Μια συναυλία κλασικής μουσικής διαφορετική από τις συνηθισμένες καθώς μια ορχήστρα διεθνούς ακτινοβολίας όπως η Royal Philarmonic Concert Orchestra (το «παράρτημα» της RFO που εμφανίζεταιι εκτός Βρετανίας) ήρθε στη χώρα μας για να εκτελέσει ένα πρόγραμμα το οποίο είχε επιλέξει ο καταξιωμένος διεθνώς σολίστ του πιάνου αλλά και συνθέτης και εδώ και λίγα χρόνια επίσης μαέστρος Βασίλης Τσαμπρόπουλος ο οποίος όχι μόνο την διεύθυνε αλλά και ήταν σολίστ στα δύο κυριότερα έργα που παίχτηκαν! Να πω εκ των προτέρων, για τους μη γνωρίζοντες, ότι το να αναλάβει ένας/μία μουσικός αυτούς τους δύο «ρόλους» ταυτόχρονα αποτελεί έναν ηράκλειο άθλο ήδη κατά την διάρκεια της προετοιμασίας μιας συναυλίας. Ο λόγος είναι ότι για να μπορέσει να αποδώσει εξίσου σε αμφοτέρους πρέπει να μάθει prima vista, από μνήμης δηλαδή και χωρίς να την διαβάζει, όχι μόνο την παρτιτούρα του οργάνου του (κάτι που συμβαίνει συχνά, έστω και μόνο λόγω πείρας, στους/στις κορυφαίους σολίστ) αλλά και αυτήν του μαέστρου, ολόκληρης της ορχήστρας δηλαδή, κάτι που πολύ λίγοι/ες αποκλειστικά μαέστροι σκέφτονται ποτέ ακόμα και να το επιχειρήσουν. Για αυτό και μόνον ελάχιστοι/ες και πολύ σπάνια αποτολμούν να συνδυάσουν ταυτόχρονα τις ιδιότητες του διευθυντή ορχήστρας και του εκτελεστή.
Η σύντομης διάρκειας εισαγωγή (ουβερτούρα) «Κοριολανός» του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν προφανώς είναι από τα πλέον κατάλληλα εναρκτήρια έργα μιας συναυλίας. Έργο ελαφρά εκτός του Μπετόβεν-ικού «κανόνα» καθώς οι συνηθισμένοι ορχηστρικοί «όγκοι» του μέγιστου συνθέτη υποχωρούν για να δώσουν την θέση τους σε μια γραφή που «αναπνέει» αρκετά και με έμφαση στην ατμοσφαιρικότητα, στοιχείο που δεν χαρακτήριζε σχεδόν καθόλου τον Μπετόβεν. Αρκετά μυστηριακό αλλά ταυτόχρονα και πολύ ευχάριστο και με μερικές ιδιαιτέρως όμορφες στιγμές και η αρτιότατη εκτέλεση του από την Royal Philarmonic Concert Orchestra υπό την στιβαρή διεύθυνση του Βασίλη Τσαμπρόπουλου έδειξε ότι θα ακολουθούσε μια αληθινά θαυμάσια συναυλία.
Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με την διαπίστωση ότι ο Βόλφανγκ Αμεντέους Μότσαρτ μπορεί να ευτύχησε να γεννηθεί προικισμένος με μια κολοσσιαία μουσική μεγαλοφυΐα αλλά το γεγονός ότι πέθανε σε ηλικία μόλις τριάντα πέντε ετών ανάμεσα στα άλλα τον εμπόδισε – και σε συνδυασμό με τον πυρετώδη ρυθμό με τον οποίο εργαζόταν αλλά και ζούσε από πολύ μικρός – να ωριμάσει συναισθηματικά και ψυχολογικά, σε έναν βαθμό ίσως ακόμα και διανοητικά. Επίσης όλοι οι έγκριτοι μουσικολόγοι συμφωνούν ότι η φόρμα του κοντσέρτου για πιάνο και ορχήστρα δεν ήταν από εκείνες που του ταίριαζαν περισσότερο και για αυτό οι επιδόσεις του σε αυτήν δεν ήταν τόσο υψηλές όσο σε άλλες. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα που ήταν το δεύτερο έργο που παίχτηκε είναι κακό, ο Μότσαρτ δεν έχει γράψει τίποτα που να μπορεί να χαρακτηριστεί έστω και ως ευφυολόγημα έτσι αλλά απλά ότι δεν είναι από τις κορυφώσεις της διαδρομής του.
