Η συνάντηση που δεν έγινε…

Οι καλοπροαίρετοι αγνωστικιστές πέρασαν κάτω από τα ραντάρ της Εκκλησίας, ενώ οι ποιοτικοί πιστοί και θεολόγοι ξέφυγαν από τα ραντάρ των πρώτων.
Open Image Modal
Steven Weinberg via Getty Images

Σήμερα 11 Ιουνίου γιορτάζει ο Άγιος Λουκάς ο Ρώσος, διακεκριμένος χειρούργος, αλλά και θαυματουργός. Από ετών κυκλοφορούν βιβλία με τη ζωή του και τα θαύματα τα οποία έχει πραγματοποιήσει στη χώρα μας.

Εν τω μεταξύ, πρόσφατα επισκέφθηκε την Αθήνα η περίφημη εικόνα ‘Το Άξιον εστί’ από το Άγιον Όρος, την οποία προσκύνησαν εκατοντάδες χιλιάδων πιστών.

Με αφορμή αυτές τις δύο συγκυρίες θα ήθελα στο σημείωμα αυτό να αναφερθώ στο πώς στέκεται ο σύγχρονος νεωτερικός άνθρωπος απέναντι στα θαύματα και γενικά στην θρησκευτική πίστη. Μιλώ για τον άνθρωπο που είναι αγνωστικιστής (και όχι στρατευμένα άθεος) και λειτουργεί με βάση τον ορθό λόγο.

Στη χώρα μας, κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, κυριάρχησε η αθεΐα και λιγότερο ο αγνωστικισμός. Όμως, μετά από την μεταπολίτευση πλεόνασε εκείνο το είδος ορθολογιστή το οποίο δεν ήταν τόσο μαχητικό όσο στο παρελθόν, αλλά δεν έπαυε να εμφορείται από ιδανικά του Διαφωτισμού. Άλλοι εξ αυτών εμπνέονταν από τον Μαρξισμό και άλλοι από την τεχνοκρατία.

Επειδή ανήκω στη γενιά της μεταπολίτευσης, έζησα παράλληλα και την εξέλιξη των νοοτροπιών. Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω έτσι πάμπολλους εκπροσώπους της και να ανταλλάξω μαζί τους απόψεις. Δηλώνω ξεκάθαρα, λοιπόν, ότι ο πληθυσμός των καλοπροαίρετων αγνωστικιστών των τελευταίων δεκαετιών αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα ανθρωπότυπων τα οποία έχει βγάλει η Ελλάδα.

Με άλλα λόγια, διαπίστωσα ότι πρόκειται για μορφωμένο κόσμο, που χαρακτηρίζεται από δημοκρατικά ιδανικά, με ευαισθησίες για τις κοινωνικές ανισότητες, ανθρωπιστές ως προς την ηθική τους. Στην ομάδα αυτή υπερεκπροσωπούνται οι μηχανικοί και οι εργαζόμενοι στην ψυχολογία-ψυχιατρική-ψυχανάλυση. Πολιτικά, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, βρίσκονται στον χώρο της Αριστεράς: παλιά στον ”Ρήγα Φεραίο” και το ΚΚΕ εσωτερικού, σήμερα στο φιλοευρωπαϊκό και συνταγματικό τόξο. Έχουν υψηλή και ευρεία παιδεία και κουλτούρα. Αλλά μην τούς πείτε για Θεό και πίστη, εκεί σκοντάφτουμε.

Θα προσπαθήσω εδώ να σκιαγραφήσω τους κύριους άξονες της δυσκολίας τους, τα πεδία στα οποία αισθάνονται πως η θρησκευτικότητα συγκρούεται με την λογική τους και την κοσμοθεωρία τους. Πρόκειται για σημεία-κλειδιά του σκεπτικού τους, στα οποία θα εκφράζω συνοπτικά τον αντίλογό μου.

 

-Η παραδοχή της ύπαρξης Θεού δεν συμβιβάζεται με τον ορθό λόγο. 

Εδώ έχουμε την πρωταρχική δυσκολία κάθε διαφωτιστή, την αφετηριακή του σύγκρουση. Αν κάτι δεν μπορώ να τό κατανοήσω είναι αδύνατο να συμβαίνει. Ιδιαίτερο δε εμπόδιο αποτελεί η Ανάσταση του Χριστού. Μάλιστα, ορισμένοι θεωρούν πως η πίστη και στη δική μας ανάσταση μάς εμποδίζει να αντιληφθούμε και να αποδεχθούμε ώριμα το οριστικό του θανάτου.

