Τελικά η λήθη δεν κυριάρχησε στο φλέγον ζήτημα της κράτησης των δυο Ελλήνων στρατιωτών (Του υπολοχαγού Άγγελου Μητρετώδη και του λοχία ΕΠΟΠ Δημήτρη Κούκλατζη) στις φυλακές της Ανδριανούπολης, χωρίς να τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες αλλά και χωρίς ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που θα επέτρεπε στην Ελληνική πολιτεία να σχεδιάσει τα επόμενα της βήματα με ρεαλισμό, αλλά και στους συγγενείς των δυο στρατιωτών να ανακουφιστούν έστω και για λίγο από τον πόνο και την αγωνία της αναμονής.
Η κοινή γνώμη της πατρίδας μας αλλά δυστυχώς και οι αρχές της Τουρκιάς δεν έχουν ξεχάσει το ζήτημα. Είναι φανερό ότι η γειτονική μας χώρα έχει αποφασίσει να εργαλειοποιήσει προς όφελος της την κράτηση των δυο Ελλήνων με σκοπό να εισέλθει με την χώρα μας σε ένα αέναο και χωρίς αρχή μέση και τέλος παζάρι οθωμανικού τύπου. Σε αυτό, οι δυο στρατιώτες θα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και μοχλός πίεσης προς την Ελληνική πολιτεία με στόχο, είτε την ανταλλαγή με άλλους κρατούμενους ύψιστου ενδιαφέροντος για την Άγκυρα, είτε ως μηχανισμός που θα δημιουργεί διαπραγματευτική πίεση στην Αθήνα σε πλειάδα ζητημάτων που είναι ανοιχτά κατά την Άγκυρα από το Αιγαίο και την Θράκη μέχρι και την ΑΟΖ στην Κύπρο.
Η τακτική αυτή της γειτονικής μας χώρας δεν είναι καινούρια ούτε χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στο ζήτημα των δυο στρατιωτικών μας. Η συνεχιζόμενη κράτηση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον που κατηγορείται για διασυνδέσεις με την τρομοκρατία και η φανερή σύνδεση της φυλάκισής του με την πίεση που ασκεί η Τουρκία και ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν για έκδοση του ιεροκήρυκα Γκιουλέν στην Άγκυρα, αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα της θρασύτητας με την οποία ασκεί την εξωτερική της πολιτική η γειτονική μας χώρα μη φοβούμενη να εκβιάσει ακόμη και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής χρησιμοποιώντας έναν πολίτη της. Το ίδιο ακριβώς μοτίβο είχε χρησιμοποιήσει και στην κράτηση ενός Τούρκου δημοσιογράφου με Γερμανική υπηκοότητα που αποτέλεσε και αυτός αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Είναι φανερό ότι η τακτική της Άγκυρας να χρησιμοποιεί υπηκόους άλλων κρατών ως αντικείμενα διαπραγμάτευσης και εκβιασμού για να κερδίζει στο διπλωματικό πεδίο μπορεί βραχυπρόθεσμα να έχει οφέλη αλλά μακροπρόθεσμα όχι μόνο θα δημιουργήσει μέτωπο εναντίον αυτής της πρακτικής, αλλά κυρίως κινδυνεύει να παγιδευτεί στην ίδια της την αδιαλλαξία. Απαραίτητη προϋπόθεση να αναλάβει η διεθνή κοινότητα και κυρίως το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ενωση τις ευθύνες που απορρέουν από την καταστατική τους λειτουργία. Ειδάλλως όχι μόνο θα έχουν καταστήσει τον τραμπουκισμό ως αποδεκτή λύση διαπραγμάτευσης αλλά θα έχουν χάσει και τον πυρήνα της φιλοσοφίας πάνω στην οποία έχουν δομηθεί.