Η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ: η απαρχή για την περιπέτεια της Δυτικής Θράκης

Σαν σήμερα 100 χρόνια από την υπογραφή της.
Open Image Modal
Γαλλία 1919: Το κάστρο της Μαδρίτης στο Παρίσι όπου υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ.
Harlingue via Getty Images

Στις 27 Νοεμβρίου 1919 υπογραφόταν στο Παρίσι, στο πλαίσιο των εργασιών της ειρηνευτικής Συνδιάσκεψης, η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ, ανάμεσα στις Σύμμαχες και Συνασπισμένες Δυνάμεις και την ηττηθείσα, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Βουλγαρία.

Στη Συνθήκη, αποτυπώθηκαν οι αποφάσεις, που ελήφθησαν κατόπιν συνεχών και μακρών διαβουλεύσεων, που είχαν ξεκινήσει από τον χειμώνα του 1919. Η καθυστέρηση της θεσμοθέτησης της ειρήνης στη συγκεκριμένη περιοχή των Βαλκανίων οφειλόταν, εν πολλοίς, και στις αμερικανικές και ιταλικές παλινωδίες, αλλά και στο γεγονός πως το ενδιαφέρον της Συνδιάσκεψης μονοπωλούσε, σχεδόν, το ζήτημα της σύστασης της Κοινωνίας των Εθνών, αλλά και η ρύθμιση των εκκρεμοτήτων με την θεωρηθείσα ως πρωταίτια του πολέμου, τη Γερμανία.

Open Image Modal
Συνθήκη των Βερσαλλιών, 28 Ιουνίου 1919.Ο ι Σύμμαχοι επέβαλαν στη Γερμανία τους επαχθείς όρους τους. Επάνω αριστερά εικονίζεται και ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Commons wikimedia

Η Ελλάδα συμμετείχε από την αρχή στις διαπραγματεύσεις. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας, είχε υποβάλει από τον Δεκέμβριο το Υπόμνημα, όπου περιέγραφε τις ελληνικές, εδαφικές διεκδικήσεις. Εκπρόσωποι των ηττημένων του πολέμου δεν συμμετείχαν στις συζητήσεις για την αποκατάσταση της ειρήνης.

Το καλοκαίρι, η υπογραφή της γνωστής Συμφωνίας Βενιζέλου-Τιτόνι, της 29ης Ιουλίου 1919 θα συμβάλει στη μεταστροφή της θέσης των Ιταλών, όχι, όμως και των Αμερικανών, οι θέσεις των οποίων οδήγησαν το Ανώτατο Συμβούλιο στην απόφαση να διαχωρίσει τα ζητήματα της Ανατολικής και της Δυτικής Θράκης.

Η τελευταία θα εκχωρείτο από τη Βουλγαρία στους Συμμάχους, στρατεύματα των οποίων, μαζί με ελληνικά, θα καταλάμβαναν τις συγκεκριμένες περιοχές. Το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης θα διευθετείτο ομού με εκείνο της ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στις 2 Σεπτεμβρίου η Κεντρική Επιτροπή Εδαφικών Υποθέσεων υπέβαλε στο Ανώτατο Συμβούλιο σχετική έκθεση, όπου ορίζονταν τα νότια σύνορα της Βουλγαρίας και το ζήτημα της οικονομικής διεξόδου της στο Αιγαίο Πέλαγος θα ρυθμιζόταν από άλλη Επιτροπή, αρμόδια για ανάλογα ζητήματα. Ο Tardieu πρότεινε ελληνικά στρατεύματα να μεταβούν στις περιοχές της Δυτικής Θράκης, που θα αποδίδονταν στην Ελλάδα, δηλ. στην Ξάνθη και την Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή), ενώ τα υπόλοιπα εδαφικά τμήματα θα καταλαμβάνονταν από τις συμμαχικές Δυνάμεις. Στις 17 του μηνός τα βουλγαρικά στρατεύματα αποχωρούσαν από τη Δυτική Θράκη. Δύο μέρες αργότερα, στις 19, συνεδρίαζε στο Παρίσι το Ανώτατο Συμβούλιο και παρέδιδε στη βουλγαρική αντιπροσωπεία έγγραφο, όπου περιλαμβάνονταν οι όροι, που προτείνονταν για την επίτευξη της ειρήνης. Τον Οκτώβριο, κατόπιν εντολής της Συνδιάσκεψης, συμμαχικά στρατεύματα έφθαναν στη Δυτική Θράκη.

