Μπορεί τα ποσοστά κακοποίησης στον παιδικό και εφηβικό πληθυσμό να παρουσιάζουν μεγάλη διακύμανση εξαιτίας των διαφορετικών ορισμών που χρησιμοποιούν οι μελέτες καταγραφής, αδρά υπολογίζεται, ωστόσο, ένα ποσοστό 10-20% παιδιών κι εφήβων να έχουν υποστεί μια οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης στην χώρα μας.
Κι όταν μιλάμε για κακοποίηση αναφερόμαστε σε πολλές και διαφορετικές μορφές: σωματική, λεκτική, ψυχολογική, σεξουαλική και παραμέληση (συχνότερη μορφή-μπορεί να είναι συναισθηματική, εκπαιδευτική, ιατρική). Κι αν οι αριθμοί φαίνονται μεγάλοι, αρκεί να αναφέρουμε ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα ποσοστά αυτά διπλασιάστηκαν και ο διαδικτυακός εκφοβισμός έφτασε στο 50%, όπως λέει στην HuffPost η Άρτεμις Κ. Τσίτσικα, Αναπλ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής, Ιατρική Σχολή Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθύντρια ΠΜΣ «Στρ. Αναπτυξιακής & Εφηβικής Υγείας» Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εφηβικής Ιατρικής (Ε.Ε.Ε.Ι.)
Τα νούμερα είναι «σκοτεινά»
«Τα νούμερα που αποδίδουν την πραγματικότητα για την παιδική κακοποίηση στην Ελλάδα είναι ”σκοτεινά”, και τα υπάρχοντα στοιχεία υπονοούν μία συνεχώς ανοδική τάση. Αν και η έκφραση βίας είναι φαινόμενο σύμφυτο με την ανθρώπινη ύπαρξη και εμφανίζεται από την απαρχή της ανθρώπινης ιστορίας, οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες ευνοούν την έκφραση σε καταστάσεις εκτός ορίων και την ανάδυση νέων μορφών που έχουν να κάνουν με τον σύγχρονο τρόπο ζωής», λέει η ίδια. Αραγε, ποιοι είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν σ′ αυτό; «Οι επιπτώσεις της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, η υπεραπασχόληση ή ανεργία των γονέων, οι συναισθηματικές τους δυσκολίες και το ”κλείσιμο” στον εαυτό, το διαζύγιο και οι νέες μορφές οικογένειας, η ενίσχυση συμπεριφορών βίας και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την αλόγιστη διαδικτυακή έκθεση μπορεί να συμβάλλουν, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, στην αύξηση των αριθμών παιδικής και εφηβικής κακοποίησης, αλλά και παραμέλησης», είναι η απάντηση.
Αλήθεια, πώς θα καταλάβουμε ότι ένα παιδί ή ένας έφηβος βιώνει κακοποίηση; Σύμφωνα με τα όσα μας λέει η κυρία Τσίτσικα, βασικά συμπτώματα που προβληματίζουν είναι : η απότομη πτώση της σχολικής επίδοσης, η αλλαγή στη συμπεριφορά (καταθλιπτικό συναίσθημα, αυτοκτονικότητα, εκρήξεις βίας, ανεξήγητο κλάμα, φοβίες, άγχος, εξαρτήσεις), συχνά ατυχήματα, δυσλειτουργική σχέση με το περιβάλλον, μεταβολές στη διατροφή (υπερφαγία, ανορεξία), στον ύπνο (αυπνία, αλλαγή ωραρίου, υπερβολικός ύπνος), εγκατάλειψη αγαπημένων δραστηριοτήτων, δυσκολία συγκέντρωσης, αδιαφορία για τους φίλους ή τα φλερτ, κακή σωματική υγιεινή και παραμέληση εαυτού.
