Η Τουρκία «δεν έχει τα οικονομικά δόντια για να υποστηρίξει τα γαβγίσματα του Ερντογάν»: Άρθρο στη Haaretz

Μια ανάλυση της κατάστασης γύρω από τις απειλές της γείτονος και τη χρήση στρατιωτικής ισχύος.
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Παρά τις απειλές και την αποστολή στρατευμάτων από τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η χώρα του δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώνει για κάτι τέτοιο και να τα εξοπλίζει με προηγμένα όπλα, σύμφωνα με άρθρο άποψης στην ισραηλινή Haaretz.

Όπως σημειώνεται στο άρθρο, παρά τους παραλληλισμούς του Ερντογάν με τον Χίτλερ που έχουν γίνει κατά καιρούς, ο πρόεδρος της Τουρκίας δεν αποτελεί τόσο μεγάλη απειλή, καθώς θυμίζει περισσότερο τον Μπενίτο Μουσολίνι. «Η διαφορά μεταξύ του Χίτλερ και του Μουσολίνι δεν ήταν η φιλοσοφία ή η προθυμία αποστολής στρατευμάτων στο όνομα αυτοκρατορικής δόξας. Η βασική διαφορά ήταν πως ο Χίτλερ είχε τους οικονομικούς και τεχνολογικούς πόρους της Γερμανίας για να κατακτήσει σχεδόν όλη την Ευρώπη. Χωρίς συγκρίσιμη βιομηχανική ισχύ, ο Μουσολίνι μπορούσε να εισβάλει στην Αιθιοπία και την Αλβανία, μα όταν οι στρατιές του έφτασαν στην Ελλάδα, πήραν το μάθημά τους» αναφέρεται σχετικά.

Στην ανατολική Μεσόγειο, σε Μέση Ανατολή και βόρει Αφρική, ο Ερντογάν φαίνεται να ακολουθεί την ίδια πορεία με τους δύο δικτάτορες, συνδυάζοντας «οργισμένη», επιθετική ρητορική με στρατεύματα επί του πεδίου. Η Τουρκία αυτή τη στιγμή έχει στρατεύματα σε όχι λιγότερες από 13 χώρες, στέλνει γεωτρύπανα και σκάφη σε ύδατα που διεκδικούν οι γείτονές της και ανακατεύεται διπλωματικά οπουδήποτε, από την Παλαιστίνη ως το Αζερμπαϊτζάν. Ο Ερντογάν δεν κρύβει τις φιλοδοξίες του για να αποτελέσει η χώρα του μεγάλη δύναμη, κάτι που κάνει την Τουρκία να φαίνεται πιο απειλητική απέναντι σε χώρες που κάποτε αποτελούσαν τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

«Ωστόσο η απειλή είναι ψευδαίσθηση. Στο πρώτο μισό της περιόδου του Ερντογάν, η Τουρκία φαινόταν να είναι καθ’οδόν να αποτελέσει μια “τίγρη” της (Μικράς) Ασίας. Η οικονομία της αναπτυσσόταν κατά 7% ετησίως και η τουρκική βιομηχανία αναδεικνυόταν ως διεθνείς “παίκτης” και εξαγωγική δύναμη. Στο δεύτερο μισό της περιόδου Ερντογάν, το ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνεται, μα είχε ως καύσιμο κυρίως το βραχυπρόθεσμο τέχνασμα της φθηνής πίστωσης στην οικοδομική βιομηχανία. Τώρα ο κορονοϊός πλήττει την Τουρκία, όπως και όλους τους άλλους. Μα τα προβλήματα της Τουρκίας είναι βαθύτερα από την πανδημία, όπως έχει δείξει η σταθερή πτώση της λίρας...μακριά από το να αποτελεί μια ανερχόμενη οικονομική δύναμη, η Τουρκία έχει σοβαρά προβλήματα και κανονικά θα έπρεπε να ζητούσε βοήθεια από το ΔΝΤ. Πιθανότατα δεν θα το κάνει, μόνο και μόνο επειδή οι μεγάλες δυνάμεις δεν παρακαλάνε, και επειδή, σε κάθε περίπτωση, το ΔΝΤ θα προχωρούσε στην επιβολή όρων που θα έπλητταν στη καρδιά τους την καπιταλιστική οικονομία των ανθρώπων του προέδρου και τις αλλόκοτες οικονομικές θεωρίες – αυτές που έβαλαν την Τουρκία σε προβλήματα εξαρχής».

