«Aν υπάρχει κάποιος που μπορεί να τους βρει, είναι τα παιδιά αυτά του Ανθρωποκτονιών». Αυτή είναι η προφητική δήλωση του 33χρονου πιλότου. Πρόκειται για μία από τις κουβέντες, που είχε πει, μία ημέρα μετά τη δολοφονία της συζύγου του σε δημοσιογράφους έξω από το σπίτι του.
Ο καθ’ομολογίαν δράστης παραδέχθηκε τα πάντα στους αξιωματικούς του Ανθρωποκτονιών το απόγευμα της Πέμπτης. Στις εννέα το βράδυ της ίδιας ημέρας η κατάθεσή του είχε ολοκληρωθεί και ο 33χρονος υπέγραψε την ομολογία του. Έξι ώρες αργότερα, όμως, στις τρεις τα ξημερώματα έδωσε μία συμπληρωματική ομολογία, στην οποία περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια πώς προκάλεσε τον ασφυκτικό θάνατο της νεαρής συζύγου του.
«Η Καρολάιν κοιμόταν μπρούμυτα και η δεξιά πλευρά του προσώπου της ακουμπούσε στο μαξιλάρι. Ξάπλωσα δίπλα της προσπαθώντας να της πω ότι αυτό που έκανε στη Λυδία ήταν πάρα πολύ άσχημο. Αυτή δεν ήθελε ούτε να με ακούσει. Μου είπε να φύγω και εγώ και η Λυδία. Τότε λοιπόν, όπως ήταν μπρούμυτα ξαπλωμένη, πήγα από πάνω της, προσπαθώντας να την κάνω να με ακούσει. Αυτή τιναζόταν για να με πετάξει από πάνω της, αλλά όσο αυτή τιναζόταν, τόσο εγώ την πίεζα γιατί το μόνο που ήθελα ήταν να με ακούσει. Ενώ ήμασταν σε αυτή την κατάσταση, εγώ από πάνω της να την πιέζω και αυτή να τινάζεται, το μπροστά μέρος του προσώπου της, δηλαδή το στόμα, η μύτη και τα μάτια της κόλλησαν στο μαξιλάρι. Δεν θυμάμαι αν εκείνη τη στιγμή της πίεσα με τα χέρια μου το κεφάλι, νομίζω όμως ότι με το βάρος του σώματός μου της πίεζα το κεφάλι. Όσο την πίεζα της είπα 2-3 φορές: ”Τη μικρή δεν θα την ξαναχτυπήσεις”. Αυτό όλο πρέπει να κράτησε κάνα πεντάλεπτο, μέχρι που κατάλαβα ότι η Καρολάιν είχε σταματήσει να κουνιέται. Στη συνέχεια μέσα στον πανικό μου, προσπάθησα να την συνεφέρω, είδα όμως πως αυτό ήταν μάταιο».
Αμέσως μετά, όπως ήδη είχε περιγράψει από το απόγευμα, ξεκίνησε τη σκηνοθεσία της ληστείας. Ακόμα και τις βέρες, ένα μενταγιόν και το δαχτυλίδι αρραβώνων τα τοποθέτησε σε μία σακούλα και τα έριξε μέσα στο ντεπόζιτο της μοτοσικλέτας. Λίγες ημέρες αργότερα, αποκάλυψε, τα έβγαλε από την κρυψώνα και τα πέταξε σε κάδο απορριμμάτων κοντά στο σπίτι τους, φορώντας μάλιστα γάντια, για να μην αφήσει αποτυπώματα.