Η ανάγκη για Θεό είναι πανανθρώπινη και συναντάται σε όλες τις περιόδους της Ιστορίας. Έχουμε περάσει πια στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και η επιστήμη καλείται σήμερα, όχι να υποτιμήσει τον Θεό αλλά να τον κατανοήσει. Μια τέτοια προσέγγιση συναντά κανείς στο βιβλίο, «Η ψυχοθεραπεία του Θεού» του νευροψυχίατρου, Boris Cyrulnik, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέλευθος.
Το βιβλίο ξεκινά με την εξέλιξη του θρησκευτικού συναισθήματος στον άνθρωπο, που κατά τη γνώμη μου, αξίζει να μεταφέρω. Ο συγγραφέας μας λέει ότι πριν την ηλικία των τριών ετών, τότε που το παιδί είναι στο προλεκτικό στάδιο, είναι αδύνατο να έχει μέσα του την έννοια του Θεού. Αργότερα, αν οι γονείς μιλούν για τον Θεό καθησυχαστικά, το παιδί υιοθετεί αίσθημα ασφάλειας, αν πιστεύουν στον Θεό-τιμωρό, το παιδί αναπτύσσει φόβο. Ο συγγραφέας επισημαίνει πολύ εύστοχα ότι «η γονική ανεκτικότητα, ακυρώνοντας κάθε είδους πλαίσιο, αποπροσανατολίζει». Γι’ αυτό βλέπουμε φανατικά παιδιά να ξεπηδούν από οικογένειες που δεν προσέφεραν αφηγήματα για τη ζωή στα παιδιά, τα οποία παραδέρνουν στο χάος. Αντίθετα, μια πολύ αυταρχική διαπαιδαγώγηση μπορεί να κάνει τα παιδιά να στραφούν σε ομάδες που χαρακτηρίζονται από ανεκτικότητα ή ελευθεριότητα.
Η εφηβεία είναι μια περίοδος κρίσης και αποχωρισμού από τα γονικά πρόσωπα. Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν έντονες ρήξεις και ακραίες θεωρήσεις που μπορεί να οδηγούν σε φανατισμό. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ακόμη κι αν η οικογένεια ήταν σε γενικές γραμμές σωστή, όταν στην κοινωνία δεν λειτουργούν υποστηρικτικά τα πλαίσια των σπουδών, της εργασίας ή άλλοι θεσμοί, όπως ο προσκοπισμός, οι νέοι θα προσπαθήσουν να αυτονομηθούν εισερχόμενοι σε φανατικές σέκτες.
Στην ενήλικη ζωή η πίστη στον Θεό είναι μια μορφή «οδηγιών» για τη σωστή ζωή κι ένας τρόπος να ζει σε μια ομάδα. Στην τρίτη ηλικία ο άνθρωπος δεν έχει μέλλον, αλλά παρελθόν. Όταν προσπαθήσει να δει μπροστά, θα δει τον θάνατο και ίσως τη μετά θάνατον ζωή. Είναι μια περίοδος, όπου μπορεί να υπάρξει επιστροφή στην προσκόλληση στον Θεό που είχε κατά την παιδική του ηλικία.
Ας πάμε τώρα από το άτομο στη θρησκευτική ομάδα. Κάθε θρησκευτική ομάδα έχει δικές της πεποιθήσεις, όταν όμως δεν υπάρχει κοινωνικός ιστός επικρατεί ο νόμος του ισχυρού. Η ομάδα περιχαρακώνεται και προσφέρει ασφάλεια αλλά μερικές φορές κάνει τα άτομα να μισούν, ακόμη και να χαίρονται με τη δυστυχία των ετερόδοξων. Τα παραπάνω χαρακτηρίζονται στο βιβλίο ως μια «συλλογική διαστροφή» και αν ανατρέξουμε στην Ιστορία θα δούμε αμέτρητες τέτοιες συλλογικές διαστροφές να γράφουν τις σελίδες της, όπως η περίοδος της Ιεράς Εξέτασης, οι Σταυροφορίες, οι ιεροί πόλεμοι. Αυτό συμβαίνει, όταν χάνεται η ενσυναίσθηση, η ικανότητά μας δηλαδή να δούμε με σεβασμό και να αισθανθούμε τον Άλλον.
“Πέραν του φανατισμού που χαρακτηρίζει μερικές φορές τη θρησκεία, σε πολλές θρησκείες βασικό ρόλο έχει και η τιμωρία.”
