Οι καταστροφικές πλημμύρες που χτύπησαν την Βαλένθια της Ισπανίας, έγιναν αντικείμενο συζητήσεων και αναφορών στα ελληνικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δυστυχώς με τον ομφαλοσκοπικό τρόπο στον οποίον έχει εθιστεί συνολικά η δημόσια συζήτηση σε αυτόν τον τόπο.
Άλλοι είδαν τα γεγονότα από την σκοπιά του «112» σπεύδοντας να τονίσουν την σημασία της έγκαιρης προειδοποίησης. Κάτι που είναι αρχικώς ορθό – καθώς η για ώρες καθυστέρηση εκπομπής των αντίστοιχων μηνυμάτων, κόστισε την ζωή σε αρκετούς ανθρώπους που εγκλωβίστηκαν σε αυτοκινητοδρόμους κατά την επιστροφή από την εργασία τους– έγινε ωστόσο εφαλτήριο ώστε να αναλωθεί η συζήτηση στην εσωτερική μικροπολιτική. (Ούτως ή άλλως η κριτική που ασκείται στο «112» από την συριζαϊκή –κυρίως– αντιπολίτευση είναι εντελώς ηλίθια· το ζήτημα της έγκαιρης προειδοποίησης κυριαρχεί στον σχεδιασμό των υπηρεσιών διάσωσης σε όλον τον κόσμο και αποτελεί ένα πεδίο προνομιακής εφαρμογής των τεχνολογιών αιχμής).
Φυσικά, η έγκαιρη προειδοποίηση δεν μπορεί να λειτουργεί σε βάρος των ευρύτερων μηχανισμών πρόληψης. Έτσι, για παράδειγμα, οι εντολές εκκένωσης στην Ελλάδα πολλές φορές δεν συνδυάζονται με την κινητοποίηση των μηχανισμών αλλά και των τοπικών κοινωνιών ώστε να υπάρξει και οργανωμένη υποδοχή των ανθρώπων που εκκενώνουν την περιοχή σε μιαν άλλη.
Επίσης, στην Ελλάδα υπάρχει μια ασυνέχεια μεταξύ της κρατικής οργάνωσης και των εθελοντικών πρωτοβουλιών, καθώς δεν υπάρχει συστηματική αξιοποίηση/ένταξη των τελευταίων στον σχεδιασμό. Και βέβαια, ο εθελοντισμός στην Ελλάδα αφορά πλέον μικρές μερίδες αφοσιωμένων ανθρώπων, καθώς, η μεγάλη μερίδα της κοινωνίας –κατά τα άλλα ‘αλληλέγγυα’ ή ευκόλως καταγγέλλουσα– προτιμάει την ασφάλεια του πληκτρολογίου από το να κινητοποιηθεί επί της ουσίας.
Δυστυχώς, έτσι, είναι μάλλον απίθανο σε μια αντίστοιχη ελληνική περίπτωση να επαναληφθεί αυτό που συνέβη χθες στην Βαλένθια, όπου χιλιάδες κόσμου ενεργοποιήθηκαν την ημέρα του Σαββάτου με τα φτυάρια τους προκειμένου να απομακρύνουν την λάσπη που έθαψε την πόλη.
Υπάρχει φυσικά και η διάσταση της κλιματικής αλλαγής, η οποία βρίσκεται στο στόχαστρο των μεγάλων αυτοσχέδιων κλιματολόγων του φέησμπουκ και του τουΐτερ.
Σύμφωνα με μια άποψη που είχε σχετική απήχηση τις πρώτες ημέρες μετά την καταστροφή, η επίκληση της κλιματικής αλλαγής λειτούργησε ως άλλοθι για να δικαιολογηθούν οι εκτεταμένες παρεμβάσεις στην κοίτη του ποταμού Τούρια. Ο οποίος ανακατευθύνθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες για να σχεδιαστεί στην θέση της ένα πάρκο, που μεταξύ όλων των άλλων άλλαξε και την φυσιογνωμία της πόλης.
Η παρέμβαση, ωστόσο, αποφασίστηκε έπειτα από την τελευταία μεγάλη πλημμύρα και είχε αντιπλημμυρικό χαρακτήρα. Δεν ήταν, δηλαδή, όπως συμβαίνει στην χώρα μας με το μπάζωμα των ρεμάτων.
