Είναι δύσκολο να μην νιώθεις μέρος ενός σημαντικού, συλλογικού γεγονότος, που υπερ-προβάλλεται, άλλωστε, πουλώντας το σωστό στον πυρήνα του αφήγημα ότι ο αθλητισμός, η λέξη που βγαίνει από τον ‘άθλο’ και που μαζί με το Θέατρο και την Δημοκρατία γέννησαν την έννοια του ‘πολίτη’, είναι προσομοίωση της ίδιας της ζωής, και της νοοτροπίας που πρέπει να την συνέχει. Αλλά ενώ τις πρώτες ημέρες, η σχετική με τους Ολυμπιακούς αγώνες συζήτηση, έμφορτη με θετικές ή αρνητικές προκαταλήψεις, κλισέ αλλά και ρηξικέλευθες οπτικές, επικεντρώθηκε στο ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη τελετή έναρξης, ή στην ιντερσεξ αθλήτρια, η σκοτεινή πλευρά των Ολυμπιακών αγώνων έμεινε στο απυρόβλητο. Με αφορμή, την διεξαγωγή τους στο Παρίσι, όμως, αξίζει να θυμίσουμε πως πίσω από τις λαμπερές, επιτυχημένες ή όχι, τελετές, αφού απονεμηθούν τα μετάλλια και σβήσουν τα πυροτεχνήματα, είναι οι κάτοικοι των πόλεων, ιδίως οι λιγότερο ‘ευνοημένοι’ που μένουν να αντιμετωπίσουν τα αποτελέσματα.
Αγαπώ αλήθεια τα αθλήματα και μου αρέσει να βλέπω τους αγώνες. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν απαίσιες, σκοτεινές πλευρές. Την ίδια στιγμή προσέφεραν στιγμές απόλυτου μεγαλείου ατόμων που πέρα από νίκες και ήττες, φύλα ηλικίες και φυλές, πήραν ακόμη και την ιστορία στους ώμους συντρίβοντας ή έστω γραφικοποιώντας κρατικές προπαγάνδες, ρητορικά αφηγήματα ενός ιεραρχημένου και στείρου ανταγωνισμού, και χοντρά οικονομικά στοιχήματα. Αλλά οι Ολυμπιακοί Αγώνες όπως και κάθε μεγάλη αθλητική διοργάνωση έχουν κατά κόρον χρησιμοποιηθεί για σκοπούς προπαγάνδας κάθε είδους καθεστώτων, ακόμη και των πιο αυταρχικών, με κορυφαίο παράδειγμα την Ολυμπιάδα του Βερολίνου στα 1936, όπως πια και όσο ποτέ πριν εταιρειών. Αλλά έχουν γίνει και αφορμή για αναγκαστικές εκτοπίσεις κατοίκων, για βάναυσες και μαζικές θανατώσεις ζώων, για τεράστιες υπερβάσεις κόστους που επιβάρυναν τους πολίτες, για επεμβάσεις στο περιβάλλον που δεν είχαν κανένα θετικό αποτύπωμα.