Η θεμελιακή αυτή αντίρρηση, όμως, δεν εξηγεί γιατί τόσοι εξαιρετικοί επιστήμονες ήταν και είναι πιστοί, ορισμένοι δε και κληρικοί. Ο ορθός λόγος είναι πολύτιμος, αλλά δεν επαρκεί για να περικλείσει την συνθετότητα του ανθρώπου, καθώς και την υπαρξιακή του αναζήτηση. Οι αγνωστικιστές πιστεύουν πως οι πιστοί αυτοί, τους οποίους εκτιμούν, σφάλλουν ως προς τα μεταφυσικά, παραδέχονται όμως ότι εμπνέονται σφοδρά από την πίστη τους ως προς την ηθική.

 

-Αν υπήρχε Θεός δεν θα επέτρεπε τόσο κακό και τόσο πόνο στον κόσμο.

Το κακό και ο πόνος αποτελούν σκάνδαλο και για τον πιστό. Κανείς δεν διαθέτει επαρκείς διανοητικές εξηγήσεις για την ανθρώπινη τραγωδία. Άλλος είναι ο χριστιανικός δρόμος: αντί ο Χριστός να απαντήσει στην λογική μας, φεύγει από τη θέση του και περνά στην αντίπερα όχθη. Γίνεται σαν εμάς και πονάει, μέχρι θανάτου (και βασανιστικού). 

Η στάση αυτή εισάγει μια νέα αντίληψη: η απάντηση δεν θα έλθει από τον δρόμο του μυαλού. Το αίνιγμα του κακού και του πόνου λύνεται μέσα από την απόφαση και δράση ενός Θεού, ο οποίος δεν περιορίζεται στην συμπόνια αλλά ταυτίζεται μαζί μας κυριολεκτικά. Ταυτόχρονα ενσωματώνει την ανθρωπότητα επάνω του, μέσω της ενανθρώπησης, έτσι ώστε να τήν βγάλει στο ξέφωτο, στον χώρο της θεότητας και της ελευθερίας.  

 

-Το θαύμα δημιουργεί ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων, αφού γίνεται σε ορισμένους και σε άλλους όχι. 

Στην ένσταση αυτή κυριαρχεί το δημοκρατικό ιδανικό: τι Θεός είναι αυτός ο οποίος επιλέγει σε ποιους θα θαυματουργήσει; Μάλιστα, οι άνθρωποι αυτοί εξεγείρονται όταν κάποιος διηγείται θαύμα διάσωσής του από πχ ομαδικά δυστυχήματα στα οποία άλλοι σκοτώθηκαν.

Η εν λόγω δυσκολία βασίζεται στην υπόρρητη αντίληψη ενός Θεού εξίσου ορθολογιστή, ένα είδος ”ανώτατης μηχανής”, ο οποίος ίσως να γινόταν δεκτός μόνο αν (σύμφωνα με τις σύγχρονες παραστάσεις τους) ενεργούσε ωσεί αυτοματοποιημένος αρχηγός πολιτεύματος το οποίο βασίζεται στη ισότητα. Ελλείπουν δηλαδή α) η έννοια του Θεού ως προσώπου, β) το οποίο έρχεται σε σχέση με τον πιστό, γ) μια σχέση που διαθέτει τα χαρακτηριστικά μυστηρίου αφού δεν είναι ντετερμινιστική. Ο Θεός, για να είναι Θεός, δεν πρέπει να είναι προβλέψιμος.

 

-Η προσευχή και η εκζήτηση βοήθειας εν γένει αντιβαίνουν προς την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και υπονομεύουν την δική του δράση.

Ετούτη η ένσταση, μαζί με την προηγούμενη, εγγίζουν και ένα άλλο εγγενές πρόβλημα του καλοπροαίρετου μεταπολιτευτικού τύπου, την δυσκολία να επενδύσει συναίσθημα στην σχέση με τον Θεό. Επιπλέον εμπνέεται και από έντονη αίσθηση ευθύνης: είναι δική μου δουλειά να τά βγάλω πέρα, δεν επιτρέπεται να καταφεύγω σε κάποιον ισχυρότερο. Το αίτημα για αξιοπρέπεια, τόσο εύλογο και επιθυμητό για τον άνθρωπο, εδώ μετατρέπεται σε εμπόδιο για την πίστη και για την ταπεινότητα.

