Αλκατράζ: Η απίστευτη τριπλή απόδραση από τον «βράχο» - Τι απέγιναν οι 3 κρατούμενοι

Στις 12 Ιουνίου 1962 τρεις άνδρες απέδρασαν από το Αλκατράζ. Η ευρηματικότητα και η αποφασιστικότητά τους εξακολουθεί να συναρπάζει.
Open Image Modal
via Associated Press

Στις 12 Ιουνίου 1962, τρεις άνδρες δραπέτευσαν από το Αλκατράζ, χωρίς να τους δουν ποτέ ξανά. Η μοίρα του Φρανκ Μόρις και των αδελφών Άνγκλιν παραμένει μυστήριο, αλλά η εφευρετικότητα και η αποφασιστικότητα της τολμηρής απόδρασης από την πιο ασφαλή φυλακή των ΗΠΑ συνεχίζει να εντυπωσιάζει

Τον Μάιο του 1964, ο Μάικλ Τσάρλτον του BBC Panorama έκανε «το πιο τρομακτικό ταξίδι στον κόσμο του εγκλήματος» στα φουρτουνιασμένα νερά του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο για να δει το διαβόητο νησί των φυλακών Αλκατράζ.

Στο ομοσπονδιακό σωφρονιστικό ίδρυμα με το παρατσούκλι «ο βράχος» βρίσκονταν μερικοί από τους πιο επικίνδυνους εγκληματίες των ΗΠΑ. Θεωρούνταν ένα απόρθητο φρούριο. Αλλά τις πρώτες πρωινές ώρες της 12ης Ιουνίου 1962, τρεις άνδρες κατάφεραν αυτό που θεωρούνταν αδύνατο: να αποδράσουν.

Open Image Modal
Ένας δεσμοφύλακας δείχνει την τρύπα στο κελί του Φρανκ Μόρις από την οποία δραπέτευσε μαζί με τον Τζον και τον Κλάρενς Άνγκλιν. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι αναφέρουν ότι η τρύπα σκάφτηκε με σπασμένα κουτάλια.
The Denver Post via Getty Images

 

Το Αλκατράζ ήταν αρχικά ένα οχυρό ναυτικής άμυνας που προστάτευε την είσοδο του κόλπου. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου των ΗΠΑ, λόγω της απομόνωσης του νησιού, των απότομων βράχων και των γρήγορων, ψυχρών ρευμάτων που το περιέβαλαν, οι αιχμάλωτοι της Συνομοσπονδίας κρατούνταν εκεί. Στις αρχές του 20ού αιώνα ανακατασκευάστηκε ως στρατιωτική φυλακή.

Τη δεκαετία του 1930, καθώς οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν το ανεξέλεγκτο οργανωμένο έγκλημα που άνθισε κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, το υπουργείο Δικαιοσύνης τη μετέτρεψε σε φυλακή υψίστης ασφαλείας.

Σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν οι πιο τρομακτικοί κατάδικοι από το ομοσπονδιακό σύστημα φυλακών. Μεταξύ των πιο διάσημων κρατουμένων ήταν οι διαβόητοι γκάνγκστερ Αλ Καπόνε, Μίκι Κοέν και Τζορτζ Machine Gun Κέλι, καθώς και ο καταδικασμένος δολοφόνος Ρόμπερτ Στράουντ, ο οποίος αργότερα θα γινόταν ευρύτερα γνωστός ως ο «Birdman του Αλκατράζ». «Άνθρωποι πολύ κακοί και ενοχλητικοί για να κρατηθούν σε μια συνηθισμένη φυλακή», ήταν ο τρόπος με τον οποίο το έθεσε ο Τσάρλτον του BBC.

Τέσσερα χρόνια πριν το Panorama ταξιδέψει εκεί, ο Frank Lee Morris είχε φτάσει στο νησί. Ορφανός σε ηλικία 11 ετών και καταδικασμένος για το πρώτο του έγκλημα σε ηλικία 13 ετών, ο Μόρις είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε διάφορα σωφρονιστικά ιδρύματα.

