Στην ομιλία του στον ΟΗΕ, που πραγματοποιήθηκε σε άδεια καθίσματα καθώς αρκετές χώρες αποχώρησαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις επιθέσεις του Ισραήλ στην Γάζα και τον Λίβανο, ο Μπεντζαμίν Νετανιάχου παρουσίασε δύο χάρτες: ο πρώτος παρουσίαζε τον λεγόμενο ″άξονα της αντίστασης”, την σφαίρα επιρροής του Ιράν στην περιοχή –Συρία, Λίβανος, Ιράκ, Παλαιστίνη και Υεμένη· ο δεύτερος, τον διάδρομο Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης, στο γνωστό σχήμα σύμπραξης Ινδών, Αράβων, Ισραηλινών και Ευρωπαίων για την διάνοιξη ενός εμπορικού, ενεργειακού και γεωπολιτικού δρόμου εναλλακτικού ως προς τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού της Κίνας.
Πολλή κριτική μπορεί να ασκηθεί στο Ισραήλ για το εάν όντως η πολιτική του ευνοεί πάντα το δεύτερο σενάριο. Ή, εάν οι συστηματικοί εποικισμοί της Δυτικής Όχθης και το φλερτ της ηγεσίας του με απόψεις ενός σιωνιστικού φονταμενταλισμού που θέλει όχι την συνύπαρξη με τους Παλαιστινίους αλλά την ριζική εκδίωξή τους συνιστούν κι αυτά θρυαλλίδα για την αραβοϊσραηλινή προσέγγιση, δίνοντας επί πλέον λαβές στις οργανώσεις του ”ιερού πολέμου” που τις εκμεταλλεύονται για να αυξήσουν την επιρροή τους σε όλη την ευρύτερη περιοχή.
Παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλη την 7η Οκτωβρίου, τον μακροχρόνιο πόλεμο στην Γάζα που την διαδέχθηκε, τα τεκταινόμενα στο Λίβανο, και το συνακόλουθο προσωρινό πάγωμα των αραβοϊσραηλινών σχέσεων, η προοπτική αυτή υπάρχει παρ’ όλα αυτά.
Και υπάρχει όχι γιατί συνεπάγεται μόνον πολυμερείς επενδύσεις, κέρδη, και αμοιβαία οικονομικά οφέλη για όλους τους εμπλεκόμενους. Και άλλα τέτοια σενάρια κυκλοφορούσαν κατά το παρελθόν, όπως ένα ευφάνταστο, που προωθούσε κάποτε το Κατάρ και ήθελε να μεταβάλει την Γάζα με την συναίνεση του Ισραήλ σε ένα είδος Σιγκαπούρης της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, αλλά δεν ευοδώθηκαν ποτέ.
Αλλά γιατί αρχίζει και εκδηλώνεται μια πίεση από τα κάτω, από τις ίδιες της κοινωνίες της ευρύτερης περιοχής, που πια έχουν φτάσει στα όριά τους με τον λεγόμενον ”άξονα της αντίστασης”.
Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, στο Ιράκ, την Συρία, τον Λίβανο, με βάσει αυτά που έχουν ζήσει τα τελευταία χρόνια, τοποθετούνται με τρόπο που υπερβαίνει το σεκταριστικό δίπολο μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων με το οποίο έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε τις εξελίξεις στην Μέση Ανατολή. Όχι τυχαία, αυτό το δίπολο επιδιώκουν να προβάλουν (και να επιβάλουν) με τις ενέργειές τους όλες οι τάσεις του ισλαμικού επεκτατισμού, σουνιτικού ή σιιτικού.
Βλέποντας όμως κανείς τους σουνίτες του Λιβάνου να πανηγυρίζουν στους δρόμους της Τρίπολης στο άκουσμα και μόνο της φήμης ότι ο Χασάν Νασράλα μπορεί να είναι νεκρός, καταλαβαίνει. Το ίδιο έκαναν και στην Νότια Συρία, ακόμα, οργανώσεις γυναικών εντός του ίδιου του Ιράν.
Τα πράγματα έχουν φτάσει σε ένα όριο με τον λεγόμενο ”άξονα της αντίστασης”: οργανώσεις σαν την Χεζμπολά και την Χαμάς είναι πλέον στα μάτια μεγάλων μερίδων των μεσανατολικών κοινωνιών ταυτισμένες με έναν ορισμένο τύπο κοινωνικού καθεστώτος: οι παραπαίουσες δομές, και η δυαδική εξουσία όπου η οργάνωση γίνεται κράτος και το κράτος γίνεται οργάνωση· τα γκέτο με τα τζαμιά, η ”φιλανθρωπία” και τα επιδόματα που διανέμονται από την οργάνωση αποκλειστικά σε ημέτερους, με προφανή σκοπό να συντηρείται μια δεξαμενή συνεργατών, και –γιατί όχι– μαρτύρων· οι πύραυλοι κάτω από τα νοσοκομεία και τα σχολεία, και η λατρεία του θανάτου που προπαγανδίζεται σε κάθε ευκαιρία, από τις σχολικές γιορτές και το κήρυγμα της Παρασκευής. Ιδού η ”ουτοπία” του άξονα της αντίστασης, όπου οι Χριστιανοί εγκαταλείπουν, και οι σιίτες και σουνίτες μουσουλμάνοι της αντιπολίτευσης πετιούνται από τις ταράτσες.
