Η εθνότητα των Ουιγούρων (Uyghyr) βρίσκεται στην περιοχή της δυτικής Κίνας εδώ και πολλές εκατοντάδες χρόνια. Πρόκειται για μία εθνότητα τουρκικής καταγωγής, με τοπική γλώσσα η οποία προσιδιάζει στα Ουζμπεκικά.1 Η πλειοψηφία των Ουιγούρων είναι Σουνίτες και κατοικούν στην περιοχή Xinjiang,η οποία είναι πλούσια σε κοιτάσματα και με στρατηγική σημασία για τις οικονομικές βλέψεις της Κίνας. Η εθνότητα έχει αποκτήσει ένα «αρχέγονο δικαίωμα κυριαρχίας» στην περιοχή, το οποίο μετουσιώθηκε σε ανεξαρτησία της περιοχής από το 1933 έως το 1949, με τη δημιουργία του «κράτους των Ουιγούρων».2
Έκτοτε, η Xinjiang περιήλθε στον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, ενώ το 1955 δόθηκε η δυνατότητα για τη δημιουργία της αυτόνομης περιοχής Xinjiang, ωστόσο χωρίς καμία ουσιαστική ελευθερία από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας. Γενικότερα, η κυβερνητική πολιτική που ακολουθήθηκε απέναντι στους Ουιγούρους στόχευε στη μετακίνηση των Κινέζων Χαν σε περιοχές όπου κατοικούσαν οι πρώτοι, καθώς επίσης στον περιορισμό άσκησης της θρησκείας και του πολιτισμού τους, σε συνδυασμό με απώλεια εδαφών. Τούτων δοθέντων, άμεση επίπτωση της εν λόγω πολιτικής ήταν η μεταβολή των δημογραφικών στοιχείων της περιοχής. Συγκεκριμένα, σε μία πρόσφατη απογραφή του πληθυσμού της Xinjiang τα νούμερα έδειξαν ότι το 45 % ήταν Ουιγούροι, ενώ το 40% ήταν Κινέζοι Χαν, με τους πρώτους να βρίσκονται κυρίως στην επαρχία.3
Παρά το γεγονός ότι οι Ουιγούροι εξακολουθούν να αποτελούν την πλειοψηφία στην περιοχή, ο ρόλος τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι έχει περιοριστεί, ενώ οι ευκαιρίες εργασίας μειώνονται, λόγω γλωσσικών διακρίσεων ενάντια σε αυτούς. Ειδικότερα, οι Κινέζοι Χαν έχουν μεγαλύτερη επαγγελματική ασφάλεια ακόμα και σε σχέση με Ουιγούρους οι οποίοι είναι κάτοχοι πτυχίου, διότι οι τελευταίοι είτε αντιμετωπίζουν δυσκολία στην εύρεση εργασίας είτε οι απολαβές τους είναι χαμηλότερες.
Στην αναζήτηση εργασίας σημαντικό ρόλο παίζει η γνώση Μαρδαρινικών, τα οποία προτιμώνται σε σχέση με τη γνώση της τοπικής Ουιγουρικής γλώσσας, απομακρύνοντας, με αυτό τον τρόπο, την εθνότητα από τα πολιτιστικά της στοιχεία. Η εν λόγω μεταβολή έγινε αισθητή και στο πεδίο της εκπαίδευσης, καθώς το πανεπιστήμιο της Xinjiang, το οποίο ιδρύθηκε ως ένα δίγλωσσο πανεπιστήμιο (με διδασκαλία Μανδαρινικών και Ουιγουρικών), άρχισε σταδιακά να περιορίζει τη διδασκαλία των τελευταίων. Άλλη μία παραβίαση που υφίσταται η εν λόγω εθνότητα αφορά την άσκηση των θρησκευτικών της δικαιωμάτων, καθώς από το 2002 υπάρχει μία πολιτική που επιτρέπει μόνο τη χρήση κινέζικων ονομάτων και όχι ισλαμικών, όπως επίσης ένας κανόνας έχει απαγορεύσει στην περιοχή της Xinjiang την άσκηση οποιασδήποτε θρησκευτικής δραστηριότητας και, κατ’ επέκταση, διδασκαλίας του Ισλάμ στα σχολεία. Ειδικότερα παραδείγματα της παραπάνω πρακτικής αποτελούν η απαγόρευση της μπούρκας και των γενιών στους άνδρες, οδηγώντας ακόμα και στη σύλληψη των παραβαινόντων.4
Η παρακολούθηση των Ουιγούρων
Η Κίνα εφαρμόζει μία πρακτική απέναντι στη συγκεκριμένη εθνότητα που καταστρατηγεί τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Συγκεκριμένα, υπάρχουν αναφορές για 28 κέντρα κράτησης, στα οποία κρατούνται περίπου ένα εκατομμύριο Ουιγούροι στην περιοχή Xinjiang. Αφορμώμενο από την επικρατούσα «ισλαμοφοβία» και τα διάφορα περιστατικά τρομοκρατίας παγκοσμίως αλλά και στην Κίνα, το Πεκίνο θεωρεί ότι από τη μουσουλμανική εθνότητα προέρχονται δυνάμει τρομοκράτες και στόχος του καθίσταται η εξάλειψη των «ακραίων πεποιθήσεων» τους. Τούτων δοθέντων, η Κίνα προσπαθεί με κάθε τεχνολογικό μέσο να επιτείνει την παρακολούθηση την εθνότητας, ώστε να αποτραπούν οποιεσδήποτε τρομοκρατικές ενέργειες. Ανάμεσα στα τεχνολογικά μέσα που χρησιμοποιεί η ασιατική χώρα συγκαταλέγονται η αναγνώριση προσώπου και φωνής, η σάρωση της ίριδας, η δειγματοληψία DNA και η ταυτοποίηση με εικόνες 3D.5
Η ιστορία των κέντρων κράτησης και η σημερινή κατάσταση
