Η Βιέννη γιορτάζει τα 200 χρόνια της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν

«Ο Μπετόβεν άνοιξε με την Ενάτη την πόρτα στο μέλλον. Είναι ένα έργο που άφησε για την επόμενη γενιά».
Open Image Modal
(AP Photo/Ronald Zak)
via Associated Press

Στις αρχές του 1824, τριάντα μέλη της μουσικής κοινότητας της Βιέννης έστειλαν επιστολή στον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν με την οποία ζητούσαν από τον μεγάλο συνθέτη να επανεξετάσει τα σχέδιά του για την πρεμιέρα της τελευταίας του δουλειάς στο Βερολίνο και να κάνει το ντεμπούτο της συμφωνίας στη Βιέννη. Ο Μπετόβεν είχε φύγει από τη γενέτειρά του, τη Βόννη της Γερμανίας και εγκατασταθεί στη Βιέννη από το 1792. Είχε αποκτήσει παγκόσμια φήμη, αλλά μέχρι τη δεκαετία του 1820 είχε πέσει σε δυσμένεια από τους Βιεννέζους που, εκείνη την εποχή, προτιμούσαν τις μελωδίες και το στυλ των Ιταλών συνθετών.

Ο Μπετόβεν δεν είχε εμφανιστεί ενώπιον του βιεννέζικου κοινού εδώ και δώδεκα χρόνια, αλλά συγκινήθηκε από το συναίσθημα της επιστολής και συμφώνησε να κάνει το ντεμπούτο του νέου του έργου, της Συμφωνίας Νο. 9 σε ρε ελάσσονα, στην πόλη. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 7 Μαΐου 1824 στο θέατρο Kärntnertor.

Η Βιέννη γιορτάζει τα 200 χρόνια από την πρώτη παρουσίαση της Ένατης Συμφωνίας του Μπετόβεν, ένα από τα αριστουργήματα της δυτικής κλασικής μουσικής, με αποκορύφωμα το χορωδιακό φινάλε, την περίφημη Ωδή στη Χαρά, με σειρά συναυλιών από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, υπό τη διεύθυνση του διάσημου Ιταλού μαέστρου Ρικάρντο Μούτι.

Όπως εξηγεί ο μουσικολόγος Otto Biba στο BBC, η Ενάτη ήταν επαναστατική για την εποχή της, εν μέρει επειδή κορυφώνεται με τραγούδι. «Ήταν μια συμφωνία, αλλά με κάτι νέο στο τέταρτο μέρος. Υπήρχε μια χορωδία στη σκηνή και οι σολίστες άρχιζαν να τραγουδούν. Υπήρχαν τόσες πολλές νέες λεπτομέρειες. Ήταν πολύ δύσκολο για τους μουσικούς και πολύ πειραματικό. Ο Μπετόβεν άνοιξε την πόρτα στο μέλλον. Είναι ένα έργο που άφησε για την επόμενη γενιά», σημειώνει, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι στην ορχήστρα που ερμήνευσε για πρώτη φορά την Ενάτη, ήταν μουσικοί οι οποίοι αργότερα έγιναν ιδρυτικά μέλη της Φιλαρμονικής της Βιέννης.

Ο Daniel Froschauer, πρώτο βιολί και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Φιλαρμονικής της Βιέννης, λέει ότι το κομμάτι είναι μέρος της ιστορίας της ορχήστρας. «Είναι μέρος του DNA μας, ένα μοναδικό κομμάτι», δήλωσε στο BBC.

«Η εικόνα που έχει ως επί το πλείστον το κοινό για τον Μπετόβεν είναι μίας μοναχικής ιδιοφυΐας που δημιουργούσε υπέροχα έργα μόνος του, ενώ στην πραγματικότητα δούλευε με μια μεγάλη ομάδα», δηλώνει από την πλευρά της η Μπεάτε Αγκέλικα Κράους, μουσικολόγος στο Αρχείο Μπετόβεν από το Τμήμα Ερευνών του Μουσείου Μπετόβεν στη Βόννη.

Είναι λίγο πολύ γνωστό ότι στην πρεμιέρα του έργου ο 54χρονος τότε συνθέτης υπέφερε από σοβαρή απώλεια ακοής. Ήδη από νεαρή ηλικία δεν ήταν πια σε θέση να ακούει υψηλές συχνότητες. «Έπασχε επίσης από εμβοές και ”ακουστική πρόσληψη”, που σημαίνει ότι οι δυνατοί ήχοι γίνονταν αντιληπτοί επώδυνα παρά την απώλεια ακοής», λέει η Αγκέλικα Κράους. Παρ′ όλα αυτά ο Μπετόβεν εξακολουθούσε να βρίσκεται στη σκηνή και να δίνει το ρυθμό. «Ήταν ενδεχομένως κάλλιστα σε θέση να ακούει τις χαμηλές συχνότητες, όπως τα τύμπανα και τα μπάσα», εξηγεί η Γερμανίδα ειδικός.

Για τους εορτασμούς της εμβληματικής Ενάτης, το Μουσείο Μπετόβεν της Βόννης παρουσιάζει σήμερα, 7 Μαΐου, ανήμερα της επετείου, την τελευταία ολοκληρωμένη συμφωνία του συνθέτη στο δημοτικό θέατρο του Βούπερταλ, καθώς η αίθουσα της παγκόσμιας πρεμιέρας στη Βιέννη δεν υπάρχει πια.

Υπενθυμίζεται ότι η ορχηστρική εκδοχή της Ωδής στη χαρά είναι από το 1985 ο επίσημος ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με πληροφορίες από BBC, The Conversation, DW