Επιπλέον, η καταφυγή στη δύναμη του Θεού αντιμετωπίζεται με καχυποψία: πώς είσαι σίγουρος ότι ζητώντας την βοήθειά του δεν δραπετεύεις από όσα σού αναλογούν; Μέσα από αυτή την οπτική ο υπεύθυνος πολίτης (ιδεώδες της διαφωτιστικής πολιτειολογίας) μοιάζει να ξεπέφτει σε αδύναμο ανθρωπάκι που παλινδρομεί ικετευτικά προς τον προνεωτερικό ηγεμόνα. Όχι, οι ώριμοι άνθρωποι οφείλουν να αντέξουν την υπαρξιακή μοναξιά τους έως το τέλος, γι’ αυτό και η εικόνα ενός προσευχόμενου γίνεται απωθητική.

 

Εξαιτίας όλων αυτών οι μορφωμένοι αγνωστικιστές καταλήγουν να μεροληπτούν. Ενώ διαθέτουν κοινωνιολογική, ιστορική, και πολιτική παιδεία, ενώ εμπνέονται από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και τραγωδία, ενώ εντρυφούν στο θέατρο και στον κινηματογράφο, εμφανίζουν απύθμενη άγνοια της χριστιανικής γραμματείας. Οι θεολογικές τους γνώσεις έχουν παραμείνει καθηλωμένες στο επίπεδο των θρησκευτικών του δημοτικού ή του γυμνασίου. Δεν έχουν πάρει είδηση την πλουσιότατη ελληνική θεολογική παραγωγή των τελευταίων δεκαετιών, η οποία μεταφράζεται και σε άλλες γλώσσες. Ούτε έχουν ενημερωθεί για τον διάλογο ο οποίος διεξάγεται, με ιδιαίτερη γονιμότητα, μεταξύ πχ θεολογίας και ψυχανάλυσης ή φιλοσοφίας. Ακόμη, δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν μεταξύ υγιούς και νοσηρής θρησκευτικότητας, γι’ αυτό και συχνά χαρακτηρίζουν κάθε πιστό ”θρησκόληπτο”. 

                                                      *

Παρ’ όλα αυτά θα επαναλάβω την εκτίμησή μου, πως η μερίδα εκείνη της μεταπολίτευσης η οποία εμφορείται από αγνωστικισμό και αυξημένη ηθική συνείδηση, αποτελούσε ένα από τα πιο ελπιδοφόρα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Δυστυχώς έμεινε στην πλειονότητά της αναξιοποίητη.

Πολιτικά υπήρξε σε γενικές γραμμές σεμνή και έμεινε μακριά από την κομματική εξαργύρωση τυχόν αντιστασιακής δράσης. Ηθικά, οι περισσότεροι εκπρόσωποί της υπήρξαν έντιμοι και απέφυγαν την διαφθορά. Ιδεολογικά, αποτελούσαν το πιο στιβαρό ανάχωμα θεσμικής συνείδησης απέναντι στον λαϊκισμό. Υπαρξιακά, ήταν το πιο εκλεκτό κομμάτι της κοινωνίας που θα άξιζε να μπει σε διάλογο με την πίστη.

Καθώς η γενιά αυτή τώρα εβδομηνταρίζει, δεν μπορώ να αποφύγω την επώδυνη σκέψη ότι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Άλλοτε με ευθύνη και των ίδιων, αφού οι αναπαραστάσεις που κουβαλούσαν από το παρελθόν τούς εμπόδισαν να διακρίνουν πως υπάρχει και ένας Χριστιανισμός άξιος του ενδιαφέροντός τους. 

Άλλοτε (και εδώ βάζω την έμφαση) ως παράλειψη της Εκκλησίας, η οποία αποδείχθηκε απρόθυμη, ή και ανίκανη, για διάλογο. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι κληρικοί δεν έμαθαν ποτέ την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων, δεν υποψιάστηκαν πως υπάρχει και ένας τέτοιος τύπος. Έτσι και η Εκκλησία δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από ευεργετικά χαρακτηριστικά αυτού του πληθυσμού: δημοκρατική ευαισθησία, σκέψη χωρίς λογικά άλματα, υπαρξιακό ενδιαφέρον.

Οι καλοπροαίρετοι αγνωστικιστές πέρασαν κάτω από τα ραντάρ της Εκκλησίας, ενώ οι ποιοτικοί πιστοί και θεολόγοι ξέφυγαν από τα ραντάρ των πρώτων. Κατά τη γνώμη μου, η συνάντηση που δεν έγινε θα αποτελεί μια ζημιά για τον νεότερο ελληνισμό. Τουλάχιστον, αν τό αντιληφθούμε, ίσως να αξιοποιήσουμε άλλες αξιόλογες συναντήσεις στο μέλλον.