 

 

 

Θεωρούνταν ιδιαίτερα ευφυής, ήταν ένας έμπειρος εγκληματίας, με κατηγορίες από κατοχή ναρκωτικών μέχρι ένοπλη ληστεία και, ίσως το πιο σημαντικό, αποδράσεις από τις φυλακές. Τον Ιανουάριο του 1960 είχε σταλεί στο Ροκ μετά την απόδρασή του από το σωφρονιστικό ίδρυμα της Λουιζιάνα.

Μόλις έφτασε στο Αλκατράζ, άρχισε να σκέφτεται πώς θα έφευγε. Στην πτέρυγα των κελιών συνάντησε τα καταδικασμένα αδέρφια Τζον και Κλάρενς Άνγκλιν που είχαν ληστέψει τράπεζες, αλλά και τον Άλεν Γουέστ, ο οποίος ήταν κρατούμενος στο Αλκατράζ από το 1957. Όλοι οι άνδρες γνωρίζονταν μεταξύ τους από προηγούμενες φυλακές και, καθώς είχαν διπλανά κελιά, μπορούσαν να μιλούν ο ένας στον άλλον τη νύχτα.

Όταν ο Τσάρλτον του BBC επισκέφθηκε την φυλακή, ένα χρόνο μετά το κλείσιμό της, γνώριζε καλά τη φοβερή της φήμη για τους αδυσώπητους φρουρούς, τις σκληρές συνθήκες και τους θαλάσσιους ανέμους «τιμωρούς» που έπρεπε να υπομένουν οι κατάδικοι.

«Ένας αδυσώπητος άνεμος που δεν φαίνεται να σταματά ποτέ, ουρλιάζει και αντηχεί μέσα από τα κάγκελα», είπε. «Χτισμένο πάνω στα δύσβατα περάσματα ενός παλιού οχυρού, τα θεμέλια σήμερα του Αλκατράζ σαπίζουν και διαλύονται».

 

Open Image Modal
Οι άντρες σύρθηκαν μέσα από την τρύπα που είχαν ανοίξει στους τοίχους του κελιού τους, σκαρφάλωσαν στην οροφή και έφυγαν με μια σχεδία που είχαν κατασκευάσει. Δεν βρέθηκαν ποτέ. Οι αξιωματούχοι υπέθεσαν ότι μπορεί να πνίγηκαν πριν φτάσουν στην ακτή.
via Associated Press

 

Ένα περίτεχνο σχέδιο

Με επικεφαλής τον Μόρις, οι τέσσερις κρατούμενοι άρχισαν να καταστρώνουν ένα περίτεχνο και τολμηρό σχέδιο απόδρασης. Για αρκετούς μήνες, οι άνδρες σμίλευαν το κατεστραμμένο από το αλάτι σκυρόδεμα γύρω από τον αεραγωγό κάτω από τους νεροχύτες τους. Χρησιμοποιώντας μεταλλικά κουτάλια που είχαν κλέψει από την τραπεζαρία, ένα τρυπάνι από μοτέρ ηλεκτρικής σκούπας και πεταμένες λεπίδες πριονιού, έσκαψαν μέχρι έναν αφύλακτο διάδρομο κοινής ωφέλειας.

Για να καλύψει το θόρυβο του τρυπανιού, ο Μόρις έπαιζε ακορντεόν κατά τη διάρκεια της ώρας που είχε οριστεί για να παίζεται μουσική στους κρατούμενους. Μόλις δημιούργησαν μια τρύπα αρκετά μεγάλη για να συρθούν στον διάδρομο, ανέβηκαν στο άδειο, ανώτερο επίπεδο της πτέρυγας και έστησαν ένα μυστικό εργαστήριο.

Για να κρύψουν τις τρύπες στον τοίχο του κελιού, έφτιαξαν ψεύτικες γρίλιες από χαρτί από τα περιοδικά της βιβλιοθήκης της φυλακής. Μόλις μπήκαν στο εργαστήριό τους, άρχισαν να κατασκευάζουν μια αυτοσχέδια λαστιχένια σχεδία και σωσίβια από 50 κλεμμένα αδιάβροχα. Για να σφραγίσουν το καουτσούκ, το έλιωσαν χρησιμοποιώντας τους καυτούς σωλήνες ατμού της φυλακής. Στη συνέχεια μετέτρεψαν μια κονσερτίνα σε εργαλείο για να φουσκώσουν τη σχεδία και έφτιαξαν κουπιά από κομμάτια κόντρα πλακέ.

