Η τελευταία νίκη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: 20 Απριλίου 1453

Η διάσπαση του τουρκικού ναυτικού κλοιού από τον πλοίαρχο Φλαντανελά, κατά την Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Open Image Modal
duncan1890 via Getty Images

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης σήμανε το τέλος της ιστορίας του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, καθώς αποτέλεσε το «κύκνειο άσμα» της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του κράτους με τη μοίρα του οποίου συνδέθηκε ο Ελληνισμός κατά τον Μεσαίωνα. Η Άλωση άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στην ελληνική ιστορία- και στο πλαίσιο της πολιορκίας έλαβε χώρα, στις 20 Απριλίου 1453, και το στρατιωτικό συμβάν που θα μπορούσε να θεωρηθεί η «τελευταία νίκη» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ο λόγος για τη διάσπαση του ναυτικού κλοιού του οθωμανικού τουρκικού στόλου από τον πλοίαρχο Φλαντανελά: Αν και προφανώς κατά την άμυνα της Πόλης οι υπερασπιστές της σημείωσαν και άλλες επιτυχίες, αποκρούοντας τις τουρκικές επιθέσεις ως τις 29 Μαΐου, που κάμφθηκε η άμυνα, το κατόρθωμα του Φλαντανελλά ξεχωρίζει λόγω της απήχησης που είχε στο ηθικό των πολιορκημένων (αλλά και των πολιορκητών), αλλά και της δυσαναλογίας ανάμεσα στις ναυτικές δυνάμεις που συγκρούστηκαν.

Ναυτικός αποκλεισμός

Η έναρξη της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης κηρύχθηκε στις 7 Απριλίου, και στις 12 του μήνα έφτασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη- ο πρώτος πραγματικά ισχυρός στόλος που είχαν αποκτήσει ο Οθωμανοί, με εκατοντάδες πλοία (από 150 ως 400), υπό την ηγεσία ενός Βούλγαρου εξωμότη, του Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου. Ο στόλος αγκυροβόλησε στον Βόσπορο, στην περιοχή του Διπλοκιονίου (Μπεσίκτας). Για τη διασφάλιση της προστασίας του Κεράτιου Κόλπου, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε ασφαλίσει την είσοδό του στις 2 Απριλίου με μεγάλη σιδερένια αλυσίδα, της οποίας οι άκρες είχαν στερεωθεί στον Γαλατά και στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο στην Πόλη υπήρχε ανησυχία, καθώς στις προηγούμενες πολιορκίες δεν είχε υπάρξει αποκλεισμός από τη θάλασσα.

Στις 12 Απριλίου άρχισε ο βομβαρδισμός από το οθωμανικό πυροβολικό, και στις 18 Απριλίου έγινε η πρώτη επίθεση, με έφοδο στα τείχη, η οποία αποκρούστηκε. Παράλληλα, οι Οθωμανοί προσπαθούσαν ανεπιτυχώς να σπάσουν την αλυσίδα του Κερατίου, ενώ την ίδια ημέρα έλαβε χώρα επίθεση εναντίον των χριστιανικών πλοίων στον κόλπο, η οποία επίσης απέτυχε.

 

Open Image Modal
duncan1890 via Getty Images

 

Η διάσπαση του κλοιού

Στις 20 Απριλίου έφτασε μπροστά στην πολιορκημένη πόλη μια μικρή δύναμη υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελά: Τρία γενουατικά καράβια (τα ονόματα των πλοιάρχων ήταν Καττανέο, Νοβάρα και Μπαλανέρε) και ένα βυζαντινό, υπό τον Φλαντανελά, φορτωμένα με προμήθειες. Ο τουρκικός στόλος κινήθηκε εναντίον τους, ωστόσο ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, οπότε τα χριστιανικά πληρώματα ήλπιζαν πως θα κατάφερναν να μπουν στον Κεράτιο- όμως ξαφνικά επικράτησε απόλυτη νηνεμία, και ξέσπασε ναυμαχία εναντίον της μικρής χριστιανικής δύναμης και των τουρκικών πλοίων.

Η σύγκρουση αυτή έλαβε χώρα μπροστά στα μάτια των πολιορκημένων, που παρακολουθούσαν από τα τείχη της Πόλης, αλλά και των πολιορκητών- με τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’, ο οποίος προχώρησε μάλιστα έφιππος μέσα στη θάλασσα, βλέποντας το θέαμα. Παρά τη δυσαναλογία μεταξύ των δυνάμεων που συγκρούονταν, στη σύγκρουση επικράτησαν τα χριστιανικά πληρώματα, τα οποία κατάφεραν να εισέλθουν στον Κεράτιο Κόλπο- κάτι που οφείλεται τόσο στην εμπειρία τους στη θάλασσα, όσο και στην ανικανότητα των Τούρκων, που έστειλαν περισσότερα σκάφη εναντίον τους από ό,τι έπρεπε, με αποτέλεσμα να υπάρξει συνωστισμός στον Βόσπορο.

Ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής, στο χρονικό της Άλωσης, περιγράφει:

«Ενώ γίνονταν αυτά και η Πόλη πολιορκούνταν, τρία πλοία της Λιγουρίας (Γένοβας) φορτώθηκαν στην Χίο, έπεσαν σε βολικό άνεμο και κατέπλευσαν προς εμάς. Καθώς έρχονταν, συνάντησαν καθ’οδόν και ένα άλλο βασιλικό πλοίο, από τη Σικελία, που ερχόταν φορτωμένο με σιτάρι. Κάποια νύχτα έφτασαν κοντά στην Πόλη. Το πρωί, όταν οι τριήρεις του αμηρά, που φύλαγαν την περιοχή, αντιλήφθηκαν τα πλοία, όρμησαν με χαρά εναντίον τους...αφού πλησίασαν και και άρχισε η ναυμαχία...αρχικά έπλευσαν με αλαζονεία εναντίον του βασιλικού πλοίου, το οποίο τα υποδέχτηκε πολύ άσχημα, προσβάλλοντάς τα εξαρχής με τηλεβόλα και βέλη και πέτρες. Όταν οι πρώτες τους έφτασαν κάτω από το πλοίο, το πλήρωμά του, με ειδικά κατασκευασμένες για το υγρό πυρ χύτρες, καθώς και με πέτρες, από μακριά τους εμπόδισε και πάλι, φονεύοντας πολλούς από αυτούς...και για τρίτη φορά οι εχθροί χτυπούσαν από μακριά κ’ έπειτα θέλησαν να συγκρουστούν μαζί με τους δικούς μας με αλαζονεία και με μεγάλους αλαλαγμούς, αλλά οι ναύκληροι και οι κυβερνήτες και οι πλοίαρχοι στέκονταν ανδρείοι και ρωμαλέοι, ενθάρρυναν τους ναύτες λέγοντας ότι είναι καλύτερο να πεθάνουν παρά να ζήσουν, και μάλιστα ο κυβερνήτης του βασιλικού πλοίου- ονόματι Φλαντανελάς- διέτρεχε από την πρύμνη μέχρι την πρώρη και μαχόταν σαν λιοντάρι και ξεσήκωνε με τις φωνές του τους άλλους, έτσι που να μην μπορώ να περιγράψω τις φωνές του, ούτε τον θόρυβο των άλλων, που έφταναν μέχρι τον ουρανό. Μετά έγινε και μεγαλύτερη σύγκρουση και πολλοί από τις τριήρεις σκοτώθηκαν και πνίγηκαν, ενώ οι δικοί μας κατέκαψαν δύο τριήρεις που, όταν τις είδαν οι αντίπαλοι, δείλιασαν. Ο αμηράς, θεωρώντας ότι ένας τόσο καλά εξοπλισμένος και τόσο μεγάλος στόλος δεν κατάφερνε τίποτα αξιόλογο, αλλά μάλλον υστερούσε, έτριζε τα δόντια του, έβριζε τους δικούς του και τους αποκαλούσε δειλούς στην καρδιά και γυναικωτούς και άχρηστους. Κέντρισε τότε τον ίππο του, μπήκε μέσα στη θάλασσα- γιατί οι τριήρεις έπλεαν κοντά στην ξηρά, σε απόσταση πετροβολήματος- και το μεγαλύτερο μέρος των ενδυμάτων του βράχηκε...οι άνδρες του στόλου, βλέποντας τον αμηρά να κάνει τέτοιες κινήσεις, ένοιωσαν ντροπή, οπότε- θέλοντας και μη- αμέσως έστρεψαν με μεγάλο θυμό τις πρώρες τους εναντίον των δικών μας πλοίων και άρχισαν να μάχονται δυνατά. Τι να πει, όμως, κανείς; Όχι μόνο δεν έβλαψαν καθόλου τα πλοία μας, αλλά έγινε και τέτοιο φονικό, τόσοι τραυματισμοί εις βάρος τους, ώστε οι τριήρεις τους δεν μπορούσαν να οπισθοχωρήσουν».

Όταν νύχτωσε ο οθωμανικός στόλος αποσύρθηκε και τα χριστιανικά πλοία συνέχισαν την πορεία τους, μέχρι που έριξαν άγκυρα κάτω από τα τείχη. Οι υπερασπιστές χαμήλωσαν την αλυσίδα και δύο γαλέρες, υπό τις διαταγές των Ενετών πλοιάρχων Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο και Ζαχαρία Γκριόνι, απέπλευσαν και έφεραν στο λιμάνι τα τέσσερα πλοία, υπό τους ήχους σαλπιγγών.