Η βουλγαρική αντιπροσωπεία έφτασε στο Παρίσι στις 25 Ιουλίου, αλλά δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, αρκούμενη στην υποβολή υπομνημάτων στη Συνδιάσκεψη, στην προσπάθειά της να αποτρέψει τον εδαφικό ακρωτηριασμό του κράτους, που εκπροσωπούσε προβάλλοντας ως επιχείρημα την υπεροχή του βουλγαρικού στοιχείου έναντι του ελληνικού, αλλά εις μάτην.

Open Image Modal
Οι Βούλγαροι διαμαρτύρονται για τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης του Νεϊγύ
Commons wikimedia

Τον Αύγουστο, διεξήχθησαν στη Βουλγαρία εκλογές, μέσα σ’ ένα κλίμα οικονομικής και κοινωνικής αναστάτωσης, από τις οποίες νικητής εξήλθε το Αγροτικό Κόμμα του Alexander Stamboliiski, που προχώρησε στο σχηματισμό κυβέρνησης με το Λαϊκό Κόμμα, εφόσον δεν είχε συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο Stamboliiski, ο οποίος επανήλθε στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού, εκπροσωπώντας τη χώρα του και στις 4 Νοεμβρίου αντικατέστησε τον Todorov, που αρνείτο να υπογράψει την επαίσχυντη, όπως τη θεωρούσε, Συνθήκη Ειρήνης.

Ο Todorov είχε εκπροσωπήσει την χώρα του στη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1919, στη διάρκεια της οποίας οι όροι της Συνθήκης Ειρήνης είχαν γνωστοποιηθεί στη βουλγαρική αντιπροσωπεία. Ο πρόεδρος Clemenceau, απευθυνόμενος προς τον Todorov, του παρέδωσε τον τόμο, όπου περιλαμβάνονταν οι κατευθυντήριες γραμμές της ειρήνης. Οι Βούλγαροι θα έπρεπε, μέσα σε δέκα πέντε μέρες, να εκθέσουν τις απόψεις τους, εγγράφως, ενώ το Ανώτατο Συμβούλιο, θα μελετούσε το βουλγαρικό υπόμνημα, στο οποίο θα απαντούσε εγγράφως στη βουλγαρική αντιπροσωπεία, προσδιορίζοντας τον ακριβή χρόνο μέσα στον οποίο όφειλε να δώσει μια συνολική και «οριστική» απάντηση. Ο Todorov διάβασε στη συνέχεια το υπόμνημά του, το οποίο είχε συντάξει στη γαλλική. Επέρριψε την ευθύνη για την εμπλοκή της χώρας του στον πόλεμο, στον βασιλιά Φερδινάνδο και στην κυβέρνηση Rodoslovoff· ανέφερε πως κατηγορούν τη χώρα του για «ιμπεριαλιστική πολιτική», όμως οι Βούλγαροι ιθύνοντες δεν επιθυμούσαν παρά την «απελευθέρωση των αδελφών της φυλής τους, που το Συνέδριο του Βερολίνου άφησε υπό την οθωμανική κυριαρχία». Οι διεκδικήσεις τους αφορούσαν περιοχές, οι οποίες είχαν αναγνωριστεί με το φιρμάνι του 1871, από την πρεσβευτική Συνδιάσκεψη (της Κωνσταντινούπολης), του Δεκεμβρίου 1876 και από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878). Διευκρίνισε πως «τα νόμιμα όρια της Βουλγαρίας είναι η ιστορία, η εθνογραφία, οι διεθνείς πράξεις, που τα καθόρισαν μ’ έναν τρόπο αναντίρρητο». Ολοκλήρωσε την ομιλία του, επισημαίνοντας πως το «δίκαιο και η δικαιοσύνη νίκησαν στον πόλεμο», […] «με ένα δημοψήφισμα, […] θα θριαμβεύσουν οριστικώς μέσα στην ειρήνη».

