Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδικός για να αντιληφθεί ότι η συμφωνία που υπεγράφη στις 27 Νοεμβρίου 2019 ανάμεσα στην Τουρκία και τη Λιβύη με αντικείμενο τον καθορισμό θαλάσσιων ζωνών αντίκειται όχι μόνο στο διεθνές δίκαιο, αλλά ακόμα προφανέστερα στη γεωγραφική πραγματικότητα και εν τέλει στην κοινή λογική. Προκειμένου να επιτύχουν την ύπαρξη ενός κοινού ορίου ανάμεσα στις αποκλειστικές οικονομικές τους ζώνες, οι δύο χώρες αγνοούν εντελώς ή υποβαθμίζουν σε σημείο σχεδόν εκμηδενισμού πλειάδα μεγάλων και μικρών, αλλά οπωσδήποτε κατοικημένων, ελληνικών νησιών που μεσολαβούν ανάμεσα στα μικρασιατικά και τα λιβυκά παράλια. Αντίθετα, με τρόπο ταχυδακτυλουργικό, πλήρης επήρεια αναγνωρίζεται σε ακατοίκητες τουρκικές βραχονησίδες.
Λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική τουρκική στρατηγική, η οποία πηγαίνει σε βάθος χρόνου, η επιλογή της Άγκυρας να καταθέσει, ένα μήνα μετά τη σύναψή της, τη συμφωνία στον ΟΗΕ, κάθε άλλο παρά έκπληξη έπρεπε να προκαλέσει. Η Τουρκία επιδιώκει να ενισχύσει με κάθε τρόπο τα επιχειρήματά της υπέρ της συμφωνίας της με τη Λιβύη. Από αυτή την άποψη, είναι εύκολο να προβλεφθεί ότι η Άγκυρα θα επικαλεστεί στο μέλλον προς όφελός της την ανάρτηση από τη Διεύθυνση Ωκεάνιων Υποθέσεων και Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ των συντεταγμένων θαλάσσιας δικαιοδοσίας που προσδιορίζονται από την τουρκολιβυκή συμφωνία.
Είναι αλήθεια ότι η ανάρτηση δεν σημαίνει ούτε στο ελάχιστο ότι η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει τη νομιμότητα της συμφωνίας. Οι υπηρεσίες του ΟΗΕ δεν μπήκαν στην ουσία της υπόθεση. Απλώς ακολούθησαν μια γραφειοκρατική διαδικασία. Όμως, είναι βέβαιο ότι αυτό δεν θα πτοήσει την Άγκυρα από το να προσθέσει ακόμα έναν κρίκο στην αλυσίδα της (νομικά σαθρής) επιχειρηματολογίας της προς όφελος των δικών της συμφερόντων. Υπάρχει, εξάλλου, και ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγμα που, εξ αντιδιαστολής, ενισχύει αυτή την πεποίθηση.
Όταν προέκυψε η κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996, η Ελλάδα, προκειμένου να αποδείξει ότι οι δύο βραχονησίδες τής ανήκουν, επικαλέστηκε τις ιταλοτουρκικές συμφωνίες που είχαν συναφθεί 64 χρόνια νωρίτερα. Η πρώτη υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1932 και διευκρίνιζε το καθεστώς αφενός των νησίδων γύρω από το Καστελλόριζο, αφετέρου της νησίδας Καρά Αντά (Αρκός) στον κόλπο της Αλικαρνασσού. Η δεύτερη συνομολογήθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και καθόριζε επακριβώς τη θαλάσσια οροθετική γραμμή ανάμεσα στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα και στα τουρκικά παράλια. Από την απλή ανάγνωση της δεύτερης συμφωνίας προκύπτει δίχως καμία αμφιβολία ότι η Τουρκία αναγνώρισε την ιταλική κυριαρχία επί των Ιμίων. Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που η Ελλάδα παρέλαβε τα Δωδεκάνησα από την Ιταλία, οι δύο επίμαχες βραχονησίδες τής ανήκουν.
Ποιο (νομικίστικο) επιχείρημα επικαλέστηκε η Τουρκία προκειμένου να αρνηθεί αυτό το προφανές συμπέρασμα; Ότι η συμφωνία του Δεκεμβρίου δεν πρωτοκολλήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών (τον ΟΗΕ του μεσοπολέμου), όπως θα έπρεπε βάσει των διπλωματικών εθίμων εκείνης της εποχής. Κατά συνέπεια, βάσει της τουρκικής αντίληψης, η συμφωνία είναι νομικά άκυρη και το καθεστώς των Ιμίων αδιευκρίνιστο. Η Ελλάδα, πολύ σωστά, αντέτεινε ότι η μη πρωτοκόλληση δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας και ότι, σε κάθε περίπτωση, η ιταλοτουρκική συμφωνία του Δεκεμβρίου ήταν προσάρτημα εκείνης του Ιανουαρίου, η οποία πρωτοκολλήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών: επομένως η συμφωνία του Δεκεμβρίου εκ των πραγμάτων δεν χρειαζόταν να πρωτοκολληθεί. Προφανώς, ούτε αυτός ο λογικός συλλογισμός έκαμψε τις τουρκικές θέσεις.
Αν στην περίπτωση των Ιμίων η Τουρκία επικαλείται τη μη πρωτοκόλληση ως λόγο ακυρότητας, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι δεν θα επικαλεστεί την ανάρτηση της τουρκολιβυκής συμφωνίας ως «απόδειξη» εγκυρότητας. Θα έχει εδραία νομική βάση ένας τέτοιος ισχυρισμός; Όχι. Αλλά δεν θα παύει να εκλαμβάνεται από την Άγκυρα ως ένα πρόσθετο βέλος στη διπλωματική φαρέτρα της, βασιζόμενη στη σκέψη ότι όσα πιο πολλά θέματα ανοίγεις, τόσο περισσότερα προσδοκάς να κερδίσεις στο τέλος.