Τα νεότερα χρόνια, για να ασχοληθούμε μόνο με αυτά λόγω χώρου, το ρεύμα της αστικής αναγέννησης όπως έχει ονομαστεί η προσπάθεια να ‘ακμάσουν’ περιοχές του αστικού ιστού που παρακμάζουν συνδέεται όχι με δομικές αλλαγές που θα προσέφεραν ευκαιρίες στους μη ευνοημένους ανθρώπους και στα μη ευνοημένα πλάσματα αλλά με εξαφάνιση τους από το προσκήνιο ώστε ο ‘καλλωπισμός’ να μην μεταβάλλει επ’ ουδενί την κοινωνική ιεραρχία και τα στεγανά της. Πχ πολλοί κάτοικοι της Ατλάντα θυμούνται ακόμη το Techwood, και το γειτονικό Clark (σύμπλεγμα Howell) που στέγαζαν απόκληρους. Κι όμως όλο το σύμπλεγμα Howell καταστράφηκε για να ανοίξει ο δρόμος γιαΟλυμπιακές εγκαταστάσεις. Έτσι η Ατλάντα μετέφερε αρχικά 6.000 κατοίκους που ζούσαν στις δημόσιες (κάτι σαν εργατικές) κατοικίες πριν από τους Αγώνες, ενώ, έπειτα, ακολούθησε γρήγορο gentrification, εκτοπίζοντας άλλα 24.000 άτομα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κέντρου για τα Δικαιώματα Στέγασης και τις Εξώσεις της Τζώρτζια. Θα μου πείτε, και σωστά, ότι εκεί τουλάχιστον έμειναν υποδομές που άλλαξαν περιοχές, ενώ στην Ελλάδα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, τα χρήματα της υπερ-σπατάλης που γονάτισαν όσο ποτέ τα δημόσια ταμεία συμβάλλοντας εμβληματικά στα Μνημόνια, μπήκαν σε τσέπες ενώ τα έργα ρήμαξαν μετά.
Το μοτίβο επαναλήφθηκε και στη Βραζιλία, η οποία, αφού φιλοξένησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, φιλοξένησε μόλις 2 χρόνια μετά και τους Ολυμπιακούς. Και στις δύο περιπτώσεις μπορούσαμε να δούμε από τις οθόνες μας τα ‘λαμπρά στάδια’ και τους γεμάτους ένταση αγώνες, αλλά αυτό που δεν μπορούσαμε να δούμε ήταν τα έντονα επίπεδα ανισότητας που έπληξαν ακόμη περισσότερο τη χώρα υποδοχής. Η χώρα, αν και κατατάχθηκε 12η παγκοσμίως στην κοινωνική ανισότητα εκείνη την χρονιά, η κυβέρνηση κατάφερε να βρει 14 δισεκατομμύρια δολάρια αρχικά για να φιλοξενήσει τους ποδοσφαιρικούς αγώνες, κι αμέσως μετά πολλαπλάσια για τους Ολυμπιακούς, χρήματα που θα μπορούσαν να δαπανηθούν για να ωφεληθούν οι φτωχοί και εργαζόμενοι Βραζιλιάνοι. Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, περισσότεροι από 250.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν είτε άμεσα είτε έμμεσα να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους — συχνά βίαια, αφού η καταστολή υπήρξε άγρια και αδιαπραγμάτευτη, κι αυτό μόνο στην 1 φάση του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ακολούθησε ακόμη περισσότερη βία πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Περίπου 70.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων και σχεδόν χίλιοι φτωχοί άνθρωποι - κυρίως μαύροι άνδρες - σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια προσπαθειών «ειρήνευσης» για να ‘καθαριστεί η εικόνα της πόλης’ μεταξύ του 2015 και του καλοκαιριού του 2016. Μοτίβο που επαναλήφθηκε και στο Κατάρ, σε σχέση με τους εργαζόμενους πρόσφυγες και μετανάστες, κι έφτασε -μαζί με του Πεκίνου για τους ντόπιους εργάτες-, ίσως στην κορύφωση του.
Μοιάζει τρομακτικό αλλά αυτά τα παραδείγματα υπογραμμίζουν μόνο μια μικρή εικόνα της κρυμμένης αγριότητας που επιφέρουν αυτά τα παιχνίδια στις πόλεις που φιλοξενούν. Και όσο πιο ανελεύθερο το καθεστώς τόσο εντονότερη, φυσικά, είναι. Σύμφωνα με μια έκθεση του 2008, οι έξι Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες που διεξήχθησαν μεταξύ των Αγώνων της Σεούλ του 1988 και των Αγώνων του Πεκίνου του 2008 έδιωξαν βίαια ή με άλλο τρόπο εκτόπισαν περισσότερους από δύο (2) εκατομμύρια !!! ανθρώπους ενώ επέφεραν χιλιάδες χαμένες ζωές.