Και φυσικά, αντίθετα με τα ισχυριζόμενα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η κλιματική αλλαγή έχει εξαιρετική σημασία κυρίως ως προς την ένταση των φαινομένων και την συχνότητά τους πλέον.
Εδώ βρίσκεται και το μεγάλο επίδικο.
Διότι πλέον γίνεται σαφές πως θα πρέπει να περάσουμε σε ένα άλλο στάδιο τις πολιτικές για την κλιματική αλλαγή: οι πολιτικές πρόληψης που αποφασίστηκαν και (μισο) εφαρμόστηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την απορρύθμιση του κλίματος.
Η έννοια της βιωσιμότητας είναι η πιο δημοφιλής σήμερα σαν ρητορική, και βρίσκεται στα χείλη όλων. Ωστόσο, όσο περισσότερο μιλάμε γι’ αυτήν, τόσο λιγότερα αποτελέσματα από την άποψη της εφαρμογής της μπορούμε να επισημάνουμε.
Το γιατί συμβαίνει αυτό το έχει εξηγήσει ο μεγάλος θεωρητικός των κοινωνικών συστημάτων, Νίκολας Λούμαν, ήδη από το 1989 στο έργο του Οικολογική Επικοινωνία. Η οικονομία συνιστά ένα κλειστό σύστημα με τις δικές της προπαραδοχές –κυρίως, ότι θα πρέπει να αναπτύσσεται εσαεί, και μάλιστα, με αυξανόμενη επιτάχυνση– ενώ η βιωσιμότητα στηρίζεται στην λογική των ορίων.
Η οικονομική λογική έχει δυσανεξία σε οποιοδήποτε μέτρο, κατά συνέπεια, έχει την τάση να παραμερίζει στην πράξη την οικολογική λογική, ακόμα και αν οι μεγάλοι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, ή οι ίδιοι οι παίκτες της οικονομίας λένε άλλα. Κάποιος το σχολίασε σκωπτικά: «Ο καπιταλισμός, είναι αρκετά ηλίθιος ώστε να κρίνει ασύμφορη την διάσωσή του».
Επομένως, η κλιματική απορρύθμιση ήδη συντελείται, το ζήτημα είναι αφ’ ενός να ελέγξουμε την έντασή της (να μην πάμε, δηλαδή, σε ολοκληρωτικό εκτροχιασμό), και αφ’ ετέρου να προσαρμοστούμε σε αυτήν.
Εδώ, μπορούμε να παρατηρήσουμε κάτι σε σχέση με την Βαλένθια και την προσαρμογή. Κάποτε, οι παράκτιες και παρόχθιες θέσεις ορισμένων πόλεων συνιστούσαν αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα, καθώς σήμαιναν γειτνίαση και άρα εύκολη εκμετάλλευση πλούσιων οικοσυστημάτων και φυσικών πόρων αφ’ ενός, και προνομιακή τοποθέτηση στα δίκτυα της επικοινωνίας αφ’ ετέρου. Στις συνθήκες της κλιματικής απορρύθμισης, οι ίδιες τοποθεσίες ενδέχεται να εξελιχθούν σε μειονέκτημα, καθώς συνεπάγονται υψηλότερο ρίσκο έκθεσης σε καταστροφές με ασύλληπτο κόστος –όπως αυτήν που συνέβη στην Ισπανία.
Η οικολογική ανισορροπία σημαίνει πως οι κοινωνίες θα πρέπει να οχυρωθούν. Τρία είναι τα ζητήματα που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας για να αρχίσει έστω ένας διάλογος, και να μην πελαγοδρομούμε μεταξύ της παραπληροφόρησης και της μικροπολιτικής:
πρώτον, η οικολογική αστάθεια συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό κόστος, που μεταφράζεται σε δομικό πληθωρισμό και μια τάση προς την οικονομική στασιμότητα·
δεύτερον, ότι ενώπιόν της ούτε η λογική του ελάχιστου κράτους των νεοφιλελεύθερων, ούτε εκείνη της δεινοσαυρικής γραφειοκρατίας των κεϋνσιανιστών μπορεί να σταθεί· θα πρέπει, επομένως, η συζήτηση να αναπροσανατολιστεί στο ζητούμενο του ευέλικτου παρεμβατικού κράτους·
τρίτον, η κοινωνία θα πρέπει να επανεφεύρει την κουλτούρα, τους θεσμούς και τους μηχανισμούς της δικής της κινητοποίησης.