Το προφίλ του θύτη
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίδιοι οι γονείς μπορεί να είναι θύτες, με μεγαλύτερα ποσοστά για τη μητέρα (35% έναντι 17%). Η συμπεριφορά του «θύτη», εξάλλου, είναι ένα αποτέλεσμα πολυπαραγοντικό. Σχετίζεται με την ευαλωτότητα της προσωπικότητας, γενετικούς παράγοντες και προδιάθεση σε ψυχικές δυσκολίες, καθώς βέβαια και με το περιβάλλον (οικογενειακό, σχέσεις, κοινωνικό-επαγγελματικό, οικονομικό, πολιτισμικό), όπως τονίζει η ίδια. Συχνά οι θύτες έχουν οι ίδιοι υπάρξει θύματα κακοποίησης ή έχουν στερηθεί βασικά συναισθηματικά στηρίγματα ως παιδιά.
Η κακοποίηση αφήνει πολύπλευρες και μακροχρόνιες συνέπειες, όπως συμπληρώνει. «Η αντιμετώπιση είναι πάντα ολιστική και αυστηρά εξατομικευμένη. Διαφέρουν οι καταστάσεις, οι ιδιαιτερότητες, οι οικογένειες, οι ανάγκες και οι δυνατότητες κάθε παιδιού, και απαιτείται ένα πρόγραμμα «κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του». Βασικό είναι να νιώσει ασφάλεια, επικοινωνία, ζεστασιά και πραγματικό ενδιαφέρον στο πλαίσιο που απευθύνεται. Βασικοί στόχοι είναι να έρθουν στην επιφάνεια συναισθήματα, βιώματα, σκέψεις και να αρχίσει η επούλωση, να συζητηθούν οι σχέσεις, να προταθούν τρόποι διαχείρισης και να γίνει προσπάθεια λειτουργικότητας και μελλοντικής ενεργοποίησης με κατάκτηση στόχων. Η σχέση με τους θεράποντες είναι πολύτιμη και μακροπρόθεσμη. Πολλά παιδιά διατηρούν σχέση και μετά την ενηλικίωσή τους, ενώ άλλα απομακρύνονται μόλις νιώσουν δυνατά, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να κλείσουν το τραυματικό αυτό κεφάλαιο ζωής. Ο ”θύτης” χρειάζεται επίσης φροντίδα και επαναπροσδιορισμό του πλαισίου του-με ότι συνεπάγεται αυτό».
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι κι ο ρόλος των νέων τεχνολογιών στην καθημερινότητα των παιδιών. Για το τι «ευθύνη» φέρουν ως προς τις συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, η κυρία Τσίτσικα σημειώνει: «Το διαδίκτυο προσφέρει απεριόριστη ελευθερία έκφρασης, ανωνυμία και συνεπώς δυνατότητα να εκφραστούν και οι σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Έτσι η βία και ο εκφοβισμός, η έκθεση προσωπικών δεδομένων σε μη ελεγχόμενο αριθμό χρηστών, συμπεριφορές φθόνου, εκδίκησης και ο εμπαιγμός αδυνάμων ή/και ”διαφορετικών” με οποιοδήποτε τρόπο, μέσα από τον υπολογιστή ή το κινητό μπορεί να θυματοποιήσουν παιδιά και εφήβους. Η διαδικτυακή αποπλάνηση (grooming), κατά την οποία κάποιο πρόσωπο παρουσιάζει ψευδές προφίλ με στόχο να πλησιάσει ανήλικο και να τον/την παρενοχλήσει στο φυσικό κόσμο, αποτελεί υπαρκτό και σημαντικό κίνδυνο. Το ακατάλληλο περιεχόμενο (ρατσιστικό, βίαιο, πορνογραφικό, παιδοφιλικό), στο οποίο μπορεί να εκτεθεί ο έφηβος χωρίς τη θέλησή του, μπορεί να σοκάρει και να τραυματίσει σε μικρές ηλικίες».