Ακόμη και στην ‘δημοκρατική’ Γαλλία και παρόλο που οι διοργανωτές του Παρισιού έχουν, σε κάποιο βαθμό, κρατήσει χαμηλά το κόστος βασιζόμενοι στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις, εκτιμάται ότι περίπου 12.500, κυρίως άστεγοι και μετανάστες, έχουν εκτοπιστεί βίαια για τους αγώνες (οι ερευνητές εκτιμούν ότι αναγκάστηκαν να φύγουν) και οι όποιες υπερβάσεις κόστους, ακόμη και αν είναι μικρότερες από πολλούς προηγούμενους Ολυμπιακούς Αγώνες, θα επιβαρύνουν οριζόντια τους φορολογούμενους. Η σκοτεινή κληρονομιά των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων δεν σταματά, όπως επισημάναμε, στους εκτοπισμούς. Τα νεκρά αδέσποτα στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες στο Σότσι της Ρωσίας το 2014, είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου σε μια αλυσίδα διαβόητης κτηνωδίας. Μπορεί στο Σότσι, όπου ο Δήμος της πόλης -όχι δίχως κυβερνητική άδεια και προτροπή- ανέθεσε σε μια ιδιωτική εταιρεία να εξοντώσει τα χιλιάδες αδέσποτα που ζούσαν στο Σότσι πριν το 2014, πριν αρχίσουν οι αγώνες, αλλά συνέβη δίχως εξαίρεση σχεδόν σε όλες τις πόλεις, ΄ώστε να ‘αποκαθαρθεί’ η περιοχή ενόψει τουριστικού ρεύματος και για λόγους προπαγάνδας. Ένας πλαστικός τουρισμός ψεύτικων εικόνων, προορισμένος να εφησυχάζει όσους μπορούν να ξοδέψουν αποκόβοντας τους τόσο βολικά από τις πίσω πλευρές και τα ρημαγμένα πλάσματα του πλανήτη, δεν θα μπορούσε να πάρει υπόψην του στην ζέση για εξόντωση τους ότι για πολλά πολλά χρόνια τα αδέσποτα ήταν μέρος του οικοσυστήματος της πόλης, συνδεδεμένα μάλιστα κυρίως με άλλους ‘αναξιοβίωτους’ , ’όπως οι μετανάστες εργάτες που τα φρόντιζαν, τα τάιζαν και τα χρησιμοποιούσαν σαν φύλακες ή συντρόφους, με την παγκόσμια κοινή γνώμη να ξεσηκώνεται εναντίον της ασύλληπτης κτηνωδίας.
Αλλά αυτός ο αποκαθαρμένος αθλητικός τουρισμός που καμώνεται το απολιτικ παρα τις συντριπτικά πολιτικές του αποφάσεις και χρησιμοποιεί χειριστικά αφηγήματά περί δημόσιας υγείας εναντίον πληθυσμών ανθρώπων και ζώων, την ίδια ώρα που δεν πιέζει για αληθινές δομές υγείας σε περίοδο άκρατου νεοφιλελευθερισμού, αντιμετωπίζει τους άλλους και τα άλλα ως ιό και όχι τη νοοτροπία του. Έτσι, υπάρχουν μέτρα «δημόσιας υγείας» που εμποδίζουν την κανονική ανθρώπινη αλληλεπίδραση μεταξύ αθλητών, μελών των μέσων ενημέρωσης και κατοίκων της πόλης υποδοχής, προτεραιοποιώντας τους επώνυμους και όχι τους μόνιμους κατοίκους που στηρίζουν πριν και μετα την πόλη σε κάθε περίπτωση επείγοντος, αφού τα ΕΣΥ είναι πια αποψιλωμένα