Στο κείμενο, που δόθηκε στη βουλγαρική αντιπροσωπεία, περιγράφονταν λεπτομερώς οι όροι, βάσει των οποίων θα αποκαθίστατο η ειρήνη ανάμεσα στη Βουλγαρία και στους νικητές του πολέμου. Ως προς τη Θράκη, η Βουλγαρία παραιτείτο υπέρ των Συμμάχων και Συνασπισμένων Δυνάμεων από κάθε τίτλο και δικαίωμα επί των εδαφών, που άλλοτε ανήκαν στη Βουλγαρική Μοναρχία και τα οποία, ευρισκόμενα πέραν των καινούργιων βουλγαρικών συνόρων, δεν είχαν ακόμα εκχωρηθεί σε κανένα κράτος. Ακόμα, δεσμευόταν πως θα δεχόταν οποιαδήποτε απόφαση λάμβαναν οι Μεγάλες Δυνάμεις και θα αφορούσε τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, ενώ οι Δυνάμεις, από την πλευρά τους, δεσμεύονταν πως θα εξασφαλίσουν στη Βουλγαρία μια οικονομική διέξοδο, στο Αιγαίο Πέλαγος.

Η κατάσταση για την Ελλάδα δεν προγραφόταν ευοίωνη. Τούτο διαπίστωνε και ο Νικόλαος Πολίτης, όταν, στις 24 Σεπτεμβρίου, πέντε μέρες ύστερα από την προαναφερθείσα συνεδρίαση, έγραφε στον Διομήδη:

«Ο λαός, φαντάζεται, γενικώς, πως έχουμε επιτύχει μεγάλες [επιτυχίες] και ότι οι υποθέσεις μας βρίσκονται σ’ έναν καλό δρόμο προς την επίλυση. Δυστυχώς, η αλήθεια είναι ότι τα ζητήματά μας είναι ακόμα σε εκκρεμότητα και το Θρακικό ζήτημα, στο οποίο είναι επικεντρωμένη η προσοχή όλων των Ελλήνων, συναντά την δηλωθείσα εχθρότητα των ΗΠΑ. Αυτή η αργοπορία έχει δημιουργήσει μια γενική νωθρότητα, η οποία μπορεί να επισκιάσει το πρωταρχικό ενδιαφέρον μας, που βρίσκεται στο Τουρκικό ζήτημα και το οποίο, δυστυχώς, θα είναι το τελευταίο, που θα επιλυθεί».

Πράγματι, η διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών καθυστερούσε. Τα γεγονότα του Μαΐου (η μετάβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, κατόπιν εντολής των Συμμάχων), είχαν δυσαρεστήσει τη διεθνή κοινότητα αλλά και τους Συμμάχους στο Παρίσι. Τρεις μέρες μετά τη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου, ο Βενιζέλος απευθυνόταν στον αρχιστράτηγο, Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, και τον ειδοποιούσε πως ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Συμβουλίου να διατάξει κατάληψη της Δυτικής Θράκης από ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα, πριν από τη συνομολόγηση της ειρήνης με τη Βουλγαρία, θα έπρεπε να φροντίσει για την ηρεμία της περιοχής, δεδομένου ότι «[ε]πανάληψις παρεκτροπών θα εσημείωνεν οριστικόν ναυάγιον όλων των εθνικών μας διεκδικήσεων».

Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν αρκέστηκε στα παραπάνω. Στις 27 Σεπτεμβρίου, οχτώ μέρες αφότου υποβλήθηκαν στη Βουλγαρία οι όροι της Ειρήνης, απευθυνόταν στον Wilson και διευκρίνιζε πως με το μήνυμα, που του είχε διαβιβάσει μέσω του Polk, στις 24 Σεπτεμβρίου, είχαν επιβεβαιωθεί οι φόβοι του πως «η άρνησή του να αποδεχθεί την παραχώρηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα βασιζόταν, κυρίως, αν όχι εξ ολοκλήρου, στην υπόθεση πως το ελληνικό στοιχείο στη Θράκη ‘δεν διαθέτει καθαρή προτεραιότητα’». Υπενθύμιζε στον Αμερικανό πρόεδρο πως στις συζητήσεις, που είχαν διεξαχθεί τον περασμένο Φεβρουάριο στην Επιτροπή των Ελληνικών Υποθέσεων τον είχαν οδηγήσει στο συμπέρασμα πως «το ζήτημα της Θράκης θα ρυθμιζόταν επ’ ωφελεία της Ελλάδας». Ο Wilson, όμως, παρέμεινε αμετάπειστος· μάλιστα, θεωρούσε πως το βόρειο τμήμα της Ανατολικής Θράκης έπρεπε να αποδοθεί στη Βουλγαρία και συγκεκριμένα οι περιοχές της Αδριανούπολης και του Κιρκιλισέ (Kirk-Kilissé).

Open Image Modal
O Stamboliiski υπογράφει τη Συνθήκη

Στις 12 Νοεμβρίου το Ανώτατο Συμβούλιο έλαβε απόφαση, σύμφωνα με την οποία τα ζητήματα, τα αφορώντα στη διοίκηση της Σμύρνης θα εξετάζονταν από την Επιτροπή των Ελληνικών Υποθέσεων, όπου συζητήθηκαν στις 17 και 19 Νοεμβρίου, σε τέσσερις συνεδρίες. Οκτώ μέρες αργότερα, στις 27 Νοεμβρίου 1919, υπογραφόταν, ανάμεσα στη Βουλγαρία και τις Σύμμαχες και Συνασπισμένες Δυνάμεις, η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ (Neuilly-sur-Seine) και την ίδια μέρα υπογράφηκε και η ομώνυμη Σύμβαση Περί Αμοιβαίας και Εθελούσιας Μεταναστεύσεως των Ελληνοβουλγαρικών Μειονοτήτων, μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Το κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, καθώς και η Ρουμανία, υπέγραψαν λίγες μέρες αργότερα. Η Συνθήκη Ειρήνης περιλάμβανε 13 Μέρη, που υποδιαιρούνταν σε 5 Τμήματα και 296 άρθρα. 

Το πρώτο Μέρος ήταν αφιερωμένο στο ιδρυτικό Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, παραπέμποντας στη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών, που είχε υπογραφεί πέντε μήνες νωρίτερα και ήταν προσαρτημένο στην καινούργια Συνθήκη, πρακτική που ίσχυσε για όλες τις Συνθήκες Ειρήνης. Στο Τμήμα III, υπό το όνομα Θράκη, περιλαμβανόταν το μοναδικό άρθρο, το 48. Με αυτό, η Βουλγαρία «παραιτείται υπέρ των Προεχουσών Συμμάχων και Συνησπισμένων Δυνάμεων παντός δικαιώματος και τίτλου αυτής επί των εκείθεν των νέων συνόρων της Βουλγαρίας-ως ταύτα περιγράφονται εν τω άρθρω 27 εδαφ. 3ον του Β΄ Μέρους (Σύνορα της Βουλγαρίας)-κειμένων εδαφών της Θράκης, άτινα ανήκον τη Βουλγαρική Μοναρχία, το γε νυν δ’ έχον δεν αποτελούσιν αντικείμενον εδαφικής παραχωρήσεως». Στο ίδιο άρθρο οι Δυνάμεις αναλάμβαναν την υποχρέωση να «εξασφαλίσωσι την ελευθέραν οικονομικήν διέξοδον της Βουλγαρίας προς το Αιγαίον Πέλαγος. Οι όροι της εξασφαλίσεως ταύτης θέλουσι μεταγενεστέρως καθορισθή».

