Η σύνδεση εσωτερικής-εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας και ο απρόβλεπτος Ερντογάν

Η σύνδεση εσωτερικής-εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας και ο απρόβλεπτος Ερντογάν
Open Image Modal
HUSEYIN ALDEMIR / Reuters

Προτού συμπληρωθεί 1 χρόνος από την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την συνταγματική αναθεώρηση της Τουρκίας και την πύρρειο νίκη του Ερντογάν, το βλέμμα είναι στραμμένο στις εκλογές τον Νοέμβρη του 2019. Αυτές φαίνεται να καθορίζουν εν πολλοίς την πολιτική του, ιδίως στις εξωτερικές σχέσεις της γειτονικής χώρας. Έχοντας νωπές τις μνήμες του οριακού ποσοστού στο δημοψήφισμα με 51,23% και έχοντας χάσει τις κομβικές περιοχές, όπως Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα και Ιζμίρ ο Ερντογάν προσπαθεί να προσελκύσει και το εθνικιστικό ακροατήριο της Τουρκίας. Η επέμβαση σε Συρία και στο Αφρίν, η παρεμβατικότητα στο Αιγαίο και στην κυπριακή ΑΟΖ αλλά και η σταδιακή απομάκρυνση από την Δύση συνηγορούν σε αυτή την κατεύθυνση. Ο αναδυόμενος αυταρχισμός στα εσωτερικά ζητήματα της Τουρκίας με την συγκέντρωση όλων των εξουσιών υπό την δικαιοδοσία του διατηρούν το τεταμένο κλίμα, το οποίο μαζί με την ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική, την προβληματική οικονομία και τον ιδιαίτερα απρόβλεπτο χαρακτήρα του Ερντογάν δημιουργούν ένα ασταθές και ευμετάβλητο περιβάλλον.

Η αυταρχική προσέγγιση της εσωτερικής πολιτικής

Από το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2017 και έπειτα ο Ερντογάν έχει αυξήσει την αυταρχική του προσέγγιση στα εσωτερικά ζητήματα της Τουρκίας. Φυλακίσεις δημοσιογράφων, χειραγώγηση ελευθερίας του τύπου, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων είναι μερικές από τις κινήσεις που έχουν σημειωθεί τα τελευταία 2 χρόνια. Αυτή η κατάσταση έχει φέρει την Τουρκία χαμηλά στον δείκτη δημοκρατικότητας, ενώ είναι 81η στον δείκτη διαφθοράς και 150η στην ελευθερία του τύπου, κατατάξεις που τείνουν σε αυταρχικά καθεστώτα και απομακρύνουν την ενταξιακή πορεία της στην Ε.Ε.

Ακόμα και η απομάκρυνση του Αχμέτ Νταβούτογλου από την θέση του Πρωθυπουργού και η εκλογή του λιγότερου δημοφιλούς και περισσότερου πιστού Μπιναλί Γιλντιρίμ έγινε με γνώμονα την επικράτηση Ερντογάν στο εσωτερικό. Αυτό παρατηρήθηκε και από την στάση της Ε.Ε, η οποία είδε με δυσφορία την απομάκρυνση Νταβούτογλου από τον ρόλο του συνομιλητή.

Οι κινήσεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή δείχνουν την αποξένωση της Τουρκίας από την Δύση, γεγονός που αποδεικνύεται και από την επιθετική ρητορική που υιοθετείται. Απώτερος σκοπός είναι η προσέγγιση του εθνικιστικού ακροατηρίου της Τουρκίας, ενόψει των εκλογών του 2019. Προσφάτως ο Ερντογάν ανακοίνωσε την εκλογική συμμαχία με το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP)υπό τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Η συγκεκριμένη κίνηση στοχεύει στην εξασφάλιση του απαιτούμενου ποσοστού για την επανεκλογή του Τούρκου Προέδρου.