και οι επιλογές θεωρούνται θέσφατο, φυσιολογικοποιώντας μια απαράδεκτη νοοτροπία. Τέτοια μέτρα όμως καταστρέφουν το νόημα συνύπαρξης των Αγώνων μεταξύ όχι μόνο αθλητών από όλες τις φυλές του κόσμου αλλά και με τις τοπικές κοινωνίες. Εάν οι Αγώνες πρόκειται να διεξαχθούν σε μια αποκομμένη «φούσκα», αυτό μπορεί να γίνει σχεδόν οπουδήποτε και όχι σε μια πόλη ή χώρα υποδοχής που πληρώνει κατά τα άλλα το τίμημα. Αλλά αν μια πόλη θεωρείται γεμάτη ασθένειες για να επιτρέψει την κανονική ανθρώπινη αλληλεπίδραση, τότε είναι επίσης πολύ επιβαρυμένη με ασθένειες για να φιλοξενήσει τους Αγώνες. Αυτήν την συζήτηση αποφεύγουν οι μεγάλοι σπόνσορες που θα έπρεπε να πληρώνουν, στον βαθμό που αλήθεια τους αναλογεί, για έκτακτες δομές και υπηρεσίες υγείας, συμβάλλοντας σε πρόσκαιρες έστω θέσεις εργασίες από τα κάτω, στην κοινωνία που τους φιλοξενεί ως πλατφόρμα για να διαφημίζονται παγκόσμια.
Η συζήτηση για δημόσιες ή όχι επιχορηγήσεις έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, ακόμη και στους κόλπους της υπερ-διεφθαρμένης ΔΟΕ. Με βασικό επιχείρημα υπερ της απουσίας τους -και παρά τις εμφανώς αρνητικές πλευρές του σκεπτικού, αφού οι κοινωνίες συμβάλλουν στην δημιουργία αθλητών με άμεσους κι έμμεσους τρόπους- ότι καμιά κοινωνία δεν χρειάζεται να πληρώσει για τους αγώνες, εκτός από αυτούς που επωφελούνται από αυτούς και το κοινό που επιλέγει οικειοθελώς να τους παρακολουθήσει.
Αλλά μία ακόμη πλευρά της σύγχρονης σκοτεινής πλευράς των Ολυμπιακών αγώνων, σε έναν πλανήτη όπου κάθε σύστημα υλικού ή ψυχολογικού κέρδους μπορεί να αντιστρέφει και να χειραγωγεί τις ωραιότερες των ιδεών υπερ του, είναι η διεξαγωγή τους σε καθεστώτα ανελευθερίας ή χωρών που διεξάγουν πόλεμο ή γενοκτονία. Δεν είναι μόνο ό,τι εξελίσσεται καθημερινά στην Γάζα . δλδ μία γενοκτονία, και που ως τόσο επίκαιρο αναλύεται σε πλήθος άλλων κειμένων καθημερινά, είναι και το πρόσφατο παρελθόν, όπου πίσω από το κορυφαίο ’όπως χαρακτηρίσθηκε θέαμα που προσέφερε ο Κινέζικος Δράκος στην τελετή έναρξης, κρυβόταν η δύσκολη κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα για ολόκληρα τμήματα πληθυσμών που επιδεινώθηκε, αντί με πιέσεις να καλυτερέψει, με αφορμή τους Ολυμπιακούς. Όπως τόνιζε η Διεθνής Αμνηστία αλλά και πλήθος άλλων οργανώσεων και κινέζοι αντιφρονούντες, οι Ολυμπιακοί Αγώνες αντί να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής των κινέζων πολιτών και να λειτουργούν ως καταλύτης για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, έγιναν «πάτημα» για την περαιτέρω καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο όνομα της προόδου που συχνά μυρίζει σφάγια, της « αρμονίας και της κοινωνικής σταθερότητας ». Γινόταν, δε, ιδιαίτερη αναφορά στο… ολυμπιακό μέτρο της « επανεκπαίδευσης μέσω της εργασίας », όπως αποκαλείται η καταδίκη πολλών αντιφρονούντων σε καταναγκαστικά έργα, όμοια βεβαια με τους αφροαμερικανούς στις ιδιωτικες φυλακές των ΗΠΑ όπως μας είχε δείξει η Α. Ντέιβις σε μια σημαντικότατη μελέτη…
«Δεν μας παρηγορεί η οικοδόμηση μεγαλοπρεπών αθλητικών εγκαταστάσεων, η προσωρινή “ωραιοποίηση” του Πεκίνου ή η προοπτική νικών για τους κινέζους αθλητές» γράφουν. «Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτές οι δόξες χτίζονται πάνω στα ερείπια της ζωής των απλών ανθρώπων, τον βίαιο εκτοπισμό των εσωτερικών μεταναστών, την ωμή αρπαγή γης, τις εξώσεις, την εκμετάλλευση των εργατών και τις αυθαίρετες συλλήψεις», είχαν γράψει σε μια επιστολή προς τις κινέζικες αρχές και την ΔΟΕ οι αντιφρονούντες που αγωνίζονται -και- για τα αβθρώπινα δικαιώματα στην αχανή χώρα του άναρχου πια υπερ-πλουτισμού κάποιων, πρότυπο που γίνεται επιτυχημένη προσπάθεια να κυριαρχήσει παγκόσμια. Κι εδώ η δημοσιογραφική κάλυψη που επικεντρώνεται στις επιτυχίες, έχει τεράστια ευθύνη, ακόμη, αν όχι ιδίως όταν προέρχεται από ‘δημοκρατικά’ – ή μετα-δημοκρατικά- καθεστώτα, αποτελώντας μια ακόμη σημαντική, και διαπλεκόμενη με όλα τα άλλα, όψη του προβλήματος.
Παρά τις σημαντικές στιγμές που όντως προσφέρουν, παρά τον πολύχρονο αγώνα των αθλητών και των αθλητριών για ‘εκείνη την στιγμή’ που αξίζει να εκτιμάμε και να σεβόμαστε πέρα από κάθε αποτέλεσμα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, πίσω από τα φλας, τα μετάλλια, τους εθνικούς Ύμνους, τα διθυραμβικά ή παρηγορητικά πρωτοσέλιδα και τη δόξα, η σκοτεινή κληρονομιά των Αγώνων (εντονότερη πάντα όσο πιο ανελεύθερο ένα καθεστώς) που απλώς ακροθίξαμε επικεντρωνόμενοι στα σύγχρονα μόνο χρόνια, περιλαμβάνει θανάτους, εκτοπισμούς, κυνηγητό της ερευνητικής δημοσιογραφίας, περιβαλλοντικές καταστροφές ακόμη και σε περιοχές Natura όπως συνέβη -και- στην Ελλάδα, και υπερκέρδη που δεν επιστρέφουν στις κοινωνίες ή στα ‘αναξιοβίωτα πλάσματα’ οι οποίες ταΐζονται με πρόσκαιρη δόξα αλλά πληρώνουν μόνιμα το τίμημα.
Οι Ολυμπιακοί αγώνες, συνδέονται ακόμη με εκτεταμένο trafficking αφού ο σεξοτουρισμός ανθεί και διάφορα είδη παρεμπορίου, συγκροτώντας μία από τις σκοτεινότερες του πλευρές, κάτι που αποτελεί ολόκληρο κεφάλαιο από μόνο του.
