Όπως μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου, έτσι και η Σιγκαπούρη αγωνίζεται για να μπορέσει να θρέψει έναν αυξανόμενο πληθυσμό έχοντας περιορισμένους φυσικούς πόρους. Για να το πετύχει αυτό, καθώς δεν έχει σχεδόν καθόλου καλλιεργίσιμη γη, επενδύει σε νέες τεχνολογίες τροφίμων που μπορεί κάποτε να μας βοηθήσουν να τραφούμε όλοι.
Συγκεκριμένα, το 2019 η Σιγκαπούρη εγκαινίασε ένα πρόγραμμα με την ονομασία 30 μέχρι το 30, το οποίο έχει σχεδιαστεί για να ωθήσει τη χώρα να παράγει το 30% των τροφίμων της μέχρι το 2030, ενώ εξακολουθεί να χρησιμοποιεί λιγότερο από το 1% της γης της για τη γεωργία.
Πώς να μην λιμοκτονήσει ο πλανήτης
Στη Σιγκαπούρη υπάρχουν φάρμες στις στέγες που παράγουν χόρτα όπως λάχανο, μαρούλι και βότανα . Αυτές χρησιμοποιούν ένα σύστημα που βασίζεται σε πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά νερό αντί για χώμα, το οποίο τροφοδοτείται από ηλιακούς συλλέκτες. Οι γαρίδες καλλιεργούνται σε αποθήκες. Η μεγαλύτερη φάρμα παραγωγής αυγών της εταιρείας χρησιμοποιεί αυτοματοποιημένα μηχανήματα για να ταΐζει τα κοτόπουλα και για να ταξινομεί, να σαρώνει και να ελέγχει κάθε αυγό.
Οι ερευνητές εργάζονται για να αναπτύξουν ποικιλίες φυτών που μπορούν να ευδοκιμήσουν σε ακραία, μη-φυσικά περιβάλλοντα - και τρόπους για την ανάπτυξη αστακού στο εργαστήριο, από κύτταρα.
Τα προβλήματα του εγχειρήματος
Αλλά παρ′ όλη την κυβερνητική υποστήριξη των επιχειρηματιών της χώρας και την αστραφτερή νέα τεχνολογία, η χώρα μαθαίνει επίσης ότι αυτού του είδους ο μετασχηματισμός δεν είναι τόσο εύκολος.
Οι καταναλωτές μπορεί να είναι απρόθυμοι να αλλάξουν συνήθειες και οι παραγωγοί δυσκολεύονται να βγάλουν κέρδος επειδή το κόστος είναι υψηλό. Δεν είναι καθόλου σαφές ότι η Σιγκαπούρη θα επιτύχει τον στόχο του 30% μέχρι το 2030. Αλλά στην πορεία του το εγχείρημα μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο -μέσα από επιτυχίες και αποτυχίες- να μάθει πώς μπορεί να μειωθεί η ποσότητα της γης που απαιτείται για την παραγωγή των αγαπημένων μας πιάτων.