Η εκπαίδευση είναι το ισχυρότερο εργαλείο για την καταπολέμηση της φτώχειας , του κοινωνικού αποκλεισμού και των κοινωνικών ανισοτήτων. Όπως είχε δηλώσει ο Νέλσον Μαντέλα “H εκπαίδευση είναι το πιο ισχυρό μέσο που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να αλλάξεις τον κόσμο».
Το δικαίωμα στην εκπαίδευση πρέπει να είναι καθολικό χωρίς διακρίσεις, ώστε όλοι να έχουν την δυνατότητα διεκδίκησης ενός καλύτερου βιοτικού επιπέδου. Παράλληλα, μέσα από την εκπαίδευση ενισχύεται η ενεργή συμμετοχή όλων στις κοινωνίες τους, ενώ μαθαίνουν να σέβονται και να ζουν σε ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από διαφορετικότητα και πλουραλισμό.
Από το 1960 έχει υιοθετηθεί από την UNESCO η Σύμβαση ενάντια στην διάκριση στην εκπαίδευση, η οποία αναγνωρίζει το δικαίωμα στον καθένα να μετέχει στην εκπαίδευση. Επιπλέον, από το 1966 η πρόσβαση στην εκπαίδευση χαρακτηρίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα με το Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα του ΟΗΕ.
Η διεθνής κοινότητα έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση τόσο για την μείωση του αναλφαβητισμού όσο και για την αύξηση της πρόσβασης στην εκπαίδευση αλλά και την βελτίωση αυτής σε όλες τις χώρες του κόσμου μέσα από τους Στόχους της Χιλιετίας όσο και τους Στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Ειδικότερα για τις φτωχότερες πληθυσμιακές ομάδες, ιδίως όσες ζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες, η πρόσβαση στην εκπαίδευση πρέπει να διευκολυνθεί. Η διατήρηση χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου συντηρεί και ενισχύει την φτώχεια, καθώς δημιουργείται μία αλληλένδετη σχέση και ένας φαύλος κύκλος. Ωστόσο, παρά την προσπάθεια σε διεθνές επίπεδο και την σχετική βελτίωση μεγάλο μέρος του πληθυσμού στις αναπτυσσόμενες χώρες βρίσκεται εκτός αυτής, ειδικά στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια.
Η εκπαίδευση στις αναπτυσσόμενες χώρες μέσα από τους Στόχους της Χιλιετίας
Ένα από τα βασικά αίτια διατήρησης της φτώχειας στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι το μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που δεν μετέχει πλήρως στην εκπαίδευση. Τα υψηλά ποσοστά φτώχειας –στις αναπτυσσόμενες χώρες οι ακραία φτωχοί είναι 767εκ- και οι ανεπαρκείς υποδομές, κυρίως στις αγροτικές περιοχές, δυσχεραίνουν την πρόσβαση ακόμα και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζεται η δυνατότητα των παιδιών να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους και να διεκδικήσουν ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο, διαιωνίζοντας έτσι τον φαύλο κύκλο της φτώχειας.
Η εκπαίδευση αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες σε μία κοινωνία, καθώς συμβάλλει στην ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου και την ευημερία των κατοίκων της εκάστοτε περιοχής. Η βελτίωση της ποιότητας της σχολικής εκπαίδευσης και η πρόσβαση των μαθητών σε αυτή δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της γνωστικής ικανότητας αλλά και άλλων δεξιοτήτων. Μολονότι έχουν γίνει βήματα προόδου, παρατηρείται ακόμα πως υπάρχει κενό ιδίως στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συγκεκριμένα ο Ο.Η.Ε, μέσω των Στόχων της Χιλιετίας και του Στόχου 2 «Επίτευξη Παγκόσμιας Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης» εστίασε περισσότερο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, κατά την περίοδο 2000-2015.
Στο τέλος του 2015, όπου σήμανε και την ολοκλήρωση των Στόχων της Χιλιετίας, το ποσοστό των παιδιών που πήγαινε σχολείο ανήλθε στο 91%, εν αντιθέσει με το 83% στις αρχές του 1990. Ο αριθμός των παιδιών που ήταν εκτός σχολείου το 2000 ήταν 100εκ ενώ το 2015 έχει μειωθεί στα 57εκ, με 149εκ εγγεγραμμένους μαθητές. Προκειμένου να θεωρηθεί ότι έχει επιλυθεί το ζήτημα θα πρέπει το ποσοστό αυτό να φθάσει το 97%. Από αυτό το ποσοστό απέχει αρκετά μόνο η Υποσαχάρια Αφρική, καθώς είναι στο 78%. Επίσης ο αριθμός των παιδιών που δεν είχαν πάει ποτέ σχολείο μειώθηκε αισθητά στην Αιθιοπία από 67% το 2000 στο 28% το 2011 και στην Τανζανία από 47% το 1999 σε 12% το 2010.81
Επιπροσθέτως, τα παιδιά που προέρχονται από φτωχότερα σπίτια είναι 4 φορές πιθανότερο να βρεθούν εκτός σχολείου από ότι όσοι προέρχονται από πιο εύπορα. Συγκεκριμένα το 21,9% των παιδιών από φτωχές οικογένειες είναι εκτός πρωτοβάθμιας παρακολούθησης ενώ το ποσοστό στα πιο εύπορα νοικοκυριά είναι 5,5%.