Με αφορμή την εν λόγω συμμαχία, έχουν προκληθεί αντιδράσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας καθώς αλλάζει ο εκλογικός νόμος. Πλέον, o νέος νόμος θα επιτρέπει στα κόμματα που σχηματίζουν κυβερνητική συμμαχία με ένα μεγαλύτερο κόμμα να κερδίζουν θέσεις ακόμα και αν βρίσκονται κάτω από το όριο του 10%. Επίσης οι τουρκικές αρχές θα μπορούν να διορίσουν κυβερνητικούς αξιωματούχους για την επίβλεψη της εκλογικής διαδικασίας. Η εν λόγω κίνηση, φαίνεται να προμηνύει και την προσφυγή σε κάλπες νωρίτερα από το αναμενόμενο χρονικό πλαίσιο.

Η αυταρχική προσέγγιση της εσωτερικής πολιτικής από την πλευρά του Τούρκου Προέδρου επηρεάζει και την οικονομική κατάσταση της γείτονος χώρας. Συγκεκριμένα αρχές Μαρτίου ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Moody’s υποβάθμισε την τουρκική οικονομία ως απόρροια της σταδιακής απώλειας θεσμικής ισχύος και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Συνεπώς η πολιτική κατάσταση της Τουρκίας παραμένει ασταθής και ευάλωτη.

Η εξωτερική πολιτική ως μέσο πολιτικής (εσωτερικής) συσπείρωσης

Την συγκεκριμένη χρονική περίοδο η Τουρκία έχει απομακρυνθεί πλήρως από το δόγμα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες». Η επέμβαση στη Συρία και το Αφρίν και η επιθετική στάση της στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτελούν ένδειξη ότι η εξωτερική πολιτική έχει γνώμονα την συσπείρωση του εσωτερικού ακροατηρίου της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν. Η επέμβαση στο Αφρίν εναντίον των Κούρδων και η συνεχιζόμενη πρόκληση έντασης στο Αιγαίο ενισχύουν το εθνικιστικό φρόνημα, των εν δυνάμει ψηφοφόρων του Τούρκου Προέδρου.

Στις 20 Ιανουαρίου η Τουρκία επενέβη στην υπό κουρδική κατοχή περιοχή Αφρίν της Βόρειας Συρίας, με την επέμβαση να ονομάζεται «Κλάδος Ελαιάς». Η επέμβαση έγινε λίγες ημέρες αφότου ο διεθνής συνασπισμός υπό τις Η.Π.Α ανακοίνωσε ότι θα αναπτύξει μία δύναμη 30,000 ανδρών στη συροτουρκική μεθόριο, με την συμμετοχή του YPG. Πλέον η περιοχή βρίσκεται υπό τουρκικό έλεγχο. Όμως, σε πρόσφατη ομιλία του στη Σαμψούντα ο Τούρκος Πρόεδρος συνέχισε την άκρως επιθετική ρητορική για την δημιουργία της μεγάλης Τουρκίας, ενώ συνελήφθησαν φοιτητές που διαφώνησαν με την εισβολή στο Αφρίν. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Τουρκία στη Συρία αντιτίθεται εμμέσως και με τις ΗΠΑ, οι οποίες στηρίζουν τους Κούρδους για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους.

Εκτός από την Συρία, σε κρίσιμη καμπή βρίσκονται και οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Κύπρο. Από τον Ιανουάριο και έπειτα η Τουρκία επιδιώκει την προβολή της ισχύς της στο Αιγαίο είτε μέσω παραβιάσεων είτε με την τουρκική ακταιωρό που διεμβόλισε το περιπολικό ανοικτής θαλάσσης του ελληνικού λιμενικού σώματος τον Ιανουάριο. Παράλληλα ο Ερντογάν διατηρεί άτεγκτη στάση και στο ζήτημα των Ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται στην Τουρκία, μη δείχνοντας για την ώρα διάθεση αποφυλάκισής τους.