Ο Σφραντζής κάνει λόγο για «12.000 νεκρούς Αγαρηνούς», σύμφωνα με τις παραδοχές των ίδιων των Τούρκων, ισχυρισμός που κρίνεται υπερβολικός, ενώ τα χριστιανικά πληρώματα είχαν μόνο τραυματίες, κάποιοι λίγοι εκ των οποίων πέθαναν μετά από μερικές ημέρες. Όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του σχετικά με τις απώλειες, «νομίζομεν απιθάνους τους αριθμούς τούτους», προσθέτοντας πως, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, είναι αδύνατον να κατανοηθεί πώς δεν απέπλευσαν τα εννιά μεγάλα χριστιανικά πλοία που ήταν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, «ίνα συμπληρώσοσι την καταστροφήν των πολεμίων».

 

Open Image Modal
Dragoncello via Getty Images

 

«Η άμυνα της μικράς χριστιανικής μοίρας δεν έχει χρείαν υπερβολών ίνα λογισθή ως μέγα ναυτικόν κατόρθωμα» τονίζει ο Παπαρρηγόπουλος, απορρίπτοντας επίσης και τους ισχυρισμούς περί «κάτω των 100 νεκρών», τονίζοντας πως είτε οι Τούρκοι υποχώρησαν με τόσο μικρές απώλειες και πολύ μεγάλη ντροπή, είτε υπέστησαν πολύ μεγάλη φθορά. «Το βέβαιον είναι ότι οι Χριστιανοί ανεδείχθησαν ανέκαθεν κατά θάλασσαν υπέρτεροι των Οσμανιδών, ότι επί του προκειμένου κατήνεγκον εις αυτούς πληγήν καιρίαν και ότι ευλόγως οι πολιορκούμενοι εχάρησαν και δι’όλης της της επόμενης ημέρας δεν έπαυσαν χαίροντες επί τω προτερήματι εκείνω».

Η νίκη αυτή, που έγινε μπροστά στα μάτια όλων, αναπτέρωσε το ηθικό των Κωνσταντινουπολιτών, και οι πλοίαρχοι με τα πληρώματά τους, και ιδίως ο Φλανταντελλάς, έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό. Αντίθετα, στο στρατόπεδο των Οθωμανών, ο Μωάμεθ ο Β′ είχε γίνει έξω φρενών από την ταπείνωση, ώστε διέταξε τη θανάτωση του Μπαλτόγλου, την οποία αργότερα ανακάλεσε- ωστόσο τον καθαίρεσε και δήμευσε την περιουσία του.

Η χαρά από τη νίκη αυτή, ωστόσο, δεν θα κρατούσε για πολύ: Ο σουλτάνος, συνειδητοποιώντας πως έπρεπε να προβεί σε κάποιο τέχνασμα για να αποκλείσει στα αλήθεια την Πόλη από τη θάλασσα, απάντησε γρήγορα, κατασκευάζοντας δίολκο περίπου 12 χλμ, ανάμεσα στον Βόσπορο και τον Κεράτιο, περνώντας πίσω από τα τείχη της γενουατικής αποικίας του Γαλατά (ο Μωάμεθ πρόσεχε ιδιαίτερα να περιορίσει τον πόλεμο εναντίον των Βυζαντινών, προκειμένου να αποφύγει σύγκρουση με τους Δυτικοευρωπαίους). Το βράδυ της 21/22 Απριλίου, 70 περίπου πλοία με τα πληρώματα τους σύρθηκαν πάνω από τη δίολκο και έφτασαν στον Κεράτιο. Για να μη γίνει αντιληπτό το εγχείρημα, τα τουρκικά κανόνια βομβάρδιζαν συνέχεια τα τείχη.

Η εμφάνιση των πλοίων στον Κεράτιο αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για το ηθικό των πολιορκημένων, καθώς ο κλοιός γινόταν πιο στενός και στρατιώτες έπρεπε να τοποθετηθούν στα τείχη του Κερατίου. Προσπάθειες πυρπόλησης των πλοίων απέτυχαν.

Η πολιορκία θα συνεχιζόταν ως την τελική τουρκική επίθεση της 29ης Μαΐου, η οποία έφερε την Άλωση της Πόλης, τον θάνατο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και το οριστικό τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Πηγές: 

  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους- Τόμος Θ: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. 1980

  • Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Η Τελευταία Νύχτα της Πόλης- Τσέντομιλ Μιγιάτοβιτς, εκδόσεις Διόπτρα, 2007

  • Η Άλωση της Πόλης- Γεώργιος Φραντζής, Εκδοτική Θεσσαλονίκης- Βιβλιοβάρδια, 2008

  • Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως, Εκδόσεις Γαλαξία- Ερμείας