Η συνταγματικότητα των περιορισμών της λατρείας

Αρκεί η απλή δήλωση του κάθε πολίτη, ότι ανήκει σε κάποια θρησκεία, ή απαιτείται η συνειδητή αποδοχή της διδασκαλίας της και της στάσης ζωής, που προβάλει;
|
Open Image Modal
(AP Photo/Petros Giannakouris)
ASSOCIATED PRESS

Τις τελευταίες εβδομάδες έχει αναπτυχθεί έντονη δημόσια αντιπαράθεση απόψεων για το αν είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα οι περιορισμοί, που επιβλήθηκαν στη συμμετοχή των πολιτών στη Θεία Λειτουργία και τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Κάποιοι πιστοί μάλιστα προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζήτησαν την έκδοση Προσωρινής Διαταγής, με την οποία θα διατασσόταν η αναστολή των νομοθετικών μέτρων για τους περιορισμούς αυτούς, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε. Υπάρχουν, επομένως, επιχειρήματα υπέρ της συνταγματικότητας των περιορισμών;

Υποστηρίχθηκε ότι είναι αντισυνταγματικοί οι περιορισμοί, επειδή, κατά το άρθρο 48 του Συντάγματος, σε περίοδο κατάστασης πολιορκίας δεν αναστέλλεται το άρθρο 13, που προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία της λατρείας. Δεν βρισκόμαστε όμως σε κατάσταση πολέμου, δεν έχει κηρυχθεί κατάσταση πολιορκίας, ούτε έχουν ανασταλεί άλλες διατάξεις, που προστατεύουν ατομικές ελευθερίες. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων από την πανδημία του κορωνοϊού εφαρμόζεται το άρθρο 44 του συντάγματος, που προβλέπει την έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, στις οποίες αδιαμφισβήτητα εντάσσεται η πανδημία του κορωνοϊού. Το έννομο αγαθό, που επιδιώκεται να προστατευθεί με τα έκτακτα νομοθετήματα είναι το αγαθό της υγείας, η προστασία του οποίου αποτελεί υποχρέωση του Κράτους κατά το άρθρο 21 § 3 του Συντάγματος.

Ιδιαίτερη συζήτηση γίνεται αναφορικά με τη δυνατότητα της Πολιτείας να θεσπίσει προσωρινά περιορισμούς στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 25 § 1 εδαφ. δ΄ του Συντάγματος, εφόσον οι περιορισμοί προβλέπονται σε νόμο (ΣτΕ 1444/1991 για περιορισμούς στη λατρεία) και στην αντίστοιχη συνταγματική διάταξη υπάρχει επιφύλαξη υπέρ του νόμου και υπό την προϋπόθεση ότι θα τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας. Στο άρθρο 13 §2 του συντάγματος προβλέπεται ότι η ελεύθερη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας τελείται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Φαίνεται λοιπόν ότι υπάρχει επιφύλαξη υπέρ του νόμου και οι περιορισμοί λήφθηκαν με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου και Κοινή Υπουργική Απόφαση, που είναι νόμοι.

Απομένει να διερευνηθεί αν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας.