Όσον αφορά το έτερο ακανθώδες ζήτημα στην εκπαίδευση, το οποίο είναι η μη ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει επιτευχθεί ορισμένη πρόοδος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τους Στόχους της Χιλιετίας, οι έφηβοι ηλικίας 14-16 ετών που έχουν ολοκληρώσει τα χρόνια φοίτησης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκαν από το 70% το 1990 στο 84% το 2015. Το 34% των παιδιών που προέρχονται από φτωχές οικογένειες δεν ολοκληρώνει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση εν συγκρίσει με το 6,5 από πιο εύπορες οικογένειες.
Σε αντίθεση με την θετική εξέλιξη στην πρωτοβάθμια, η συμμετοχή στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι περιορισμένη, με την Υποσαχάρια Αφρική να βρίσκεται στο 36%, καθώς δεν υπάρχουν σχολεία σε κοντινές αποστάσεις, ιδιαίτερα 7/10 που 41 ζουν σε αγροτικές περιοχές δεν συμμετέχουν στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μόλις το 6% των νέων συμμετέχει έναντι με το 26% του παγκόσμιου μέσου όρου. Το συγκεκριμένο γεγονός επιδεινώνει την κατάσταση, καθώς η τριτοβάθμια εκπαίδευση αυξάνει τις πιθανότητες για διεκδίκηση καλής και ποιοτικής εργασίας που συμβάλλει στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
ΟΣτόχος 4 για ποιοτική εκπαίδευση της Βιώσιμης Ανάπτυξης και οι Αναπτυσσόμενες χώρες
Αν και οι Στόχοι της Χιλιετίας είχαν στόχευση στις Αναπτυσσόμενες χώρες, οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης, από το 2015, έχουν καθολικό χαρακτήρα και αφορούν όλο τον πληθυσμό του πλανήτη και κάθε χώρα. Μάλιστα η διαφορά στην προσέγγιση φαίνεται και από τον τίτλο του Στόχου που αφορά την εκπαίδευση και στις 2 περιπτώσεις. Στους Στόχους της Χιλιετίας γίνεται αναφορά κυρίως στην συμμετοχή στην «πρωτοβάθμια εκπαίδευση», ενώ στους Στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης και τον Στόχο 4 το κύριο ζητούμενο είναι η «ποιοτική εκπαίδευση».
Η διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης στην ποιοτική εκπαίδευση μέσα από τους Στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο εργαλείο για την περαιτέρω βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στις αναπτυσσόμενες χώρες με απώτερο στόχο την μείωση των υψηλών ποσοστών φτώχειας. Ωστόσο, παρά τα ελπιδοφόρα αποτελέσματα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στόχος είναι η βελτίωση και στις υπόλοιπες βαθμίδες.
Τα βασικότερα σημεία του Στόχου 4 που αφορά την εκπαίδευση, έχοντας χρονικό ορίζοντα το 2030, είναι η ισότιμη πρόσβαση για όλους τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Παράλληλα δίνεται έμφαση στην διασφάλιση της συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά και στην επαγγελματική και τεχνική κατάρτιση, που όπως προαναφέρθηκε στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι ιδιαιτέρως χαμηλή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε κινείται και η σταδιακή αύξηση των διαθέσιμων υποτροφιών για τους μαθητές των αναπτυσσόμενων χωρών ώστε να εγγραφούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, να συμμετάσχουν σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και άλλα επιστημονικά προγράμματα είτε σε αναπτυγμένες είτε σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες.
Η συντονισμένη προσπάθεια υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε πρέπει να αποτελέσει τον βασικό γνώμονα για την βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η αρχή έγινε με τους Στόχους της Χιλιετίας στις αρχές του 2000, όπου αν και σημειώθηκε πρόοδος ακόμα πρέπει να γίνουν πολλά βήματα. Για να ενισχυθεί η προσπάθεια μείωσης της φτώχειας θα πρέπει πρωτίστως να βελτιωθε άμεσα και σε ηψηλό βαθμό η εκπαίδευση και η συμμετοχή των παιδιών σε αυτή. Από τα 767εκ ακραία φτωχών τα 385εκ περίπου είναι παιδιά και τα 240εκ είναι έως 9 ετών, ενώ το 81% μένει στις αγροτικές περιοχές. Αυτά τα ποσοστά πρέπει να αποτελέσουν το μεγαλύτερο κίνητρο για την βελτίωση της εκπαίδευσης και του βιοτικού επιπέδου σε αυτές τις χώρες ώστε σταδιακά να μειωθεί η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός και να μπορούν όλοι να διεκδικήσουν μία ποιοτική ζωή βασισμένη στην αξιοπρέπεια και στην διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.