Από το 2015 έχουν καταγραφεί δορυφορικές εικόνες, στις οποίες φαίνονται εγκαταστάσεις σε περιοχές ερήμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πόλη Dabancheng κοντά στην πρωτεύουσα της περιοχής, στην οποία έχει δημιουργηθεί ένα κέντρο κράτησης πολύ μεγάλων διαστάσεων. Τα στοιχεία που αφορούν τα κέντρα κράτησης είναι αρκετά ανησυχητικά ως προς το ρόλο τους, καθώς κυβερνητικά έγγραφα αναφέρουν ότι τα εν λόγω «κέντρα επανεκπαίδευσης» χρειάζονται παρατηρητήρια, συρματοπλέγματα, σύστημα παρακολούθησης και δωμάτια φύλαξης. Ωστόσο, οι απτές αποδείξεις για την πρακτική της Κίνας είναι περιορισμένες.6
Αρχικά, πρόκειται για εγκαταστάσεις οι οποίες με δυσκολία γίνονται αντιληπτές από τους δορυφόρους, καθώς βρίσκονται σε ερήμους, ενώ παράλληλα η προσβασιμότητα σε αυτές καθίσταται δυσχερής. Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας είναι οι κρατούμενοι. Από το 2015, ελάχιστοι από όσους αφέθηκαν ελεύθεροι, επιβεβαίωσαν την εμπειρία και έδωσαν περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτή. Μάλιστα, όπως είναι αναμενόμενο, αυτοί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, με κύριο προορισμό την Τουρκία, λόγω της κοινής καταγωγής που έχουν.
Για τους ανθρώπους που κρατούνται δεν υπάρχουν πληροφορίες, ενώ οι συγγενείς ανησυχούν ακόμα και για τη σωματική τους ακεραιότητα, καθώς υπάρχουν αναφορές από το 2018 για διεξαγωγή βασανιστηρίων και θανάτων.
Παρ’ όλα αυτά, το αφήγημα που χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση είναι ότι τα κέντρα κράτησης στοχεύουν στην επαγγελματική κατάρτιση των Ουιγούρων. Στην πραγματικότητα, τίθενται στο στόχαστρο ο πολιτισμός, η θρησκεία και ο τρόπος ζωής της εθνότητας, ενώ «προάγεται» ο δυτικός τρόπος ζωής, όπως είναι η κατανάλωση αλκοόλ, χοιρινού και το κάπνισμα. Πρόκειται για ένα συνδυασμό μέσων κατήχησης, είτε αυτά αφορούν στη νομική θεωρία, είτε στην καλλιέργεια τεχνικών ικανοτήτων και εκπαίδευσης στην Κινέζικη γλώσσα. Με τα κέντρα κράτησης η κυβέρνηση στοχεύει να μετακυλήσει τις αξίες της μουσουλμανικής κοινότητας στην αφοσίωση στο ΚΚΚ.
Οι σχέσεις Κίνας και μουσουλμανικών χωρών
Η πρακτική της Κίνας έχει οδηγήσει σε αντιδράσεις το μουσουλμανικό κόσμο. Οι σχέσεις, ωστόσο, των δύο πολιτισμών επηρεάζονται από διαφορετικούς παράγοντες. Η οικονομία φαίνεται να αποτελεί κοινό παρονομαστή, καθώς ο οικονομικός γίγαντας επηρεάζει τη στάση των άλλων χωρών, οι οποίες φοβούνται πως, εάν αντιδράσουν, θα χάσουν τα οφέλη της μεταξύ τους οικονομικής συνεργασίας. Από την πλευρά της Κίνας, η περιοχή της Xinjang αποτελεί κομβικό σημείο για την ολοκλήρωση του επενδυτικού σχεδίου «One belt, one road», λόγω αφενός της γεωστρατηγικής θέσης, καθώς συνορεύει με κράτη τα οποία θα αποτελέσουν δίοδο για την επένδυση, και αφετέρου λόγω των κοιτασμάτων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.7 Επομένως, είναι αναμενόμενο η Κίνα να ασκεί περισσότερο έλεγχο στην περιοχή. Από την πλευρά των μουσουλμανικών χωρών, η Τουρκία έχει ασκήσει περισσότερη πίεση στη διεθνή κοινότητα για το ζήτημα των Ουιγούρων, ως χώρα- δέκτης προσφύγων της μουσουλμανικής εθνότητας.
Ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Erdogan, έχει αναφερθεί σε «γενοκτονία», ενώ και ο υπουργός εξωτερικών έχει ασκήσει παρόμοια πίεση σε δηλώσεις του. Παρ’ όλα αυτά, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ο μουσουλμανικός κόσμος και η διεθνής κοινότητα εν συνόλω θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη μεροληπτική πολιτική της Κίνας απέναντι στους Ουιγούρους. Δυστυχώς, τίθεται εν αμφιβόλω εάν η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου μπορεί να υπερτερήσει σε σχέση με τα οικονομικά συμφέροντα που μοιράζονται οι χώρες. Το γεγονός ότι η Κίνα έχει τεράστια οικονομική δύναμη δεν θα πρέπει να αποτελεί άλλοθι για την πρακτική της, ούτε και για τη στάση των υπόλοιπων χωρών, ακόμα και διεθνών οργανισμών, όπως στην περίπτωση του ΟΗΕ που δεν έχουν ληφθεί μέτρα αντιμετώπισης απέναντι στις παραβιάσεις που διαπράττει.