Τα κράτη στη διεθνή πολιτική: Λέοντες, λύκοι, τσακάλια και αμνοί

Η Τουρκική εισβολή στη βόρεια Συρία. Μια θεωρητική αποτίμηση
|
Open Image Modal
HUSEYIN ALDEMIR / Reuters

Πολλά είναι τα ερωτήματα που εγείρονται από τη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στη Συρία με την ονομασία «Πηγή της Ειρήνης» αναφορικά με:

1. Την κατάφωρη παραβίαση των κανόνων του αναγκαστικού διεθνούς δικαίου και ειδικότερα την αρχή της μη επέμβασης στο εσωτερικό των κρατών καθώς και την αποφυγή της χρήσης ένοπλης βίας.

Τα κράτη στη διεθνή πολιτική: λέοντες, λύκοι, τσακάλια και αμνοί. Διδάγματα από τη Συρία

Η Τουρκική εισβολή στη βόρεια Συρία. Μια θεωρητική αποτίμηση

2. Την ανάδειξη της Τουρκίας σε ηγέτιδα δύναμη στην περιοχή, προδηλώνοντας τις αξιώσεις ισχύος της για ενεργή συμμετοχή στο νέο γεωπολιτικό παιχνίδι στη Μέση Ανατολή, θέτοντας ως κεντρικό πολιτικό στόχο την εξάλειψη της αξίωσης ανεξαρτησίας των Κούρδων και τον έλεγχο των πηγών ισχύος. Γεγονός που συνεπικουρείται από τις κεντρικές πολιτικές θέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και από την επιδίωξη της Άγκυρας να εγκαθιδρύσει μια ζώνη ασφαλείας στη Συριακή μεθόριο, με προκάλυμμα τον επαναπατρισμό των προσφύγων, όπου θα ασκεί συγκυριαρχία. Η Τουρκική αξίωση φαίνεται να προσλαμβάνει σάρκα και οστά με την επίσημη συμφωνία ΗΠΑ-Τουρκίας για πενθήμερη αναστολή των εχθροπραξιών στη βορειοανατολική Συρία και τον Αμερικανό αντιπρόεδρο, Μάικλ Πένς να σημειώνει ότι:
«Ουάσινγκτον και Άγκυρα είναι δεσμευμένες για μια ειρηνική επίλυση της ζώνης ασφαλείας στη Συρία και πως Τουρκία και ΗΠΑ έχουν συμφωνήσει στον κοινό στόχο συντριβής του Ισλαμικού Κράτους».

3. Τη διαμόρφωση ενός modus vivendi μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας για τη Συρία, με την Τουρκία ν’ αναλαμβάνει ρόλο εμπροσθοφυλακής. Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει αφενός την εργαλειακή χρήση των Κούρδων που γίνονται βορά στις ορέξεις των ισχυρών και αφετέρου το ρόλο της Τουρκίας ως γεωστρατηγικού δρώντα αναγκαίου για την προαγωγή των στρατηγικών αμερικανικών και ρωσικών συμφερόντων στην περιοχή. Αρχικά οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσουν τον κουρδικό στρατό ως δύναμη πυρός (χερσαίες δυνάμεις) για να αποφύγουν τη χερσαία εμπλοκή τους, στην αποδιάρθρωση του Ισλαμικού Κράτους, την κύρια ένοπλη ισλαμιστική οργάνωση. Η προοδευτικά κλιμακούμενη εξωτερική οικονομικοστρατιωτική βοήθεια των Αμερικανών προς τους Κούρδους, σε συνδυασμό με την κατοχή και την άσκηση ελέγχου, των τελευταίων, σε μια σειρά περιοχών της βόρειας Συρίας, θα οδηγήσει σε μια «αυτόνομη αυτοδιοικούμενη οντότητα κατά μήκος των συνόρων με την Τουρκία ονόματι Δυτικό Κουρδιστάν ή Ροτζάβα», η οποία «αποτελείται από τρεις ξεχωριστές περιοχές, ασύνδετες γεωγραφικά αλλά με κοινή ιδεολογία. Το Τζαζίρα, το Αφρίν και το Κομπάνι». 

Πάραυτα, οι ελπίδες της Κούρδων για την αναγνώριση της κρατοκεντρικής τους συγκρότησης αποδείχθηκαν φρούδες, λόγω της προορατικής τους απίσχνασης να διακρίνουν μεταξύ στρατηγικού και τακτικού επιπέδου. Για τις ΗΠΑ, η σύμπλευση με τους Κούρδους της βόρεια Συρίας ήταν απλά μια εφήμερη κίνηση τακτικής για να περιορίσουν το στρατιωτικό τους κόστος, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα «την αποτροπή επανεμφάνισης του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία» και τη συνέχιση της πολιτικής τους επιρροής στην περιοχή. Αντίστροφα για τους Κούρδους, η πολιτικοστρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ από το 2015, με την έμμεση νομιμοποίηση προς την «οιονεί κουρδική κρατική οντότητα» στη βορειοανατολική Συρία, αναδεικνύονταν σε στρατηγική επιλογή για την ευόδωση του αξονικού πολιτικού τους στόχου, τη δημιουργία εθνικού κράτους. Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίστηκε ως άμεση απειλή για την Άγκυρα συνωθώντας την, σε πολιτικοστρατηγική σύμπλευση με τη Μόσχα. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, ήταν η τριμερής διάσκεψη της Αστάνα –Ρωσία, Ιράν και Τουρκία – όπου επιβεβαιώθηκε η «ισχυρή τους προσήλωσή στην κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την ενότητα και την εδαφική ακεραιότητα της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας και στους σκοπούς και τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».