Όσο δούλευαν όμως, έπρεπε να κρύβουν την απουσία τους από τους φρουρούς που έκαναν νυχτερινούς ελέγχους. Έτσι, φιλοτέχνησαν χάρτινα κεφάλια από σαπούνι, οδοντόκρεμα και χαρτί τουαλέτας. Για να τα κάνουν να φαίνονται πιο ρεαλιστικά, χρησιμοποίησαν αληθινά μαλλιά από το πάτωμα του κουρείου της φυλακής και τα ζωγράφισαν σε σαρκικούς τόνους χρησιμοποιώντας κλεμμένα είδη τέχνης. Έπειτα, τα τοποθετούσαν στα κρεβάτια τους, με ρούχα και πετσέτες κάτω από τις κουβέρτες τους για να φαίνεται ότι κοιμούνται.

 

 

Έτσι, δούλευαν για την διαφυγή τους, ψάχνοντας και την έξοδο διαφυγής. Χρησιμοποιώντας σωληνώσεις υδραυλικών εγκαταστάσεων ως σκαλοπάτια, ανέβηκαν 9,1 μέτρα και άνοιξαν τον εξαεριστήρα στην κορυφή ενός φρεατίου. Κατασκεύασαν ένα ψεύτικο μπουλόνι από σαπούνι για να το κρατήσουν στη θέση του.

Το νησί φιλοξενούσε επίσης τις οικογένειες των φρουρών που εργάζονταν στη φυλακή. Ο πατέρας της Τζολίν Μπέμπιακ, ο οποίος εκτελούσε χρέη διευθυντή στο Αλκατράζ εκείνη την εποχή, ενεργοποίησε τον συναγερμό.

«Όταν ξύπνησα, η σειρήνα ήταν ακόμα σε λειτουργία. Ήταν πολύ διαπεραστική, εξαιρετικά δυνατή, ήταν φρικτή, ήταν αρκετά τρομακτική» δήλωσε στο BBC Witness History το 2013. «Σοκαρίστηκα, ξέρετε, και η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι δεν μπορεί να ήταν προσπάθεια απόδρασης και, φυσικά, ήταν».

 

 

Η φυλακή μπήκε αμέσως σε κατάσταση συναγερμού με εντατικές έρευνες όλων των κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των χώρων διαμονής των σωφρονιστικών υπαλλήλων. Εν τω μεταξύ, ο πατέρας της Τζολίν εξαπέλυσε ένα τεράστιο ανθρωποκυνηγητό με εκατοντάδες αστυνομικούς να ερευνούν εκτενώς τη γύρω περιοχή επί μέρες.

Στις 14 Ιουνίου, η ακτοφυλακή βρήκε ένα από τα κουπιά των κρατουμένων.

Την ίδια μέρα, εργάτες βρήκαν ένα πακέτο με τα προσωπικά αντικείμενα των Anglins, σφραγισμένα σε καουτσούκ. Επτά ημέρες αργότερα κάποια απομεινάρια της σχεδίας ξεβράστηκαν κοντά στη γέφυρα Golden Gate και την επόμενη ημέρα ανακαλύφθηκε ένα από τα αυτοσχέδια σωσίβια. Αλλά οι τρεις φυγάδες δεν εθεάθησαν ποτέ ξανά.

Αν και οι κρατούμενοι απέδρασαν από τη φυλακή, οι αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να χάθηκαν στα νερά στην προσπάθειά τους να εγκαταλείψουν το νησί. Αυτή ήταν σίγουρα η άποψη του διευθυντή των φυλακών Ρίτσαρντ Γουίλαρντ, όταν το BBC του πήρε συνέντευξη το 1964.