Διατυπώθηκαν διάφορες προτάσεις, κατά τις οποίες δεν θα έπρεπε να απαγορευθεί τελείως η συμμετοχή των πιστών στη Θεία Λειτουργία και τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, αλλά να επιτρέπεται συμμετοχή μικρού αριθμού πιστών σε κάθε ακολουθία, με τήρηση αποστάσεων, που θα καθορίζεται και θα ελέγχεται από τους ιερείς και τους νεωκόρους, ή και να επιτραπεί η μετάδοση των ακολουθιών από μεγάφωνα στην αυλή των ναών, πάλι με τήρηση αποστάσεων από τους πιστούς, που θα συγκεντρώνονταν. Η αρχή της αναλογικότητας σημαίνει ότι δεν επιλέγεται το δραστικότερο μέτρο πλήρους αποκλεισμού από την άσκηση ενός ατομικού δικαιώματος, αλλά κάποια ελαφρότερα, που ενέχουν μερικότερους περιορισμούς. Πρέπει όμως και τα ελαφρότερα μέτρα να είναι ρεαλιστικά και εφαρμόσιμα, ώστε να αποβαίνουν εξίσου αποτελεσματικά με το δραστικότερο μέτρο, για το σκοπό που επιβάλλονται. Στην περίπτωση που εξετάζουμε φάνηκε ότι δεν θα είναι εύκολος ο έλεγχος από τους ιερείς και τους νεωκόρους, θα δημιουργούνταν προβλήματα και θα έπρεπε ν επέμβουν οι αστυνομικές αρχές, πράγμα που δεν ήταν επιθυμητό ούτε από την Κυβέρνηση, ούτε από την Εκκλησία. Μεταξύ των πιστών εξάλλου θα προκαλούνταν δυσαρέσκειες και παρεξηγήσεις σε βάρος των ιερέων. Απεναντίας, η πλήρης απαγόρευση της συμμετοχής στις ακολουθίες μάλλον προστατευτικά λειτουργεί υπέρ των ιερέων και προφυλάσσει την Εκκλησία της Ελλάδας από του να της αποδοθεί ευθύνη για διασπορά της νόσου. Εκτός αυτού, διασφαλίζει και την ίση μεταχείριση των πολιτών και ιδιαιτέρως των πιστών. Πρέπει συνεπώς να δεχθούμε ότι δεν παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας, γιατί ο σκοπός θέσπισης των περιορισμών μόνο με το δραστικότερο μέτρο της πλήρους απαγόρευσης της συμμετοχής των πιστών στη Θεία Λειτουργία και τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας μπορούσε να εκπληρωθεί.

Επειδή, εξάλλου, στην § 3 του άρθρου 25 του Συντάγματος απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, η εμμονή κάποιων πιστών να συναθροίζονται στους Ιερούς Ναούς παρά τον ενδεχόμενο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, συνιστά μορφή καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματός τους για άσκηση της λατρείας.

Εκτός αυτών, αξίζει να τονισθεί και μία άλλη διάσταση του προβλήματος. Με τον τρόπο, που περιορίσθηκε η λατρεία, η Εκκλησία απέφυγε την πίεση, που θα δεχόταν με βάση τη δημόσια συζήτηση, που προηγήθηκε, του να μεταδίδεται δηλαδή η Θεία Κοινωνία με ατομικά κουταλάκια. Η παραδοχή ότι οι πιστοί μεταλαμβάνουν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και όχι κάτι συμβολικό αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας και αν η Εκκλησία της Ελλάδας αποδεχόταν κάτι διαφορετικό, θα αναιρούσε τον εαυτό της.

Γεννάται όμως ένα άλλο ερώτημα.

Με πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 1749/1750/1751/2019, 660/2018) κρίθηκαν αντίθετα στο Σύνταγμα τα νέα προγράμματα του μαθήματος των θρησκευτικών, με βασικό επιχείρημα ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού ανήκει στην επικρατούσα θρησκεία, που είναι εκείνη της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, κατά το άρθρο 3 § 1 εδαφ. α΄ του Συντάγματος και για τούτο το μάθημα των θρησκευτικών θα πρέπει να σκοπεύει στη διαμόρφωση ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, ενώ όσοι δεν ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία μπορούν να απαλλάσσονται.

Αν αναλογισθούμε όμως την έντονη αμφισβήτηση και το φόβο, που προκλήθηκε από το ενδεχόμενο προσφοράς της Θείας Κοινωνίας από το κοινό ποτήριο και με την κοινή λαβίδα, μπορούμε εύλογα να αναρωτηθούμε αν πράγματι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού ανήκει στην επικρατούσα θρησκεία. Η απάντηση σχετίζεται με το κριτήριο, που θα επιλεγεί. Αρκεί η απλή δήλωση του κάθε πολίτη, ότι ανήκει σε κάποια θρησκεία, ή απαιτείται η συνειδητή αποδοχή της διδασκαλίας της και της στάσης ζωής, που προβάλει;