Το Δ΄ Τμήμα αφορούσε στην προστασία των Μειονοτήτων και σ’ αυτό περιλαμβανόταν το άρθρο 56, § 2, βάσει του οποίου προβλεπόταν η υπογραφή της Ελληνοβουλγαρικής Σύμβασης Περί Αμοιβαίας και Εθελούσιας Μετανάστευσης των εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων, που κατοικούσαν στα δυο κράτη, η οποία, όπως προείπαμε, υπογράφηκε την ίδια μέρα με τη Συνθήκη Ειρήνης. Συγκεκριμένα άρθρα της Συνθήκης Ειρήνης, επέβαλαν στην ηττημένη Βουλγαρία όρους, περιοριστικούς της κυριαρχίας της, αφορώντες στον αφοπλισμό της (είχε δικαίωμα να διατηρεί μισθοφορικό στρατό, η δύναμη του οποίου δεν θα ξεπερνούσε τις 20.000 άνδρες) και στην υποχρέωσή της να καταβάλει επανορθώσεις στους νικητές του πολέμου, ύψους 2.250.000 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων. Η εφαρμογή των συγκεκριμένων διατάξεων από τις βουλγαρικές κυβερνήσεις πόρρω απείχε από τα οριζόμενα στη Συνθήκη, στα χρόνια, που ακολούθησαν.

Open Image Modal
Η επικύρωση της Συνθήκης του Νεϊγύ
This file was provided to Wikimedia Commons by the Bulgarian Archives State Agency (Fonds: 284K "Министерски съвет"Inventory: 2Archival unit: 218Sheet no.: 63

Στην Ελλάδα, η γνωστοποίηση της υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης του Νεϊγύ είχε γίνει δεκτή με ενθουσιασμό από μερίδα του συμπολιτευόμενου Tύπου. Η εφημερίδα «Οι Καιροί» αφιέρωνε ένα σημαντικό, πρωτοσέλιδο άρθρο στο γεγονός και επισήμαινε πως, βάσει αυτής, η Ελλάδα αναγνωριζόταν ως η νικήτρια χώρα και έπρεπε «να διατελή εν επιφυλακή απέναντι της δολίας γείτονος, ήτις παρά τας εντός 10ετίας συνεχείς ήττας αυτής, εξακολουθεί πάντοτε να ελλοχεύη και να διατηρή το αίσθημα της εκδικήσεως». Και όντως, οι σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας γνώρισαν περιόδους οξύτατης έντασης κατά τη μεσοπολεμική περίοδο, σε πολλά επίπεδα.

Είναι πασιφανές, επομένως, πως η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ δεν διευθετούσε τις ελληνοβουλγαρικές εκκρεμότητες κατά τρόπο οριστικό, διότι δεν προέβλεπε την κατακύρωση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα. Συγκρινόμενη με τη Συνθήκη του Λονδίνου, του Μαΐου 1913, η οποία έθετε τέρμα στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο αλλά άφηνε ορθάνοιχτη την πόρτα για το ξέσπασμα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου και με την μη οριστική κατακύρωση των απελευθερωθέντων νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου στην ελληνική επικράτεια και, επομένως, την μη νομική τους κατοχύρωση, το ζήτημα περιπλέχθηκε σε σημείο τέτοιο, ώστε να επιλυθεί, οριστικά ύστερα από δέκα χρόνια. Η οριστική ρύθμιση του ζητήματος της Δυτικής Θράκης επήλθε ύστερα από τέσσερα χρόνια.

