Η πολιτική της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια

Βαδίζοντας προς Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ή αποσύνθεση;
|
Open Image Modal
ktsimage via Getty Images

Με τις συμφωνίες στη  Σάντα Μαρία ντα Φέιρα της Πορτογαλίας το 2000 και στην κομβική Σύνοδο Κορυφής για τα Δυτικά Βαλκάνια στη Θεσσαλονίκη το 2003 τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσιζαν ότι οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων έχουν την προοπτική και άρα οφείλουν να ενταχθούν στους κόλπους της ΕΕ. Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά, μόλις ένα κράτος των Δυτικών Βαλκανίων, η Κροατία, έχει ενταχθεί στην ΕΕ. Μόλις πρόσφατα (Ιούνιος 2019), παρά τις υποσχέσεις, Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία άκουσαν για άλλη μια φορά τους ηγέτες της ΕΕ να αναβάλλουν την πρόσκληση για επίσημη έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης.

Θα είχε ενδιαφέρον να κάνουμε μία σύντομη αναδρομή ορισμένων σχετικών γεγονότων από τις αρχές των 00′s. Το 2004 η ΕΕ προέβη στη μεγαλύτερη διεύρυνση της, από άποψη αριθμού κρατών, με την ένταξη δέκα χωρών. Προσδοκίες για νέες ευκαιρίες από την ένταξη στην κοινή αγορά αλλά και σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου των χωρών που εντάσσονταν με αυτών της Δυτικής Ευρώπης αναδείκνυαν την ΕΕ ως τον αδιαμφισβήτητο πόθο-στόχο των χωρών της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Με την οικονομική κρίση η οποία έφτασε στην Ευρώπη το 2009, η οπτική πολλών χωρών άλλαξε ως προς τα οφέλη που μπορεί να προσφέρει η ΕΕ. Σίγουρα η Ισλανδία δεν αποτελεί μέτρο σύγκρισης με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων όμως η χώρα αυτή έσπευσε να ακυρώσει τις διαπραγματεύσεις ένταξης στην ΕΕ σχεδόν με την εκκίνηση τους όταν ξέσπαγε η οικονομική κρίση. Η επίσημη αποχώρηση της  Ισλανδίας πραγματοποιήθηκε το 2013.

Παράλληλα, είχε ήδη ξεκινήσει το λίμπο της προ-ενταξιακής διαδικασίας των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, οι οποίες συνέχιζαν και συνεχίζουν να είναι εν πολλοίς θετικές αναφορικά με την ένταξη τους στην ΕΕ. Όμως τα πρώτα σύννεφα λόγω της καθυστέρησης στη διαδικασία είχαν εμφανιστεί. Αυτή τη στιγμή, ακόμη και μία ένταξη της Σερβίας ή του Μαυροβουνίου που έχουν ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις «ψιθυρίζεται» ότι δεν θα συμβεί πριν το 2025.

Είναι δεδομένο ότι η πολιτική της ΕΕ στην περιοχή αυτή έχει βγει εκτός στόχων. Παρ′ όλα αυτά δεν υπάρχει κάποια αλλαγή πλεύσης της στρατηγικής της, η οποία βασίζεται στην περίφημη ”αρχή της υπό όρους” ένταξης (principle of conditionality). Είναι η ίδια αρχή που εφαρμόστηκε και για την οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η ΕΕ λειτουργεί σαν να θεωρεί δεδομένη την επιθυμία των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων για ένταξη όμως η προοπτική αυτή θα μπορούσε να αλλάξει με μία αλλαγή της κυβέρνησης σε χώρες όπως η Σερβία, η Αλβανία ή η Βόρεια Μακεδονία.

Παράλληλα, η σημερινή κατάσταση στο εσωτερικό της ΕΕ είναι γνωστό ότι μόνο ρόδινη δεν είναι. Δεν είναι μόνο η Μεγάλη Βρετανία που επέλεξε να εγκαταλείψει την ΕΕ αλλά οι ευρωσκεπτικιστές φαίνεται να έχουν πάρει για τα καλά τα ηνία σε Ουγγαρία, Πολωνία και Ιταλία. Ποιο θα είναι το σκηνικό άραγε στις υπό ένταξη χώρες αν καμία δεν έχει γίνει μέλος της ΕΕ μέσα στα επόμενα έξι ή και παραπάνω χρόνια; Θα δούμε την απόσυρση κάποιων από αυτών όπως έχει γίνει ουσιαστικά με την Τουρκία; Κατά πόσο η εμπειρία της Ελλάδας κατά τη διάρκεια των μνημονίων αλλά και η αποτυχία της ΕΕ στο μεταναστευτικό θα επηρεάσουν την «ελκυστικότητα» της ΕΕ μεταξύ των υποψήφιων προς ένταξη χωρών; Και αν το ισοζύγιο των παραπάνω είναι αρνητικό πόσο λαβωμένη θα βγει η ΕΕ έχοντας ήδη «χάσει» όπως προβλέπεται ένα από τα πιο ισχυρά της μέλη, τη Μεγάλη Βρετανία;

Σίγουρα οι παραπάνω σκέψεις θα ακουστούν απαισιόδοξες και τα ερωτήματα είναι περισσότερα των απαντήσεων. Μάλλον όμως έχει έρθει η ώρα για μία ενδελεχέστερη επισκόπηση της ΕΕ για το μέλλον της διεύρυνσης της, που επηρεάζει το μέλλον του συνολικότερου πρότζεκτ της ΕΕ. Μπορεί μία νέα «Θεσσαλονίκη» να φαντάζει όνειρο θερινής νυκτός τη δεδομένη στιγμή, όμως μια πρωτοβουλία εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή του Συμβουλίου με στόχο πιο απτά αποτελέσματα στην διευρυντική της πολιτική θα πρέπει να λάβει μέρος σύντομα αν η ΕΕ δεν θέλει να βρεθεί προ εκπλήξεων. Και αν μία ΕΕ πολλών ταχυτήτων δεν θα πρέπει να θεωρείται έκπληξη για πολλούς, μία συντεταγμένη αποσύνθεση θα μπορούσε να είναι το επόμενο μακρόχρονο στάδιο στη θέση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με τον τελευταίο όρο ήδη να χρησιμοποιείται σπάνια από το 2009 και μετά.