρχίας.

Η τουρκική απειλή εκδηλώνεται ως μια υπαρκτή και αναμενόμενη κρατική διεκδικητική προσέγγιση του χώρου έναντι της Κύπρου ως κρατικής υπόστασης και ως υποκειμένου διεθνούς δικαίου, κατά τα ιστορικά και διεθνοπολιτικά δεδομένα της τουρκικής πολιτικής. Παρανόμως μεν, πραγματικά όμως δε, δηλαδή υπαρκτή είναι η απειλή και η διαρκής διεκδίκηση. Αυτό σημαίνει πως η στρατηγική επιδίωξη της Άγκυρας συνίσταται κυρίως, δηλαδή πρωταρχικά, στην σταδιακή και σταθερή μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας από ανεξάρτητο υποκείμενο διεθνούς δικαίου σε φινλανδοποιημένη ζώνη, που να αποπνέει κράτος εν είδει προτεκτοράτου.

Φινλανδοποίηση σημαίνει κατά τα ανωτέρω την εθνικά ουδετεροποίηση του χώρου της Κύπρου, έτσι ώστε με μειωμένες ή ανύπαρκτες εθνικές αντιστάσεις, να καθίσταται εφικτή και επιτυχής η στρατηγική της Άγκυρας, να ακυρώσει ή να απομειώσει την πολιτειακή οντότητα και σταδιακά να την προσαρτήσει. Πρόκειται για μια στρατηγική, η οποία εφαρμόστηκε στις περιπτώσεις της Ίμβρου και της Τενέδου κατά τρόπο αποτελεσματικό για τους σχεδιασμούς της Τουρκίας και καταστροφικό για τον ελληνισμό, ο οποίος χάθηκε μετά από χιλιετηρίδες παρουσίας σε αυτές τις νήσους.

Κατά την Τριμερή Διάσκεψη που συντελέσθηκε μεταξύ Αθηνών, Λευκωσίας και Καΐρου στην Ελούντα για οικονομικά και ευρύτερης συνεργασίας ζητήματα, που εμπεριέχουν και το ενδεχόμενο της ενεργειακής συνεργασίας στο μέλλον, αποφασίστηκαν οι περαιτέρω βηματισμοί στην κατεύθυνση της οριοθέτησης του θαλάσσιου χώρου των τριών κρατών, πράγμα που καλλιεργεί και τις προϋποθέσεις ενισχυμένης αποτρεπτικής ισχύος έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων στην περιοχή.

Η Τουρκία θεωρώντας πως ούτε το Καστελόριζο, ούτε η Λευκωσία, ούτε η Αθήνα έχουν θαλάσσια σύνορα που ενώνονται και συναντώνται με την Αίγυπτο, όπως κατά το δίκαιο της θάλασσας αναγνωρίζεται, αποφασίζει, όπως το συνηθίζει, να προχωρήσει μόνη, ιδία βουλήσει και με την ισχύ της κρατικής της οντότητας, σε ενέργειες στον θαλάσσιο χώρο των κρατών της περιοχής, μεταξύ Κύπρου, Αιγύπτου και Ελλάδος, αμφισβητώντας τον εμπράκτως και ενεργά. Σημειώνεται πως η Άγκυρα που καθιερώνει ως αντίληψη πολιτικής τις αρχές της αυθαίρετης προβολής ισχύος και όχι του δικαίου, θέτει υπό αίρεση τα δικαιώματα των κρατών Ελλάδας – Κύπρου αναφορικά και προς την υφαλοκρηπίδα και το δίκαιο της θάλασσας, του οποίου την εφαρμογή δεν υιοθετεί.

Σε συνέχεια της ως άνω διάσκεψης και με δεδομένη την πρόσκληση, η οποία αναφέρεται στην εκδήλωση ενδιαφέροντος για το τεμάχιο 7, που απηύθυνε η Κυπριακή Δημοκρατία στις αδειούχους προς τούτο εταιρείες, η Τουρκία επιχειρεί με αναγγελία Navtex και ταυτόχρονες ασκήσεις στην θαλάσσια ζώνη μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου, να εμφανιστεί στα όμματα της διεθνούς κοινότητας ως κράτος που έχει θέση, ρόλο και δικαιώματα σε αυτή την περιοχή της Κύπρου, την κρατική υπόσταση της οποίας ουδόλως αναγνωρίζει.

Ευρισκόμαστε, δηλαδή, σε ένα πλαίσιο διεθνούς παιγνίου αντιπαραθέσεων στρατηγικών, όπου η Κύπρος δικαίως και νομίμως διεκδικεί να κατοχυρώσει την διεθνή θέση και τα δικαιώματά της στην περιοχή και η Τουρκία κατά την συνήθη πρακτική της επιχειρεί παρανόμως, διά της ισχύος δε, να υπονομεύσει ή και να ακυρώσει, εάν εν τέλει το επιτύχει, τα υπό της Κυπριακής Δημοκρατίας στην περιοχή νομίμως επιχειρούμενα.

Σημειώνουμε πως, κατά ταύτα, στο πλαίσιο των κυπριακών σχεδιασμών, σε συνεργασία αυτή την φορά με την αμερικανικών συμφερόντων εταιρεία, Exxon Mobil, είναι καθοδόν η έναρξη διερευνητικών γεωτρήσεων στο θαλάσσιο τεμάχιο 10. Στην περίπτωση αυτή η προσδοκία είναι βάσιμη πως τα αμερικανικά συμφέροντα θα τύχουν προστασίας από την υπερδύναμη, έτσι ώστε να μην επαναληφθεί το ατυχές γεγονός που έλαβε χώρα τον περασμένο Φεβρουάριο με την ιταλική εταιρεία ENI, όπου αναγκάστηκε εν όψει τουρκικής εκβιαστικής απειλής να αποχωρήσει, μη πραγματοποιώντας το εγχείρημα, το οποίο ανέλαβε.

Επομένως, η Κύπρος δικαιούται να είναι κατά ταύτα αισιόδοξη, πως μπορεί συνεργαζόμενη με εταιρείες που τυγχάνουν αξιόπιστης, δηλαδή αποτελεσματικής διεθνούς προστασίας, ότι θα μπορέσει να προχωρήσει στην υλοποίηση και πραγμάτωση των σχεδιασμών της αναφορικά προς την αναζήτηση και εξόρυξη του πλούτου που βρίσκεται στα έγκατα των θαλασσών της. Η περίπτωση αυτή της κυπριακής επιμονής στην υποστήριξη των συμφερόντων της χώρας, η οποία συντελείται με τον κατάλληλο σχεδιασμό επιχειρησιακής προστασίας του διακυβεύματος και συνεπικουρίας του εγχειρήματος από δυνάμεις που στηρίζουν τα συμφέροντα των εταιρειών που βρίσκονται εκεί, μαρτυρεί ικανότητα και θέληση υλοποίησης ενός προγράμματος, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας, δηλαδή της Κύπρου.