Ενας βιρτουόζος των πληκτροφόρων οργάνων του επιπέδου του Μότσαρτ ήταν πολύ δύσκολο όταν έγραφε για αυτά να μην είχε στο μυαλό του ότι θα εκτελούσε ο ίδιος και αυτό μάλλον αποτελεί και την κυριότερη εγγενή αδυναμία του συγκεκριμένου έργου. Τα πιανιστικά μέρη απαιτούν φυσικά απίστευτη δεξιοτεχνία – και με την καντέντσα πιθανότατα, όπως το συνήθιζε, να μην είναι γραμμένη αλλά να αφήνεται για να την αυτοσχεδιάσει κάθε φορά - αλλά είναι και πραγματικά πανέμορφα, τυπικό δείγμα του περίτεχνου ροκοκό στιλ στο οποίο εντάσσεται το μεγαλύτερο τμήμα του έργο του ανεξαρτήτως φόρμας. Ομως στο μεγαλύτερο μέρος το σολιστικό όργανο είναι ακριβώς τέτοιο, παίζει δηλαδή μόνο σε διαδοχή με τα σαφώς μετριότερα ορχηστρικά μέρη αλλά και όταν συμπράττει με την ορχήστρα συνδιαλέγεται ελάχιστα μαζί της, αν το μεταφέραμε στη συνθήκη του θεάτρου θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πιάνο πρωταγωνιστεί σε έναν άκρως εντυπωσιακό ρόλο ενώ η ορχήστρα λειτουργεί μάλλον ως ο...χορός. Ο Β. Τσαμπρόπουλος απέδωσε υποδειγματικά το πιανιστικό μέρος, όχι μόνο με όλη την δεξιοτεχνία που απαιτείται αλλά και με το απαραίτητο για την περίπτωση κέφι, συλλαμβάνοντας πλήρως το αρκετά παιγνιώδες κάποιες στιγμές – κάτι το οποίο επίσης συνήθιζε ο Μότσαρτ – ύφος του αλλά όσον αφορά στο υπόλοιπο το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να καθοδήγησε την ορχήστρα όσο καλύτερα ήταν δυνατόν.
Η κορύφωση της συναυλίας ήταν το τρίτο και τελευταίο έργο που παίχτηκε και αποτέλεσε ολόκληρο το δεύτερο μέρος της. Ο Μπετόβεν ήταν φυσικά επαρκέστατος πιανίστας αλλά απείχε πάρα πολύ από την υπερβατική δεξιοτεχνία η οποία είναι δομικό στοιχείο του «φαινομένου Μότσαρτ» και έτσι, όσο και αν αγαπούσε πάρα πολύ το πιάνο, όταν έγραφε για αυτό δεν είχε καθόλου κατά νου το ότι θα έπαιζε ο ίδιος, έστω και αν αυτό συνέβαινε τις περισσότερες φορές. Από την άλλη λάτρευε κυριολεκτικά την ορχήστρα και για αυτό άλλωστε αναδείχθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα σε έναν από τους καλύτερους και πλέον ευφάνταστους ενορχηστρωτές όλων των εποχών. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων δεν μπορεί παρά να συνεπάγεται ότι ήταν μεν ικανότατος σε όλες σχεδόν τις φόρμες της εποχής του αλλά εκείνη του κοντσέρτου για πιάνο και ορχήστρα του ταίριαζε αρκετά περισσότερο από άλλες. Το εν λόγω, σε μι ύφεση μείζονα αν και πιο γνωστό ως «Αυτοκρατορικό», όχι μόνον αναμφίβολα είναι το καλύτερο από όσα συνέθεσε αλλά και ένα από τα σημαντικότερα, υψηλότερης αξίας και ωραιότερα κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα που γράφτηκαν ποτέ.
Η έναρξη του είναι «βαριά» και λεπτομερειακή, πλήρης από την μεγαλοπρέπεια που απαιτεί ένα έργο αφιερωμένο στον τότε αυτοκράτορα της Αυστρίας (ο λόγος άλλωστε για τον οποίο αποκλήθηκε «Αυτοκρατορικό») και αποδόθηκε από την ορχήστρα με όλη την αρμόζουσα προσήλωση και ακρίβεια. Τα πιανιστικά μέρη, σολιστικά κυρίως κατ’ αρχήν, είναι σχετικά απλά στην δομή τους και εξαιρετικά μελωδικά. Πολύ σύντομα όμως το πιάνο αρχίζει να «συνομιλεί» αληθινά με την ορχήστρα, αν χρησιμοποιήσουμε και πάλι την θεατρική μεταφορά σε αυτή την περίπτωση το σολιστικό όργανο είναι ο κορυφαίος του χορού, πρώτος τη τάξει σίγουρα αλλά και μέλος του συνόλου όπως τα υπόλοιπα. Σταδιακά αρχίζει να αναδεικνύεται όλο και περισσότερο το μεγαλείο, γραφής αλλά και ψυχής, το οποίο ήταν το κυριότερο χαρακτηριστικό του μουσικού και ανθρώπου Μπετόβεν και το συγκεκριμένο έργο αποτελεί ένα από τα λαμπρότερα – ανάμεσα στα τόσα σπουδαία – δείγματα του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δομή από ένα σημείο και μετά μετατρέπεται σε αυτό που σε ένα άλλο, πάρα πολύ διαφορετικό μουσικό πλαίσιο θα αποκαλούσαμε call and response. Τα ολοένα και πιο εντυπωσιακά από πλευράς δεξιοτεχνίας αλλά ταυτόχρονα και ουσιωδέστατα και βαθιά όμορφα πιανιστικά θέματα ή μέρη λειτουργούν υπό μια έννοια ως «ερωτήσεις» στις οποίες «απαντά» ή έστω τις «σχολιάζει» η ορχήστρα αντί να περιορίζεται στο να «ακολουθεί» ή, ακόμα περισσότερο, απλά να τα συνοδεύει όπως είθισται.
