Η Αννα Μαρία Τρασνέα ήταν 13 ετών όταν μετανάστευσε από τη Ρουμανία επειδή η ανύπαντρη, εργαζόμενη μητέρα της πίστευε ότι θα είχε ένα καλύτερο μέλλον στη Γερμανία. Τώρα, στα 27 της χρόνια, διεκδικεί μια θέση στο γερμανικό κοινοβούλιο.
«Hταν δύσκολα στη Γερμανία στην αρχή», δήλωσε η Τρασνέα σε συνέντευξή της στο Associated Press. «Ημουν όμως φιλόδοξη και συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν μια ευκαιρία για μένα, οπότε αποφάσισα να κάνω ό, τι μπορώ για να κερδίσω τον σεβασμό και να ενσωματωθώ», εξήγησε.
Η Τρασνέα, η οποία είναι υποψήφια με τους κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες στις εκλογές της Κυριακής, είναι μια από τους εκατοντάδες υποψηφίους από οικογένειες μεταναστών, που αναζητούν μια θέση στην κάτω βουλή της Γερμανίας, ή τη Μπούντεσταγκ. Μπορεί ο αριθμός των αξιωματούχων να μην αντικατοπτρίζει το συνολικό ποσοστό του πληθυσμού τους, όμως η αυξανόμενη πολυπολιτισμικότητα της χώρας είναι ολοένα και πιο ορατή στην πολιτική.
Οι νέοι μετανάστες δεν αγωνίζονται απλώς για πολιτικά αξιώματα σε όλα σχεδόν τα κόμματα στη Γερμανία, αλλά τα απαιτούν. Υπάρχει μια εντελώς νέα αίσθηση διεκδίκησης πλέον.
Υπάρχουν περίπου 21,3 εκατομμύρια άνθρωποι με μεταναστευτικό υπόβαθρο (σ.σ. κάθε άτομο που έχει γεννηθεί είτε το ίδιο είτε τουλάχιστον ένας εκ των γονέων του στο εξωτερικό) στη Γερμανία, ή περίπου το 26% του πληθυσμού των 83 εκατομμυρίων.
Το σημερινό κοινοβούλιο έχει 8,2%, ή 58 από τους 709 βουλευτές με μεταναστευτικές ρίζες. Το κοινοβούλιο της περιόδου 2013-17 είχε μόνο το 5,9%, ή 37 από τους 631 βουλευτές.
Από τους 6.227 σημερινούς υποψήφιους βουλευτές, 537 έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο.
Παρόλο που ο αριθμός που εκλέγεται στο κοινοβούλιο αναμένεται να αυξηθεί ξανά αυτή τη φορά, θα εξακολουθήσει να είναι χαμηλότερος από το 26% (σ.σ. το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν στον συνολικό πληθυσμό της χώρας).
Στο Βερολίνο, όπου περίπου το 35% των κατοίκων έχουν ξένες ρίζες, υποψήφιοι μετανάστες για τη Μπούντεστανγκ υπάρχουν σε πολλά κόμματα.
Ο 51χρονος Τζο Τσιάλο, των οποίων οι γονείς είναι από την Τανζανία, είναι υποψήφιος με τους κεντροδεξιούς Χριστιανοδημοκράτες της απερχόμενης καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ στη συνοικία Σπαντάου του Βερολίνου.
Ο 31χρονος Χακάν Ντεμίρ, του οποίου ο παππούς μετανάστευσε από την Τουρκία πριν από 50 χρόνια, προσπαθεί να γίνει νέος βουλευτής των Σοσιαλδημοκρατών στη γειτονιά Νόικολν, μια από τις πιο ποικιλόμορφες στη Γερμανία.
Εξω από την πρωτεύουσα, η Εζγκί Γκιουιλντάρ, 35χρονη κόρη Κούρδων προσφύγων από την Τουρκία, κατεβαίνει με το προοδευτικό κόμμα της Αριστεράς στη δυτική πόλη Εσεν.
