Μετά το τέλος της εποχής Τραμπ που είχε αρνητικές συνέπειες και επιπτώσεις στο παλαιστινιακό και σε όλα τα θέματα ασφάλειας και ειρήνης στον κόσμο, ο νέος πρόεδρος Μπάιντεν έλαβε μια σειρά αποφάσεων για να ακυρώσει μέρος της ζημιάς που προκάλεσε ο προκάτοχός του στη δομή του παγκόσμιου συστήματος των διεθνών σχέσεων.
Μεταξύ αυτών είναι η επιστροφή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Παγκόσμια Συμφωνία για το Κλίμα και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ακύρωση της κατασκευής τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, η κατάργηση των διακρίσεων και των περιορισμών που επιβάλλονται κατά την είσοδο πολιτών ορισμένων χωρών, η επανέναρξη του διαλόγου με τη Ρωσία για τις διμερείς συμφωνίες μεταξύ τους καθώς και οι σχέσεις με την Ευρώπη και την Κίνα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι νέες αποφάσεις δεν συμπεριέλαβαν ριζικές αλλαγές σε σχέση με το παλαιστινιακό ζήτημα μέχρι στιγμής, κάτι που μας κάνει να ελπίζουμε ότι θα γίνει το μέλλον.
Ο Μπάιντεν επέμεινε στη λύση των δύο κρατών χωρίς όμως να αναφερθεί στα σύνορα που έχουν διεθνώς αναγνωριστεί και τόνισε την αντίθεσή του στον επεκτατικό οικισμό με τον οποίο υποδέχτηκε ο Νετανιάχου τον νέο πρόεδρο από την πρώτη του μέρα, ανακοινώνοντας διεύρυνση και κατασκευή νεών οικιστικών μονάδων.
Τι περιμένουμε μετά απ’ αυτό;
Εμείς καλωσορίσαμε το άνοιγμα των επίσημων καναλιών επικοινωνίας με τη νέα διοίκηση Μπάιντεν, την πρωτοβουλία τους να επικοινωνήσουν μαζί μας κατά τις προηγούμενες ημέρες και την αρχική συνομιλία μαζί τους σχετικά για την ακύρωση από τη νέα αμερικανική διοίκηση μερικών από τις αθέμιτες αποφάσεις που είχε λάβει ο Τραμπ για τους Παλαιστίνιους, όπως το κλείσιμο του γραφείου της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στην Ουάσινγκτον, καθώς και για την επαναφορά της οικονομικής βοήθειας από την Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες της Παλαιστίνης (UNRWA) στο ταμείο της Παλαιστινιακής Αρχής.
Θέλουμε όμως να ελπίζουμε ότι η νέα αμερικανική διοίκηση θα ξεπεράσει με σοβαρότητα τη γενική και ρευστή φόρμουλα των συνομιλιών σχετικά με τις «διαπραγματεύσεις» και τη «λύση δύο κρατών», η οποία πρέπει να βασίζεται σαφώς σε διεθνή κριτήρια νομιμότητας, έτσι ώστε να φέρει την αλλαγή και την ανάγκη για απόσυρση ή κατάργηση του νόμου, που εγκρίθηκε από το Κογκρέσο το 1987, κατηγορώντας την PLO και την Παλαιστινιακή Αρχή ως τρομοκρατική.
Αυτό για το οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία είναι ότι θα γίνει μια νέα προσπάθεια αναβίωσης της ειρηνευτικής διαδικασίας η οποία έχει σταματήσει από καιρό λόγω της συνέχισης των επιθετικής πολιτικής του Ισραήλ και της άρνησής του να εφαρμόσει τις συμφωνίες που είχαν υπογραφεί με την οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Η νέα αμερικανική διοίκηση υπό την ηγεσία του Τζο Μπάιντεν έχει διαφορετική πολιτική σε σχέση με την προηγούμενη σ’ ό,τι αφορά την λύση της διαμάχης που εξακολουθεί να υπάρχει στη Μέση Ανατολή, λόγω της διαφορετικής αντίληψης μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων περί εξυπηρέτησης των αμερικανικών συμφερόντων, που θα ανακοινωθεί σύντομα.