Open Image Modal
Ρωσικό στρατιωτικό όχημα στη Συρία
DELIL SOULEIMAN via Getty Images

Τοιουτοτρόπως η αρνητική τοποθέτηση των Μεγάλων Δυνάμεων στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του Ιρακινού Κουρδιστάν, το 2017, οριοθέτησε και το μέτρο της κουρδικής αξίωσης ανεξαρτησίας, ή οποία δεν δύναται να ευοδωθεί με τη συγκρότηση μιας ανεξάρτητης και αυτόνομης συλλογικής πολιτικής οντότητας. Συναφώς, η μεταστροφή της κουρδικής ηγεσίας, μετά την εγκατάλειψη των ΗΠΑ, προς τη Δαμασκό και τη Μόσχα, με την «επίτευξη της προκαταρκτικής συμφωνίας μεταξύ των Κούρδων και του καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Ασαντ», σηματοδοτεί την αποδοχή προτάσεων «που περιλαμβάνουν εγγυήσεις ασφαλείας εντός μιας ενιαίας πολιτικά Συρίας». Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει o στρατηγός των Κούρδων, Μαζλούμ Κομπανί Αμπντί, «γνωρίζουμε ότι θα πρέπει να κάνουμε οδυνηρούς συμβιβασμούς με τη Μόσχα και τον Άσαντ εάν επιλέξουμε συνεργασία μαζί τους. Αλλά αν πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ συμβιβασμών και γενοκτονίας του λαού μας, σίγουρα θα επιλέξουμε τη ζωή για τους ανθρώπους μας».

Υπό το πρίσμα της ανωτέρω περιγραφής και για να δώσουμε μια σαφή διεθνολογική χροιά στο καταληκτικό μας πόρισμα, δύναται να αποφανθούμε ότι το γεωπολιτικό παιχνίδι στη Συρία αποκρυσταλλώνεται στα εναλλακτικά στρατηγικά σενάρια των Μεγάλων Δυνάμεων (ΗΠΑ-Ρωσία) για κατατριβή τρίτων κρατών (Συρία) για φθορά αλλήλων και για δημιουργία σφαιρών επιρροής σε μείζονες γεωστρατηγικές περιφέρειες.

Χρησιμοποιώντας την ανάλυση του Randall L. Schweller, «Bandwagoning for Profit: Bringing the Revisionist State Back In», ο οποίος κατηγοριοποιεί τα κράτη στη διεθνή πολιτική μεταξύ «λεόντων», «λύκων», «τσακαλιών» και «αμνών», μπορούμε να προχωρήσουμε στην ακόλουθη ερμηνεία. Στη γεωπολιτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής, η Ρωσία αποδίδεται με τα χαρακτηριστικά ενός «λέοντα», εφόσον πρόκειται για μια μεγάλη, μη αναθεωρητική δύναμη στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, που παρουσιάζεται ικανοποιημένη από τη διαμορφωθείσα κατανομή ισχύος –το αναδυόμενο πολυπολικό σύστημα– και συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία της διεθνούς διακυβέρνησης για τη διαχείριση οικουμενικών προβλημάτων (περιβαλλοντικά, οικονομικά, κ.α.) προσδιορίζοντας τους στοιχειώδεις κανόνες της διεθνούς τάξης. Δείχνει ικανή και αποφασισμένη να καταβάλει υψηλό κόστος για να προστατεύσει τα ζωτικά της συμφέροντα σε ευαίσθητες γεωστρατηγικά περιοχές, (η περίπτωση της Κριμαίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα), ενώ θα κατέβαλε μικρό σχετικά κόστος για να αυξήσει τα εδαφικά-οικονομικά της κέρδη.

Με τη σειρά τους οι ΗΠΑ, παρουσιάζονται ενίοτε ως «λέοντες» και ενίοτε ως «λύκοι», αποδίδοντας ιδιάζουσα σημασία πολύ περισσότερο σε αυτά που εποφθαλμιούν παρά στη διαφύλαξη των κεκτημένων τους. Ως «λύκοι» χαρακτηρίζονται τα κράτη που δεν είναι ικανοποιημένα με το status quo και «είναι ελεύθερα να επιδιώξουν απερίσκεπτη επέκταση» χωρίς αναστολές από τον φόβο του πιθανού κόστους. Ενώ η Τουρκία, εξελίσσεται στο «τσακάλι» της περιοχής, ακολουθώντας τους «λέοντες» για να «σκουπίσει τα υπολείμματα της λείας τους». Τα «τσακάλια» είναι τα δυσαρεστημένα κράτη, που είναι αποφασισμένα να καταβάλλουν υψηλό κόστος για να υπερασπιστούν τα κεκτημένα τους, και ακόμη μεγαλύτερο κόστος για την επέκταση των αξιών-συμφερόντων τους.

Τέλος, η Συρία μετατράπηκε σε κράτος-λεία (αμνό) των Μεγάλων Δυνάμεων (ΗΠΑ) και των άλλων μεσαίων δυνάμεων (Τουρκία), απόρροια της εσωτερικής υπονόμευσης του πολιτειακού-πολιτικού της καθεστώτος και του συνακόλουθου εσωτερικού διχασμού «κατά μήκος εθνοτικών, πολιτικών, τάξεων, θρησκευτικών ή φυλών». Οι «αμνοί» είναι τα λιγότερο ισχυρά κράτη που θα καταβάλουν σχετικά χαμηλό κόστος «για να υπερασπιστούν ή να επεκτείνουν τις αξίες τους».