Οι στρατοί και οι πόλεμοι κοστίζουν- και οι «περιπέτειες» στο εξωτερικό κοστίζουν ήδη στην Τουρκία, καθώς οι ένοπλες δυνάμεις, σύμφωνα με μια εκτίμηση, «καταβροχθίζουν» το 1/4 των κυβερνητικών δαπανών φέτος. Μεγάλο μέρος πάει στην τουρκική αμυντική βιομηχανία, η οποία (ορθώς) θεωρείται από τον Ερντογάν ως βασικό μέρος της ανόδου της Τουρκίας σε «μεγάλη δύναμη», καθώς μια χώρα δεν μπορεί να απειλεί τους γείτονές της αν δεν έχει τα όπλα για να το κάνει, και αυτός ο σκοπός δεν εξυπηρετείται το ίδιο αποτελεσματικά αν βασίζεται σε εισαγωγές όπλων- τόσο για λόγους πρεστίζ, όσο και για να έχει αυτάρκεια σε περίπτωση εμπάργκο.

«Ο Ερντογάν έχει δαπανήσει βαρέως στην ανάπτυξη της τουρκικής βιομηχανίας...είναι πλέον η 14η μεγαλύτερη στον κόσμο. Αλλά ακόμα δεν έχει το τεχνολογικό βάθος για να κάνει την Τουρκία στρατιωτικά ανεξάρτητη. Βασίζεται ακόμα σε εισαγωγές εξαρτημάτων, κυρίως τους κινητήτες που χρειάζονται για τις μεγαλύτερες πλατφόρμες. Όπως αναφέρεται σε πρόσφατη αναφορά του Carnegie Endowment, εμβληματικά προγράμματα όπως το άρμα μάχης Altay, το πλοίο αμφίβιας επίθεσης TVG Anadolu, το οπλισμένο drone Akinci και ένα πρόγραμμα μαχητικού έχουν βρεθεί μπροστά σε προβλήματα, καθώς οι άλλες χώρες που εμπλέκονται δεν δίνουν στην Τουρκία άδεια χρήσης της τεχνολογίας τους.

«Και αυτό οδηγεί στο άλλο μεγάλο πρόβλημα του Ερντογάν: Στον 21ο αιώνα, μια πραγματικά μεγάλη στρατιωτική δύναμη πρέπει να είναι μια μεγάλη τεχνολογική δύναμη. Μα σε αυτό το πεδίο, η Τουρκία, αν μη τι άλλο, πηγαίνει προς τα πίσω. Δεν ήταν ποτέ μεγάλη τεχνολογική δύναμη- είναι 35η μεταξύ 60 χωρών στο Bloomberg Innovation Index, πίσω από την Πορτογαλία, την Ελλάδα και τη Ρουμανία. Οι καταπιεστικές πολιτικές του Ερντογάν και το σύστημά των “συνεργατών” της κυβέρνησής του έχουν πυροδοτήσει “brain-drain”, ειδικά μετά την καταστολή που ακολούθησε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016».

Το όραμα του Ερντογάν για «τουρκικό μεγαλείο», αναφέρεται στο άρθρο, φαίνεται να πάει μαζί με μια κοινωνία που αποθαρρύνει την ανεξάρτητη σκέψη και είναι αντίθετο στη τεχνολογική κουλτούρα που θα έκανε την Τουρκία να έχει πιθανότητες να αποτελέσει μεγάλη δύναμη. «Μια πιο σύγχρονη αντιστοιχία από τον Μουσολίνι θα ήταν η Ρωσία του Πούτιν. Η Ρωσία μπορεί να είναι δεύτερης διαλογής βιομηχανικά και μόνο λίγες θέσεις υψηλότερα στην καινοτομία από την Τουρκία (νούμερο 26 στον κόσμο, σύμφωνα με το Bloomberg), μα έχει μια πραγματική αμυντική βιομηχανία και τεράστιους φυσικούς πόρους. Ακόμα και έτσι, ο Πούτιν δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ ή την Κίνα. Κάνει τους πολέμους του φθηνά. Και η Τουρκία δεν είναι καν στην κατηγορία του Πούτιν».