Είναι πιθανόν να δούμε νέες συναντήσεις του Κουαρτέτου και να μιλήσουμε για έναρξη νέων διαπραγματεύσεων.
Όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος να παραμείνει ενσωματωμένος ο συνεχιζόμενος κανόνας της ισραηλινής λαϊκιστικής δεξιάς διακυβέρνησης, η οποία με τη δικαιολογία των συνομιλιών για «διαπραγματεύσεις», θα εξακολουθήσει να εφαρμόζει τη Συμφωνία του αιώνα - το όνομα της οποίας συνδέθηκε με τον Τραμπ- και τις προσαρτήσεις εδαφών μέσω επέκτασης οικισμών και επιχειρήσεων εθνοκάθαρσης εις βάρος του παλαιστινιακού λαού, κυρίως στις Περιοχές (Γ) των Κατεχόμενων από το 1967 Εδαφών, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και των κοιλάδων.
Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να επιστρέψουμε στα χρόνια της διοίκησης Ομπάμα, με διαπραγματεύσεις στείρες, χωρίς αποτέλεσμα, κάτι το οποίο χρησιμοποιείται από το Ισραήλ ως επικάλυψη για την επέκταση του εποικισμού και για να αλλάξει το status quo στην περιοχή, με σκοπό να παρεμποδίσει τη δυνατότητα ίδρυσης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967 με πρωτεύουσά του την Ανατολική Ιερουσαλήμ, και για να σταθεροποιήσει το ρατσιστικό ισραηλινό καθεστώς του απαρτχάιντ στην περιοχή και την πλήρη εβραιοποίηση στην πόλη της Ιερουσαλήμ.
Με αυτόν τον τρόπο επαναλαμβάνεται αυτό που συνέβη τα τελευταία τριάντα χρόνια από την υπογραφή της Συμφωνίας του Όσλο ως ενδιάμεση συμφωνία, χρησιμοποιώντας δηλαδή την «ειρηνευτική διαδικασία» ως αντάλλαγμα για την ειρήνη και τις «διαπραγματεύσεις» ως αντάλλαγμα στη δίκαιη λύση.
Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζει ο παλαιστινιακός λαός, στη σκιά της ετεροβαρούς δύναμης υπέρ του Ισραήλ μέχρι στιγμής, χωρίς σθεναρή διεθνή και αμερικανική πίεση.
Εν ολίγοις, εμείς οι Παλαιστίνιοι δεν θα μπορέσουμε να πετύχουμε τίποτα επαναλαμβάνοντας το στοίχημα για κάτι που έχει ήδη αποτύχει στο παρελθόν, ή για τις ηθικές προθέσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν, χωρίς ενέργειες που θα βασίζονται σε μια θεμελιώδη αλλαγή στην εξίσωση της αμερικάνικης πολιτικής ως προς τη συνέχιση της ανήθικης κατοχής, αν συνεχίσουμε να διατηρούμε την ιδέα των διαπραγματεύσεων χωρίς νομικές αναφορές και διεθνή κάλυψη και χωρίς μια χρονική προθεσμία, που θα οδηγήσει στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ως ύψιστη αρχή για τον παλαιστινιακό λαό και την εφαρμογή των διεθνών νόμιμων αποφάσεων σχετικά με το πρόβλημα του παλαιστινιακού λαού.
Απέναντι στην συνεχιζόμενη παλαιά πολιτική των κεκλεισμένων θυρών, ανοίγονται αναμφίβολα μεγάλες ευκαιρίες για τον παλαιστινιακό λαό.