Η Συνθήκη του Νεϊγύ εναπέθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις, τις νικήτριες του πολέμου, τη διευθέτηση του συγκεκριμένου θέματος. Η μεσολάβηση του ελληνοτουρκικού πολέμου, του 1919-1922, ακύρωσε τη Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών, στην οποία είχε περιληφθεί η Συνθήκη Περί Θράκης, που όμως, εντάχθηκε στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, ως αναπόσπαστο τμήμα της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η περιοχή της Δυτικής Θράκης ενσωματώθηκε στον κορμό του ελληνικού κράτους, οριστικώς και αμετακλήτως.

Open Image Modal
Ελληνοτουρκικός Πόλεμος
Wikimedia Commons

Ωστόσο, η αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί της Δυτικής Θράκης, είχε χρειαστεί να επιβεβαιωθεί και κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών διαβουλεύσεων στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης. Κατά τις πρώτες μέρες των συνομιλιών, στις 9/22 Νοεμβρίου, ο Τούρκος αντιπρόσωπος, Ismet Pasha, με αφορμή τη συζήτηση για την Ανατολική Θράκη, πρότεινε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για τη Δυτική. Όμως, η αντίδραση του Έλληνα αντιπροσώπου, του Ελευθερίου Βενιζέλου, ήταν άμεση. Τόνισε πως

«Η τύχη αυτής της περιοχής ρυθμίστηκε από μια συνθήκη, η οποία είναι απολύτως ανεξάρτητη από τη συνθήκη των Σεβρών». Έργο της Συνδιάσκεψης ήταν η αναθεώρηση της εν λόγω Συνθήκης και όχι να επανασυζητήσει άλλες συνθήκες, οι οποίες «έχουν υπογραφεί, έχουν επικυρωθεί από τους Συμμάχους και εφαρμόζονται». Η Συνθήκη του Νεϊγύ προβλέπει τα σχετικά με την εν λόγω περιοχή και η Τουρκία δεν έχει καμία σχέση με τη Συνθήκη, δοθέντος ότι και πριν από τον πόλεμο η Δυτική Θράκη δεν της ανήκε, την είχε εκχωρήσει στη Βουλγαρία, κατόπιν διαπραγματεύσεων, και την είχε εγκαταλείψει «αυτοβούλως».

 

Open Image Modal
Ελευθέριος Βενιζέλος
Wikimedia Commons

 

Το 1919, ο Βενιζέλος, επιστρέφοντας στην Ελλάδα από το ταξίδι του στο Παρίσι, μετέβη στην πλατεία Συντάγματος και απευθυνόμενος προς το πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί, εξηγούσε πως η μόλις υπογραφείσα διεθνής πράξη συνιστούσε έναν «από τους ιστορικωτέρους σταθμούς της εθνικής μας ιστορίας». Υπενθύμιζε, δε, πως τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου την είχε χαρακτηρίσει ως τον «Καταστατικόν Χάρτην της Βαλκανικής Χερσονήσου». Όμως, σε συνέντευξή του, που αναδημοσιευόταν από την εφημερίδα Μακεδονία, της 19ης Νοεμβρίου, δήλωνε: «Η Ελλάς, […] είνε ίσως η μόνη χώρα, της οποίας ουδέν εθνικόν ζήτημα ελύθη οριστικώς, αλλ’ όμως βεβαιώ ότι είμαι ικανοποιημένος εκ των λύσεων, ας έχει υπόψει της η Συνδιάσκεψις. Εις Παρισίους θα επανέλθω ευθύς ως έλθη και αύθις επί του τάπητος το τουρκικόν πρόβλημα». Τα λεγόμενά του αντικατόπτριζαν και το περιεχόμενο της Συνθήκης, που μόλις είχε υπογράψει και προδιέγραφαν τις διαψευσθείσες ελπίδες, όπως αποδείχθηκε, στην εξελικτική πορεία της ιστορίας, για την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας σ’ ένα τμήμα της Μικράς Ασίας.