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κεφάλαιο όπου ο Cyrulnik μιλά για τον καθησυχαστικό χαρακτήρα της τιμωρίας λέγοντας ότι η απαγόρευση δομεί. Ο φόβος της τιμωρίας δημιουργεί το αίσθημα της ηθικότητας. Με την τιμωρία έχουμε μια αίσθηση ελέγχου απέναντι στη ζωή. Μπορούμε να τιμωρήσουμε τον υπαίτιο της δυστυχίας μας ή να τιμωρηθούμε για να λυτρωθούμε από το κακό. Επίσης, αγαπάμε τον τιμωρό Θεό γιατί μάς λέει πώς να ντυνόμαστε και τι να κάνουμε «σαν εγχειρίδιο χρήσης». Επίσης, ένα άλλο κοινό στοιχείο των θρησκειών είναι οι περιορισμοί στο σεξ, στο θέμα αυτό αφιερώνεται ένα κεφάλαιο του βιβλίου.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι αναφορές που συνδέουν τη Νευροψυχολογία με διάφορες θρησκευτικές καταστάσεις, για παράδειγμα τα τελετουργικά ή την επεξεργασία ιερών κειμένων. Όπως επίσης και γιατί κάποιες απόλυτες, ψευδείς πεποιθήσεις, όπως ότι «ο Θεός δεν αγαπά τη μουσική» μεταδίδονται σε ολόκληρες ομάδες.
Σύμφωνα με το βιβλίο η θρησκεία ικανοποιεί γνωστικές, συναισθηματικές, σχεσιακές και ηθικές ανάγκες και είναι φορέας κοινωνικοποίησης. Μπορεί να συμβάλει στην ψυχική ανθεκτικότητα. Επίσης, ενισχύει την τάση της μη αμφισβήτησης. Σε μια κουλτούρα με σταθερότητα χωρίς πολλά τραύματα, περιορίζεται η ανάγκη για θρησκεία. Το αίσθημα του ανήκειν ικανοποιείται με πολιτισμικές, αθλητικές, ψυχαγωγικές δράσεις και το άτομο πρέπει μόνο του να αναζητήσει τη βάση της ασφάλειας τού, ώστε να οικοδομήσει αυτοεκτίμηση. Σήμερα, σύμφωνα με τον συγγραφέα παρατηρείται και αθεϊσμός και επάνοδος της θρησκευτικότητας.
Το βιβλίο, «Η ψυχοθεραπεία του Θεού» είναι ένα άρτιο, επιστημονικό βιβλίο που συνδέει τον Θεό με τη θεωρία της προσκόλλησης και δίνει πολλές πληροφορίες για το θέμα των θρησκειών. Επίσης, μιλά για όλες τις πλευρές της ανάγκης του ανθρώπου για τον Θεό χωρίς προκατάληψη, χωρίς να παίρνει θέση. Με τον ίδιο αντικειμενικό τρόπο που εξηγεί πώς η θρησκεία μπορεί να γίνει δολοφονική, αποδέχεται πως μπορεί να είναι ανακουφιστική για το άτομο παραθέτοντας στοιχεία από τη νευροαπεικόνιση του εγκεφάλου. Ο συγγραφέας δεν θέλει να μας πείσει για κάτι, παραθέτει θετικές και αρνητικές πλευρές της θρησκευτικότητας κάνοντας μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα «ανατομία» σε ένα θέμα που απασχολεί πολλούς ανθρώπους αλλά λίγο έχει μελετηθεί στον χώρο της Ψυχολογίας. Γιατί συμβαίνει αυτό;
«Οι άθρησκοι δεν τολμούν να σκεφτούν τον Θεό, ο οποίος δεν τους ενδιαφέρει, ενώ οι ένθεοι σηκώνουν τα λάβαρα του πολέμου για ένα παραστράτημα του λόγου», γράφει ο Cyrulnik. Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που καθιστά σημαντικό αυτό το βιβλίο. Είναι μια πρόταση να δούμε τον Θεό ολιστικά, όχι με όρους άσπρου-μαύρου αλλά με τη διάθεση να ενσωματώσουμε στην οπτική μας τις πολλές πλευρές της θρησκευτικότητας. Με ψυχραιμία και σύνεση και χωρίς φανατισμό. Εν τέλει, με επιστημονικότητα αλλά και με σεβασμό στο μεγάλο μυστήριο που λέγεται ζωή.
Πρώτη δημοσίευση Ψυχογραφήματα