Οι δράσεις
Φυλλάδια όπως τα φυλλάδιο 9, «Τι συμβαίνει στην εφηβεία ;» και το εκπαιδευτικό εργαλείο «Άλκης και Κλαίρη» για τα παιδιά του Δημοτικού-με υποθετικά σενάρια, ασκήσεις-δραστηριότητες και βιβλίο γονέων προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες γύρω από το ζήτημα.
Ακόμη, όπως μας λέει η κ. Τσίτσικα, αφιερώνονται διαλέξεις, συνέδρια, στρογγυλές τράπεζες και workshops για την εκπαίδευση ειδικών και εκπαιδευτικών, ενώ το θέμα περιλαμβάνεται στο e-learning πρόγραμμα του ΕΚΠΑ.
Τέλος, έχουν καταρτιστεί προγράμματα κοινωνικής συναισθηματικής ενδυνάμωσης (CASEL) κατάρτισης ειδικών (Υπουργείο Υγείας, Παιδιά και έφηβοι στις ημέρες Covid-19)) και εκπαιδευτικά - στα σχολεία, με τη χρήση του σχετικού εκπαιδευτικού υλικού (SELMA, ENABLE, YOUTHPOWER), ενώ λειτουργεί και η πρώτη youth to youth we-knowhow.gr. Σχετικές πληροφορίες μπορούμε να πάρουμε στις ιστοσελίδες : www.youth-life.gr και www.youth-med.gr.
Δυο ξεχωριστά βιβλία με σχετικό θέμα:
«Αγαπώ το σώμα μου», Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης.
Είναι το βιβλίο που απευθύνεται στην προσχολική ηλικία και την πρώτη τάξη του Δημοτικού, ακολουθώντας την ανάγκη ενημέρωσης και καθοδήγησης των παιδιών από πολύ μικρή ηλικία, για την προστασία τους. Ένα παιδί μπορεί να μάθει πως υπάρχουν «καλά» και «κακά» αγγίγματα, συμπεριφορές που μπορεί να προβληματίσουν, συνθήκες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε αδιέξοδα. Δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να καταλάβει ή να χειριστεί ένα παιδί, φτάνει να του δοθούν σαφή μηνύματα και με τον κατάλληλο τρόπο.
«Κακοποίηση παιδιού και εφήβου», Οδηγός ανίχνευσης, Αντιμετώπισης και Πρόληψης». Στο βιβλίο αυτό, στο οποίο η κ. Τσίτικα συνεργάστηκε με τον ψυχίατρο Ορέστη Γιωτάκο, δίνονται με πολύ απλό και εύληπτο τρόπο πληροφορίες για τις μορφές κακοποίησης των παιδιών και τα σημάδια που μπορεί να οδηγήσουν τον γονέα, τον εκπαιδευτικό, άλλους ενήλικες και γενικότερα τον μη ειδικό στην υποψία και την ανίχνευση της πιθανότητας κακοποίησης ή παραμέλησης ενός παιδιού ή εφήβου.
«Και τα δύο παραπάνω βιβλία τα ξεχωρίζω γιατί συμβάλλουν στην πρόληψη. Η πρόληψη χρειάζεται χρόνο, τόλμη, έμπνευση, υπομονή. Πάντοτε όμως αξίζει τον κόπο. Είναι πραγματικά πολύ σημαντικό να μην κλείνουμε τα μάτια σε ένα θέμα «ταμπού», το οποίο θεωρείται δυσάρεστο και απωθητικό, αφήνοντας τα παιδιά να μένουν ανυπεράσπιστα, ανεκπαίδευτα και χωρίς υπεύθυνη πληροφόρηση. Μέσα από μια διαδικασία ενεργητική και ουσιώδη, το αποτέλεσμα θα ανταμείψει, αφού δίνονται τα εφόδια στο νέο άνθρωπο να υπερασπιστεί και να διεκδικήσει ότι πραγματικά του ανήκει : το σώμα του».