Στο δεύτερο μέρος όμως το έργο σε μεγάλο βαθμό μεταμορφώνεται και ταυτόχρονα απογειώνεται. Στο εμβατήριο που ήδη έχει γίνει παιάνας της εξουσίας και της δύναμης (οι περισσότερες λατινογενείς γλώσσες έχουν μια κοινή λέξη για τις δύο αυτές έννοιες...) προστίθεται μια ολοένα και πιο ελεγειακή διάθεση. Τα μέρη του πιάνου προοδευτικά καθίστανται πιο σύνθετα, μεταπηδώντας συνεχώς και ακαριαία από την μια διάσταση του έργου στην άλλη και το ίδιο συμβαίνει και σε εκείνα της ορχήστρας με τα πνευστά να υπονομεύουν με σύντομες, μελαγχολικές ή και οξείς και κοφτές, φράσεις την αυστηρή, σχεδόν τελετουργική «δοξολογία». Καθώς πλησιάζει το φινάλε και ταυτόχρονα η κορύφωση οι δύο διαστάσεις ενώνονται σε μία, έχουμε πλέον να κάνουμε με έναν μεγαλειώδη θρήνο – ή μήπως με ένα ιδιότυπο «ρέκβιεμ του μεγαλείου»; - που εκφράζεται με ακόμα ταχύτερες μεταπτώσεις οι οποίες απαιτούν υπέρ του δέοντος ευελιξία και όχι απλά βιρτουοζιτέ από τον/την σολίστ και ενέργεια αλλά και απόλυτη ενάργεια από την ορχήστρα και τόσον αντίστοιχα ο Β. Τσαμπρόπουλος όσο και η RFCO υπό την άριστη διεύθυνση του ανταποκρίθηκαν με το παραπάνω και δικαιολογημένα καταχειροκροτήθηκαν.
Για το encore ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος είχε ετοιμάσει δύο εκπλήξεις, ισάριθμα σολιστικά κομμάτια με την ορχήστρα ακόμα στις θέσεις της αλλά πλέον να παρακολουθεί μόνο μαζί με τους/τις θεατές/ιες. Το πρώτο μάλιστα, μια δική του σύνθεση με ταχύτατα μέρη που εναλλάσσονταν με εξίσου απαιτητικά πιο αργά, ήταν κάτι ως...έκπληξη εντός της έκπληξης καθώς – όπως φαίνεται και από τον τίτλο «Greek Dances» - σε έναν βαθμό αποτίει φόρο τιμής, κυρίως από συνθετικής και λιγότερο από εκτελεστικής πλευράς, στην πιο «ελληνική» περίοδο του μεγάλου Νίκου Σκαλκώτα. Η δεύτερη έκπληξη έγκειται ακριβώς στο ότι ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος δεν είχε δείξει μέχρι τώρα ότι τον ενδιέφερε και πολύ περισσότερο δεν είχε ασχοληθεί ως συνθέτης με την εγχώρια φιλολογία της λόγιας σοβαρής μουσικής. Καμία ανάλογη έκπληξη όμως ως προς το δεύτερο που ήταν ακόμα περισσότερο και πιο ξεκάθαρα φόρος τιμής, ένα σύντομο - με ρίζες στο πρώιμο μπαρόκ κατά τη γνώμη μου - και πανέμορφο κομμάτι από τον κύκλο «Canzions Et Danza» του Ισπανού συνθέτη και πιανίστα Federico Mompu το οποίο το έπαιξε ακριβώς επειδή συνήθιζε να το παίζει ως encore ο Ιταλός Arturo Benedetti Michelangeli, δάσκαλος του και εκ των σημαντικότερων πιανιστών του εικοστού αιώνα.
Μια συναυλία που έδειξε πως πρέπει να παίζεται και να παρουσιάζεται η κλασική μουσική. Τα σπουδαία ή και πολύ μεγάλα έργα της είναι φυσικά αναγκαία προϋπόθεση αλλά δεν αρκούν, εξίσου απαραίτητα είναι μια ορχήστρα υψηλού επιπέδου, ένας/μία επίσης άριστος σολίστ αν τα έργα που παίζονται τον/την περιλαμβάνουν και ένας/μία μαέστρος όχι απλά τέλεια «διαβασμένος/η» ως προς την πατιτούρα αλλά και αληθινά μελετημένος/η μα και εμπνευσμένος/η, εκτός από το να κατέχει άψογα την μορφή των έργων τα οποία διευθύνει να έχει εμβαθύνει στο περιεχόμενο τους, στο τι ήθελαν να εκφράσουν οι δημιουργοί τους. Η συγκεκριμένη περίπτωση ήταν μια από τις μετρημένες στα δάκτυλα στις οποίες οι ιδιότητες του μαέστρου και του σολίστ συνυπήρχαν στον ίδιο μουσικό, ένας λόγος παραπάνω για να δώσουμε συγχαρητήρια τόσο στον ίδιο όσο και στην εξαίρετη ορχήστρα.