Το πρώτο είναι να εκθέσουμε το Ισραήλ για το σύστημα απαρτχάιντ που εφαρμόζει, ιδιαίτερα μετά την αποκάλυψη αυτού που έγινε γνωστό ως «ιατρική του απαρτχάιντ», δηλαδή μια από τις χειρότερες μορφές φυλετικών διακρίσεων που ασκεί το Ισραήλ στο θέμα της παροχής εμβολίων κατά της πανδημίας του κορωνοϊού.
Το σκάνδαλο του απαρτχάιντ συμπίπτει με την επιστροφή του λαϊκού αιτήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου, που εστιάζει στην καταπολέμηση του «ρατσισμού» και της «υπεροχής της λευκής φυλής» και στην υποστήριξη των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ταυτόχρονα με διαρθρωτικές αλλαγές στη νεότερη γενιά του Δημοκρατικού Κόμματος, με την εμφάνιση μιας ομάδας Αμερικανών μελών του Κογκρέσου που υποστηρίζουν τα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού, και τις υποστηρικτικές φωνές των μη σιωνιστών Εβραίων.
Η ευκαιρία που προβάλλει σήμερα για τους Παλαιστίνιους έγκειται στο να επικεντρώσουμε σε αυτά που είπαμε τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Επίσης σε αυτό που πρόσφατα τόλμησαν να αναγνωρίσουν ορισμένοι Ισραηλινοί οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ο οργανισμος “Bet Selim” και άλλες οργανώσεις δικαιωμάτων εκ των οποίων μερικές εβραϊκές.
Δηλαδή ότι εμείς αντιμετωπίζουμε όχι μόνο μια μισητή και αποκρουστική κατοχή, αλλά και ένα ισραηλινό καθεστώς απαρτχάιντ, το οποίο, στο σύνολό του, περιλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά του ισραηλινού συστήματος μέσω του οποίου η χώρα αυτή ασκεί φυλετικές διώξεις τόσο εναντίον Παλαιστινίων στα κατεχόμενα εδάφη και μέσα στο Ισραήλ, όσο και εναντίον Παλαιστινίων προσφύγων που εκτοπίστηκαν βίαια και στερήθηκαν το δικαίωμά τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Το Ισραήλ δεν θα μπορέσει να αντικρούσει την επίθεση που δέχεται ολόκληρο το καθεστώς του απαρτχάιντ, όπως στο παρελθόν κατάφερε να αντιμετωπίσει την κριτική της κατοχής, με το πρόσχημα της σταθερότητας και των αναγκών ασφάλειας.
Απαιτείται λοιπόν σήμερα σοβαρή διεθνής κινητοποίηση, για να επιτευχθεί συναίνεση ως προς τον στόχο της διεθνούς κοινότητας, σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το διεθνές δίκαιο και τους χάρτες ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Και θα πρέπει η συναίνεση αυτή να μην πειλαμβάνει μοόνο το απλό αίτημα για τερματισμό της πιο μακροχρόνιας κατοχής στη ανθρώπινη ιστορία, αλλά να συμπεριλάβει την ανατροπή ολόκληρου του ισραηλινού συστήματος απαρτχάιντ.
Απαιτείται επίσης παγκόσμια δραστηριοποίηση των κινημάτων αλληλεγγύης, προκειμένου να ανοίξουν απεριόριστα οι ορίζοντες για την επίτευξη αυτής της συναίνεσης και της διεθνούς ανθρωπιστικής δράσης, σύμφωνα με όλες τις διαστάσεις της νομικής, πολιτικής και ηθικής ευθύνης της διεθνούς κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης πρωτίστως της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για να πετύχει αυτή η ευκαιρία και να αποδώσει καρπούς, θα πρέπει να συνδεθεί με την ανάγκη επανεξέτασης πολλών εκ των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και του Ισραήλ ως δύναμη κατοχής και απαρτχάιντ, ώστε αυτή η αναθεώρηση να συμβαδίζει με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις δημοκρατικές παραδόσεις όλων των χωρών της Ένωσης, προς την κατεύθυνση καταλογισμού ευθυνών στο Ισραήλ, ώστε να μην βρίσκεται υπεράνω του διεθνούς δικαίου.
