Η κατάρρευση του κτηρίου στο πασαλιμάνι του Πειραιά που είχε ως αποτέλεσμα να βρει αδόκητο θάνατο ένας αστυνομικός που υπηρετούσε ως ειδικός φρουρός της ομάδας ΔΙΑΣ και φέρεται να εργαζόταν παράλληλα σε οικοδομικές εργασίες, εκτελώντας χρέη οδηγού, ανέδειξε δύο σημαντικά ζητήματα. Το πρώτο είναι η τήρηση των μέτρων ασφαλείας ιδίως στον κατασκευαστικό τομέα. Το δεύτερο – που θα μας απασχολήσει στη σημερινή μας παρέμβαση – είναι η παράλληλη εργασία δημοσίων υπαλλήλων.
Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι η παράλληλη εργασία δεν είναι a priori παράνομη. Σύμφωνα με το αρ. 19 παρ. 1 του ΠΔ 31/2001, μετά από άδεια του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, ο αστυνομικός μπορεί να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή, εφόσον αυτά συμβιβάζονται με τα καθήκοντα της θέσης του, δεν παραβλάπτουν την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του και δεν δίδουν αφορμή για δυσμενή σχόλια σε βάρος του ιδίου ή της Ελληνικής Αστυνομίας. Αντίστοιχες διατάξεις θα βρούμε στην κείμενη νομοθεσία τόσο για τους υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας όσο και εν γένει για τους δημόσιους υπαλλήλους.
Το εάν είχε χορηγηθεί η συγκεκριμένη άδεια στον άτυχο νέο, λίγη σημασία έχει. Αυτό που όλοι μας αναγνωρίσαμε ήταν ότι ο συγκεκριμένος επέλεξε το δύσκολο, αλλά ενάρετο δρόμο να αυξήσει το γλίσχρο εισόδημά του. Μέχρι σήμερα πληροφορούμασταν από τα μέσα ενημέρωσης για αστυνομικούς που συλλαμβάνονταν διότι διέπρατταν εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου για να «τονώσουν το εισόδημά τους» (προστασία σε μαγαζιά, πλαστογραφίες κλπ).
Στο δημόσιο διάλογο έσπευσαν όλοι να επισημάνουν τους χαμηλούς μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, ιδίως των αστυνομικών. Έσπευσαν όλοι να πλειοδοτήσουν σε μια αύξηση, δίχως να μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι τούτο είναι εφικτό, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση της χώρας. Θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο αντί να πλειοδοτούμε σε ανέξοδες υποσχέσεις;
Ειδικά για την περίπτωση των αστυνομικών παρατηρούμε το εξής παράδοξο. Πολλοί εξ αυτών έχουν αποσπαστεί στην περιφέρεια Αττικής από άλλες περιοχές της χώρας. Οι αποσπασμένοι – σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης – μπορεί να φτάσουν να έχουν αποδοχές περίπου 4.500€ μηνιαίως σε αντίθεση με τους λοιπούς συναδέλφους τους που οι αποδοχές τους δεν υπερβαίνουν τα 1.000€. Οι αποσπάσεις κρίνονται σκόπιμες μεν για επιχειρησιακούς λόγους, αλλά οι αποσπαθέντες, πολλές φορές, επιλέγονται με κομματικά κριτήρια («ρουσφέτι αύξησης αποδοχών»). Το κόστος, όμως, για το δημόσιο είναι υπερβολικά μεγάλο. Δε θα μπορούσαν τα κενά αυτά να καλυφθούν από τους ήδη υπηρετούντες μέσω υπερωριών, εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν; Για ποιο λόγο να είναι προτιμότερο να κάνουν μια άλλη εργασία στον ελεύθερο χρόνο τους και να μην τον προσφέρουν στην υπηρεσία (προφανώς όσοι το επιθυμούν) καλύπτοντας υπαρκτά κενά και αυξάνοντας αντίστοιχα τις αποδοχές τους;
Πέραν των ανωτέρω καλό είναι να ληφθεί μέριμνα για το υπαρκτό πρόβλημα της παράλληλης εργασίας πολλών δημοσίων υπαλλήλων (αστυνομικών, καθηγητών μέσης εκπαίδευσης κλπ). Ένα υπαρκτό γεγονός, τη στιγμή που δεν μπορείς ως κοινωνία να αντέξεις σημαντική αύξηση αποδοχών, δεν το αντιμετωπίζεις με απαγορεύσεις. Αντιθέτως, θα πρέπει να το «νομιμοποιήσεις», λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να διασφαλίζεται τόσο το κύρος της υπηρεσίας και η βέλτιστη παροχή της βασικής εργασίας όσο και η αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων. Συνεπώς διοικητικά και φορολογικά αντικίνητρα θα πρέπει να εξαλειφθούν, ώστε όσοι το επιθυμούν να μπορούν να εργάζονται στον ελεύθερο χρόνο τους «εμφανιζόμενοι» και όχι «κρυπτόμενοι»…
Του Αργύρη Αργυριάδη
Δικηγόρου