Το 5ο Φεστιβάλ Ρεμπέτικου «Η Σύρα του Μάρκου Βαμβακάρη» ετοιμάζεται να υποδεχτεί τους φίλους της λαϊκής μουσικής μας παράδοσης στο νησί της Σύρου από τις 25 έως τις 28 Αυγούστου.
Το φεστιβάλ που αποτελεί πλέον θεσμό για τα πολιτιστικά δρώμενα του νησιού θα λάβει φέτος χώρα σε τέσσερα διαφορετικά σημεία του νησιού ακολουθώντας τις οδηγίες και τα πρωτόκολλα για την προστασία από την Covid-19.
Στην έπαυλη Τσιροπινά στην Ποσειδωνία ο Πέτρος Κουλουμής από την Κύπρο και οι συνεργάτες του θα ανοίξουν το τετραήμερο των εκδηλώσεων ερμηνεύοντας τραγούδια μερικών από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της «Σμυρνέικης Σχολής», όπως ο Παναγιώτης Τούντας, ο Δημήτρης Σέμσης (Σαλονικιός), ο Γιάννης Δραγάτσης, κ.ά.
Οι Δέσποινα Ψαθά - Βαγγέλης Πετρινιώτης και οι Γιαρέμ θα μας μυήσουν στο ρεμπέτικο της περιόδου 1920-1950, στο παλιό βυρσοδεψείο της Ερμούπολης, το κτήριο Κορνηλάκη, τη δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ.
Την τρίτη ημέρα οι Σερσέ λα Φαμ, το μουσικό σχήμα από τη Θεσσαλονίκη με ρεπερτόριο που βασίζεται στο ρεμπέτικο και σμυρνέικο τραγούδι, και ο Στέλιος Γαλανός, μια καθαρά λαϊκή φωνή με αναγνωρίσιμη ερμηνευτική έκφραση, θα δώσουν με την παρουσία τους έναν αέρα δροσιάς και αισιοδοξίας στη φετινή διοργάνωση στο Ενυδρείο στο Κίνι.
Η αυλαία θα κλείσει με μια γνήσια λαϊκή βραδιά στον εμβληματικό χώρο του Ταρσανά της Σύρου με τη σύμπραξη των Γιάννη Παπαβασιλείου, Γιάννη Νιάρχου και Σεμέλης Παπαβασιλείου.
Στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων που διεξάγονται κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ, φέτος θα πραγματοποιηθεί μια ξεχωριστή διάλεξη-σεμινάριο με θέμα «Δρόμος - Ήχος - Μακάμ στο Ρεμπέτικο, σχέσεις και διαφορές», από τον Κυριάκο Γκουβέντα, με ζωντανή παρουσίαση παραδειγμάτων από τραγούδια του ρεμπέτικου.
Ο «πατριάρχης» του Ρεμπέτικου
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Απάνω Χώρας της Σύρου. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα, ενώ από μικρή ηλικία ο μικρός Μάρκος συνόδευε τον τελευταίο παίζοντας τουμπί σε διάφορα πανηγύρια.
Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, ο Μάρκος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία κ.ά. Το 1917 σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη Σύρο, και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του.
Εκεί έμαθε μπουζούκι και άρχισε να γράφει τραγούδια, εντυπωσιάζοντας με την ικανότητα και το ευρηματικό του παίξιμο, αλλά και την καταπληκτική στιχογραφία του. Καθιέρωσε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε την προηγούμενη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών.
Έκανε γνωστό το είδος του ρεμπέτικου με τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισαν τα δισκογραφημένα του τραγούδια, σε μια εποχή που το “ρεμπέτικο” είναι τρόπος και στάση ζωής, παλεύοντας ανάμεσα στις παλιές αξίες και στην προσπάθεια για διαμόρφωση μιας νέας ελληνοπρεπούς ταυτότητας, που και αυτή παραπατά μεταξύ ευρωπαϊκού προσανατολισμού και ελληνορθόδοξου χαρακτήρα.
«Ο Μάρκος, είναι ελληνοπρεπέστατος και καλός. Αγαπάει τα ζώα και τα πουλιά. Αγαπάει και τα καλά και τα κακά κορίτσια. Και τους μερακλήδες παραλήδες αλλά και τους απόκληρους αυτής της ζωής. Είναι απλός και απέριττος. Είναι παλιός σαν την Ακρόπολη. Έχει εκείνη τη μυρωδιά των αιώνων και του αληθινού. Έρχεται από την αρχαία Ελλάδα και γίνεται μπουζουξής στον Πειραιά. Σαν τον φιλόδοξο Φερεκύδη που είχε τη σπηλιά του εδώ στη Σύρο, ή σαν ασκητής, έτσι κι ο Μάρκος μας λέει: “...θα πάω να εύρω μια σπηλιά με πέτρες και με χώμα, εκεί ν′ αφήσω κόκκαλα, ζωή, ψυχή και σώμα”. Και για το φεγγάρι τι μας λέει: “...χιλιάδες χρόνια στα ψηλά, συντρόφους έχεις τ′ άστρα, απόφευγέ τηνε τη γη, γιατί είναι ξελογιάστρα”.»
Η μουσική του πορεία χαρακτηρίζεται από δύο περιόδους, προπολεμική και μεταπολεμική. Στη δεύτερη περίοδο, τα χρόνια από το 1948 έως το 1960, ο Μάρκος βρίσκεται στην αφάνεια και στη φτώχεια, περνώντας δύσκολες ώρες. Μετά από μια μακρά περίοδο απαξίωσης αυτού του διαμαντιού στο βωμό της μοντερνοποίησης του αγνού λαϊκού τραγουδιού και της επικράτησης ινδόφερτων μουσικών, έρχεται η καταξίωσή του μέσω των επανεκτελέσεων παλαιότερων τραγουδιών του, από τον μέγιστο Γρηγόρη Μπιθικώτση, καθώς και τις ηχογραφήσεις νέων τραγουδιών του.
Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, σε ηλικία 66 ετών, ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στην ιστορία, αφήνοντας μια τεράστια παρακαταθήκη.
Η είσοδος σε όλες τις εκδηλώσεις είναι ελεύθερη.