Παρόλα αυτά, παραμένουν ως αρχική ιδέα δημιούργημα του ελληνικού ουμανισμού, όταν ο τελευταίος άρχισε να αμφισβητεί τη δύναμη και την εξουσία των θεών, και οι Αγώνες χρησιμοποιήθηκαν ως πλατφόρμα προβολής των αξιοσημείωτων ικανοτήτων και δυνατοτήτων των ανθρώπων, τονίζοντας ότι τα άτομα μπορούσαν να υπαγορεύσουν τη μοίρα τους. Αυτή η εποχή σηματοδότησε την αρχή της τοποθέτησης της ανθρώπινης νοημοσύνης στο επίκεντρο σε αντίθεση με τις μεταφυσικές απολυτότητες, όσο κι αν αυτές κρύφτηκαν κι εισχώρησαν στον χώρο της πολιτικής,
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όταν οι Αγώνες αποκαταστάθηκαν το 1896, (με πρωτεργάτη τόσο αντιφατικά έναν άνθρωπο που δεν τον λες αντίπαλο του φυλετισμού), κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που συμβόλιζε την αυγή της νεωτερικότητας, επηρεασμένη από τα ουμανιστικά ιδεώδη της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού - τα οποία αρχικά ήταν εμπνευσμένα από τον ελληνικό ανθρωπισμό που ήταν αδρανής για αιώνες – παρά την εκδοχή του που επέβαλλε ο Γερμανικός μεγαλοϊδεατισμός του Κάιζερ.
Αυτοί οι αναζωογονημένοι Ολυμπιακοί είχαν μια τολμηρή αποστολή, όπως έγραψε ο Omer Spacic αναδεικνύοντας στον χώρο των πολιτιστικών σπουδών γιατί αναγεννήθηκαν εκείνην ακριβώς την εποχή. Στόχος ήταν να προβληθεί η ανάπτυξη της ανθρωπότητας και η δύναμή της να ελέγχει την μοίρα της και την μοίρα των συνθηκών του κόσμου. Αυτό δεν ήταν μια απλή φαντασίωση ή μια πράξη καυχησιολογίας. Υπήρχε μια ουσιαστική επιστημονική και βιομηχανική κληρονομιά που είχε αναδείξει αυτή την ιδέα.
Τα Ολυμπιακά στάδια μετατράπηκαν σε ναούς ανθρώπινων φιλοδοξιών, ονείρων και φιλοδοξιών. Έγιναν σύμβολα του ανθρώπινου αγώνα για επιβίωση και υπεροχή. Οι Αγώνες παρέμειναν σημαντικά προσκυνήματα για όλους τους εμπλεκόμενους και οι ήρωες δεν ήταν πλέον θεϊκά όντα αλλά ανθρώπινοι Ολυμπιονίκες: οι νικητές, οι ριψοκίνδυνοι και οι άνθρωποι των ρεκόρ. Τα επιτεύγματά τους ενστάλαξαν στην ανθρωπότητα την πεποίθηση ότι τίποτα δεν ήταν απρόσιτο και ότι η ανθρώπινη πρόοδος θα οδηγούσε τελικά σε μια κατάσταση τελειότητας με ιδανικές ανθρώπινες συνθήκες.
Με γνώμονα αυτή την αρχή, πραγματοποιούνταν παράλληλα διαγωνισμοί τέχνης, λογοτεχνίας, μουσικής, αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και πολεοδομίας στην διάρκειά τους. Παρόμοια με άλλες διοργανώσεις, οι συμμετέχοντες σε αυτές τις κατηγορίες της Πνευματικής Ολυμπίαδας διαγωνίζονταν επίσης για χρυσά, ασημένια και χάλκινα μετάλλια.
Αλλά η ιδέα της υπεροχής ενάντια στα εμπόδια δεν φυτεύτηκε σε έναν ουδέτερο κόσμο. Ποδηγετήθηκε από τις πολιτικές αφηγήσεις για να αναδείξει φυλές, θρησκείες και πολιτικά συστήματα. Στις μέρες μας, στους χρόνους του νεοφιλελευθερισμού, γειώνεται ακόμη περισσότερο ίσως, συνδεδεμένη με το κέρδος υπεράνω όλων. Κι αυτό περιλαμβάνει φυσικά και την ίδια την Ολυμπιακή Ιδέα την οποία οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί όχι μόνο δεν υπερασπίζονται αλλά καταρρακώνουν.
Ελένη Καρασαββίδου