Τα κίνητρά τους κυμαίνονται από την ανησυχία για την υπερθέρμανση του πλανήτη και την αναζήτηση περισσότερων δικαιωμάτων για τις γυναίκες και τις οικογένειες, μέχρι την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη βελτίωση της κατάστασης των μεταναστών.
Και οι τέσσερις υποψήφιοι, που αναζητούν μια θέση στο κοινοβούλιο για πρώτη φορά, δήλωσαν στο AP ότι μερικές φορές βίωσαν διακρίσεις και ρατσισμό σε βάρος τους, ειδικά ως παιδιά. Τόνισαν επίσης την ευγνωμοσύνη τους που πήγαν στη Γερμανία και είπαν ότι εκτιμούν την εκπαίδευση που έλαβαν, οδηγώντας τους σε ευκαιρίες που διαφορετικά δεν θα είχαν.
Πριν από περισσότερα από 60 χρόνια, η Δυτική Γερμανία στρατολογούσε «φιλοξενούμενους εργάτες» από την Τουρκία, την Ιταλία, την Ελλάδα και αργότερα το Μαρόκο για να βοηθήσουν τη χώρα να προχωρήσει οικονομικά. Χρησιμοποιήθηκαν στην εξόρυξη άνθρακα, στην παραγωγή χάλυβα και στη βιομηχανία αυτοκινήτων. Πολλοί, που ήρθαν αρχικά ως προσωρινοί εργαζόμενοι, αποφάσισαν να μείνουν και να φέρουν τις οικογένειές τους, δημιουργώντας στο Βερολίνο και σε άλλες πόλεις της δυτικής και νοτιοδυτικής Γερμανίας μεγάλες κοινότητες μεταναστών.
Ακολούθησαν και άλλοι τις επόμενες δεκαετίες: άτομα από τη Ρωσία ή το Καζακστάν που μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είχαν γερμανική καταγωγή, πρόσφυγες από τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου, Εβραίοι από την πρώην Σοβιετική Ενωση και Ανατολικοευρωπαίοι που εκμεταλλεύτηκαν την ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από το 2005 έως και το 2016, ένα άλλο μεταναστευτικό κύμα άνω του 1 εκατομμυρίου, που εγκατέλειψε τον πόλεμο στη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, έφτασε στη Γερμανία.
Περίπου 7,4 εκατομμύρια ενήλικες μετανάστες έχουν γερμανικό διαβατήριο και έχουν δικαίωμα ψήφου την Κυριακή, σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας του 2019. Πολλοί συχνά δεν ψηφίζουν, ωστόσο, και για αυτό υποεκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο. Αλλοι 8,7 εκατομμύρια ενήλικες που ζουν μόνιμα στη Γερμανία δεν μπορούν να ψηφίσουν, επειδή δεν έχουν γερμανική υπηκοότητα.
Η Γερμανία δεν επιτρέπει τη διπλή υπηκοότητα, εκτός από τους υπηκόους άλλων χωρών της ΕΕ και της Ελβετίας. Αυτό είναι ένα δίλημμα για πολλούς μετανάστες πρώτης γενιάς, που εξακολουθούν να έχουν στενούς δεσμούς με τις χώρες καταγωγής τους και δεν θέλουν να εγκαταλείψουν το παλιό τους διαβατήριο - είτε για συναισθηματικούς λόγους είτε από φόβο ότι θα μπορούσαν να χάσουν τα κληρονομικά δικαιώματα ή την ιδιοκτησία τους στις χώρες γέννησής τους.
Μερικές φορές, βέβαια, η μη κατοχή γερμανικού διαβατηρίου δεν είναι το μόνο εμπόδιο στην υποψηφιότητα ή ακόμη και στην ψηφοφορία. Οι μετανάστες, πρώτης γενιάς ιδίως, συχνά επικεντρώνονται περισσότερο στην πολιτική των πατρίδων τους. Οι γονείς ή οι παππούδες ενδιαφέρονται περισσότερο για το τι συμβαίνει στις χώρες καταγωγής παρά για την τρέχουσα πολιτική στη Γερμανία.
Πολλοί εκτιμούν ότι αυτό θα αλλάξει καθώς περισσότεροι μετανάστες θέτουν υποψηφιότητα στη χώρα.