Γι’ αυτό και στον Λίβανο, τα μαζικά κινήματα των τελευταίων χρόνων, που κατήγγειλαν την διαφθορά του κράτους και την διάλυση των θεσμών, με μεγάλη συμμετοχή της νεολαίας και διαθρησκευτικό χαρακτήρα, ήταν στην πραγματικότητα κινήματα εναντίον της Χεζμπολά, των υποστηρικτών της, και του ”μεγάλου αφεντικού”, των Φρουρών της Επανάστασης και των Δυνάμεων Κουντς.
Είναι προφανές ότι ο πολιτικός κύκλος αυτού του ρεύματος έχει καταφανέστατα κλείσει. Μπορεί αυτό να συνυπολογίζει το Ισραήλ και να προχωράει στην κλιμάκωση των στρατιωτικών του επιχειρήσεων, και μπορεί το ίδιο να κάνει το Ιράν, και να συγκρατεί το επίπεδο των απαντήσεών του, θέτοντας σε προτεραιότητα την αυτοσυντήρηση ενός καθεστώτος που επίσης τρίζει.
Το μέλλον, φυσικά, είναι άδηλο· πάνω απ’ όλα, μιλάμε για την Μέση Ανατολή.
Τι κάνει η Ελλάδα;
Το ζήτημα είναι τι κάνει η Ελλάδα σε όλα αυτά. Στο θετικό σενάριο όπου θα έχει επικρατήσει η καταλλαγή, η επάνοδος στο θετικό κλίμα των Συμφωνιών του Αβραάμ, και επιστρέψει τις ράγες το σχέδιο του ”διαδρόμου Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης”, ο Ελληνισμός με τα δύο του κράτη αναδεικνύεται σε κόμβο ενός νευραλγικού εμπορικού δρόμου προς την Ανατολή, παρακάμπτοντας μάλιστα την Τουρκία. Η εξέλιξη αυτή, ενισχύει την Ελλάδα και την Κύπρο καθοριστικά, και απέναντί της.
Ήδη δε, το πρώτο βήμα, με την κύρωση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδα-Κύπρου-Ισραήλ έγινε ένα πρώτο, μικρό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Εν μέσω πολλαπλών δυσκολιών και ενστάσεων, είναι η αλήθεια, καθώς στην Κύπρο είχαμε την εναντίωση μιας ετερόδοξης συμμαχίας ρωσόφιλων, τοπικών καρτέλ, και οπαδών της επαναπροσέγγισης με το κατοχικό κράτος.
Όμως υπάρχει ένα ευρύτερο ζήτημα. Η πολιτική έναντι της Τουρκίας που ακολουθεί η παρούσα ηγεσία του Υπ. Εξ., προφανώς σε συνεννόηση με το Μέγαρο Μαξίμου, δεν συμβαδίζει με αυτήν την προοπτική. Αν η Ινδία και το Ισραήλ επιλέγουν την Ελλάδα και την Κύπρο, πάντως, αυτό το κάνουν διότι δεν επιθυμούν την Τουρκία. Και αυτό προσκρούει στην παρούσα ελληνική πολιτική, που θέλει να εμφανίζεται ότι προσκαλεί την Τουρκία παντού, στην ΕΕ, σε κοινά σχήματα οικονομικής συνεργασίας, σε έναν συντονισμό για το μεταναστευτικό, για να βελτιώσει το κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Είναι κάτι που υπερβαίνει το δίπολο κατευνασμού και αποτροπής: εφόσον θέλει να απαντήσει στον Τουρκικό επεκτατισμό, η Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν να μεταβληθούν σε πυλώνες ενός εναλλακτικού, συνεργατικού και πολυμερούς υποσυστήματος ισχύος στην Νοτιονατολική Μεσόγειο. Πέραν του τουρκοκεντρικού. Ο διάδρομος Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης το προσφέρει αυτό, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι με την πολιτική που εφαρμόζεται, με τους πειραματισμούς υπέρ της προσέγγισης με τον Ερντογάν, οι αρμόδιοι έχουν συνειδητοποιήσει επαρκώς τόσο το μέγεθος όσο και τις προϋποθέσεις της ευκαιρίας.