«Ναι, μας λείπουν μερικοί, αλλά δεν καυχιούνται γι’ αυτό. Με άλλα λόγια, όλοι αυτοί που υποτίθεται μας λείπουν, πνίγηκαν. Απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχει κανείς που να κυκλοφορεί σήμερα στους δρόμους και να καυχιέται ότι απέδρασε από το Αλκατράζ» είπε. «Γιατί είμαι τόσο σίγουρος; Ακούτε τον άνεμο, έτσι δεν είναι; Και βλέπετε το νερό; Πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να τα καταφέρετε;».

Η φυλακή του Αλκατράζ έκλεισε το 1963, ένα χρόνο μετά την απόδραση των ανδρών. Αυτό εν μέρει οφειλόταν στη φθορά της δομής της και στα έξοδα λειτουργίας της. Ωστόσο, το αυστηρό καθεστώς της φυλακής είχε επίσης αποτελέσει επί μακρόν αντικείμενο διαμάχης.

Ήδη από το 1939, ο γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ Φρανκ Μέρφι είχε προσπαθήσει να την κλείσει, λέγοντας: «Ολόκληρο το ίδρυμα ευνοεί την ψυχολογία που δημιουργεί μια σκοτεινή και μοχθηρή συμπεριφορά μεταξύ των κρατουμένων».

Με την πάροδο των ετών, οι κρατούμενοι αυτοκτονούσαν ή ακρωτηριάζονταν -ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τις αδυσώπητες συνθήκες εκεί- και στη δεκαετία του 1960, οι ΗΠΑ προσανατολίζονταν στην αποκατάσταση των κρατουμένων και όχι μόνο στην τιμωρία τους.

 

 

Όσον αφορά τους τρεις δραπέτες, παρά το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν ποτέ τα πτώματά τους στον κόλπο, το 1979 κηρύχθηκαν νόμιμα νεκροί. Το FBI έκλεισε την υπόθεση και παρέδωσε την ευθύνη στην Υπηρεσία Αστυνόμων των ΗΠΑ.

Οι εικασίες για την τύχη τους δεν σταμάτησαν ποτέ. Την ίδια χρονιά που κηρύχθηκαν νεκροί, κυκλοφόρησε η ταινία Escape from Alcatraz (Απόδραση από το Αλκατράζ) με τον Κλιντ Ίστγουντ να υποδύεται τον Φρανκ Μόρις, ενώ από τη στιγμή της απόδρασης τους το 1962, υπήρχαν αναφορές ότι οι άνδρες εθεάθησαν ή ότι είχαν στείλει μηνύματα.

Το 2018, η αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο αποκάλυψε ότι τους είχε σταλεί μια μυστηριώδης επιστολή πέντε χρόνια νωρίτερα, από κάποιον που ισχυριζόταν ότι ήταν ο Τζον Άνγκλιν.

Η επιστολή έγραφε: «Απέδρασα από το Αλκατράζ τον Ιούνιο του 1962. Ναι, όλοι τα καταφέραμε εκείνο το βράδυ, αλλά με δυσκολία». Η επιστολή υποστήριζε ότι οι άνδρες είχαν ζήσει κρυφά, με τον Φρανκ Μόρις να πεθαίνει τον Οκτώβριο του 2005 και τον Κλάρενς Άνγκλιν το 2008. Ο συγγραφέας της επιστολής δήλωσε ότι ήθελε τώρα να διαπραγματευτεί την παράδοσή του με αντάλλαγμα να κάνει θεραπεία κατά του καρκίνου. Το FBI αξιολόγησε την επιστολή, αλλά δεν μπόρεσε να εξακριβώσει αν ήταν αυθεντική ή όχι.

Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή για την υπηρεσία των Αμερικανικών αστυνομικών Αρχών. Μόλις το 2022 δημοσίευσε επικαιροποιημένες φωτογραφίες για το πώς θα μπορούσαν να μοιάζουν τώρα οι τρεις αγνοούμενοι κρατούμενοι του Αλκατράζ, ενώ παράλληλα απηύθυνε έκκληση για οποιαδήποτε πληροφορία, με την ελπίδα ότι επιτέλους θα μπορούσε να λύσει το μυστήριο.