Το ίδιο έντονο σκηνικό διατηρεί ο Ερντογάν και με την Κύπρο, όπου παρεμποδίζει την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ. Συγκεκριμένα η Τουρκία μέσω έκδοσης NAVTEX δεσμεύει περιοχές της Αν. Μεσογείου για την παρεμπόδιση των διαδικασιών. Η Τουρκία θέλει να παρεμποδίσει την δημιουργία του East Med, καθώς είναι ενάντια στις βλέψεις της για ηγεμονική παρουσία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Επίσης, με τις παραβιάσεις σε Ελλάδα και Κύπρο η Τουρκία θέλει να δείξει ότι είναι ικανή σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά στη Μέση Ανατολή μπορεί να προκαλέσει αστάθεια σε μία κομβική περιοχή για το ΝΑΤΟ και την σταθερότητα στην Αν. Μεσόγειο.

Η Τουρκία, η Ε.Ε και η Σύνοδος της Βάρνας

Την Δευτέρα 26 Μαρτίου διεξήχθη στη Βάρνα της Βουλγαρίας η ευρω-τουρκική Σύνοδος, όπου παρέστησαν ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ν. Τουσκ, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ.Γιούνκερ και ο Τούρκος Πρόεδρος. Τουρκία και Ε.Ε έχουν αμοιβαία συμφέροντα για την διατήρηση της σχέσης τους, καθώς για την Τουρκία η Ε.Ε είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος, ενώ για την Ε.Ε η Τουρκία αποτελεί τον συνδετικό κρίκο με την Μέση Ανατολή, ενώ φιλοξενεί περίπου 3,5εκ πρόσφυγες στο εσωτερικό της.

Στην Σύνοδο της Βάρνας δεν σημειώθηκε πρόοδος μεταξύ των σχέσεων των 2 μερών, ωστόσο η Τουρκία επικρίθηκε τόσο για την επέμβαση στο Αφρίν, όσο και για την κλιμακούμενη ένταση που επιδιώκει στην περιοχή του Αιγαίου και στην Κύπρο αλλά και για την κράτηση των Ελλήνων στρατιωτικών. Αντίθετα, ο Ερντογάν παρά την σκληρή ρητορική που συνηθίζει να διατηρεί στο εσωτερικό του ακροατήριο, δεν χρησιμοποίησε το ίδιο ύφος λέγοντας πως στο Αφρίν μάχεται και για την ασφάλεια της Ε.Ε, ενώ στο εσωτερικό του τόνιζε ότι «θα πάρουμε ζωές για την μεγάλη Τουρκία». Η διαφορετική ρητορική αναδεικνύει το απρόβλεπτο ύφος της πολιτικής προσωπικότητας του Τούρκου Προέδρου.

Προσεχώς..

Η Τουρκία βιώνει μία ευμετάβλητη κατάσταση τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Ο Ερντογάν δείχνει διατεθειμένος να σκληρύνει την στάση του όσο θα πλησιάζουν οι εκλογές, οι οποίες δεν αποκλείεται να είναι και νωρίτερα λόγω των πολλών διαφορετικών μετώπων που πρέπει να αντιμετωπίσει. Η ισχνή διαφορά από την νίκη του δημοψηφίσματος οδηγεί τον Ερντογάν σε συμμαχία με το εθνικιστικό κόμμα. Η κλιμακούμενη ένταση με Ελλάδα και Κύπρο, η προβολή ισχύος ότι η Τουρκία μπορεί να επεμβαίνει ταυτόχρονα στη Συρία και να προβαίνει σε παραβιάσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο και η απομάκρυνση από την Δύση εν μέρει συμβάλλουν και στην συσπείρωση του εσωτερικού ακροατηρίου προς τον εξωτερικό «εχθρό». H σύνδεση της εσωτερικής πολιτικής με την εξωτερική πολιτική και ο απρόβλεπτος χαρακτήρας του Ερντογάν αποτελούν ένα ιδιαίτερο μείγμα για την διασφάλιση της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, όπου δύσκολα να ξεφύγει από την πλευρά της ρητορείας αναφορικά με την Δύση.