Ιδιαίτερα τώρα που βρίσκεται στα πρόθυρα των νέων εκλογών τον επόμενο μήνα, υπό τη σκιά της εσωτερικής κρίσης που διέρχεται η πολιτική σκηνή της χώρας και των καθημερινών διαδηλώσεων κατά του Νετανιάχου από μερίδες Ισραηλινών.
Σήμερα, εμείς στην Παλαιστίνη βρισκόμαστε καθ’ οδόν προς μια άμεση λύση στην κατάσταση της διχοτόμησης, προκειμένου να διασφαλίσουμε τη διατήρηση του ρόλου της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης ως μοναδικού νόμιμου εκπροσώπου του παλαιστινιακού λαού και την επίτευξη δημοκρατικών κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών.
Η σημασία εκλογών έγκειται στο ότι δεν πρέπει οι δυνάμεις κατοχής του Ισραήλ να τις παρεμποδίσουν στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ, όπου η διεθνής κοινότητα τις αναμένει επί δεκατέσσερα χρόνια, όχι μόνο ως πράξη ανανέωσης της νομιμότητας, αλλά και ως εργαλείο ενίσχυσης της παλαιστινιακής οντότητας έναντι του Ισραήλ, της κατοχής, του καθεστώτος απαρτχάιντ και για να αποτελέσει η Παλαιστίνη μέρος του συστήματος δημοκρατικού τρόπου διαβίωσης σ΄ αυτόν τον κόσμο βάσει των συμφωνιών που αποδέχονται το κράτος της Παλαιστίνης ως κράτος - μη μέλος στον ΟΗΕ από το 2012.
Υπάρχουν μεγάλες ευκαιρίες, αλλά υπάρχουν και κίνδυνοι.
Η διεθνής κοινότητα μπορεί να υποστηρίξει τον παλαιστινιακό λαό, προκειμένου να ξεπεράσει τους κινδύνους, εάν βέβαια υπάρχει ειλικρινής πρόθεση και βούληση σε όσους έχουν την ευθύνη να εκπέμψουν τις αξίες της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας και της ελευθερίας στον σημερινό κόσμο.
Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη να ανατείλει μια νέα περίοδος στις διεθνείς και περιφερειακές πολιτικές, εξ αιτίας των διεθνών πολιτικών προκλήσεων πέραν των φυσικών έκτακτων καταστροφικών προκλήσεων ου έχουν περάσει όλα τα γεωγραφικά σύνορα και απειλούν ολόκληρη την ανθρωπότητα, εξαιτίας εμπορικών πολέμων επικίνδυνων περιφερειακών συγκρούσεων και της διόγκωσης της πανδημίας του κορωνοϊού παγκοσμίως, η οποία με τη σειρά της έσπειρε το φόβο και το χάος μεταξύ όλων των χωρών του κόσμου.
Αυτό το διαπιστώνουμε σήμερα από τις διαμαρτυρίες που σημειώνονται τελευταία σε όλες τις χώρες του κόσμου, διότι η ανθρωπότητα θέλει και φιλοδοξεί να δημιουργήσει ένα κόσμο ασφαλή, απαλλαγμένο από τους ανταγωνισμούς και στον οποίο δεν θα τον περιπαίζουν οι πολυεθνικές εταιρίες και θα τον ελέγχουν οι ελίτ που κυβερνούν.
Γι’ αυτό θα πρέπει οι ηγέτες του κόσμου να περιορίσουν τις αυξανόμενες λαϊκές διαμαρτυρίες με τον διάλογο και με την εκπλήρωση των αιτημάτων των λαών και των προσδοκιών τους για ασφάλεια, σταθερότητα, παγκόσμια ειρήνη, δικαιοσύνη και δημοκρατία.