Η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από τις ΗΠΑ, που κυριαρχεί στην επικαιρότητα τις τελευταίες ημέρες και ερμηνεύεται με πολιτικούς όρους και συσχετισμούς για ευνόητους λόγους, είναι συγχρόνως και ένα μείζον πολιτισμικό ζήτημα άρρηκτα συνδεδεμένο με την εξέλιξη του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στην μακραίωνη ιστορία του έχει στιγματισθεί από πολέμους και βιαιότητες, όπως ο εκατονταετής πόλεμος (1337-1453), ο τριακονταετής πόλεμος (1618-1648), αλλά και δύο παγκόσμιους πολέμους στον προηγούμενο αιώνα που προκάλεσαν ανείπωτες καταστροφές και αιματοχυσίες.
Ακραίοι εθνικισμοί και θρησκευτικοί παροξυσμοί μεταξύ αυτοκρατοριών, βασιλείων και εθνών σε συνδυασμό με οικονομικές και πολιτικές σκοπιμότητες, κατακρεούργησαν δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπινων ζωών στιγματίζοντας εσαεί την ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Δεν είναι άλλωστε απορίας άξιον το γεγονός ότι μόλις το 1951 τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση του ΟΗΕ για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας, στο προοίμιο της οποίας μάλιστα αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι σε όλες τις εποχές της ιστορίας, η ανθρωπότητα υπέστη σημαντικές απώλειες εκ της γενοκτονίας και ως εκ τούτου πρέπει να απαλλαγεί από τη μισητή αυτή μάστιγα.
Παρ’ ότι λοιπόν από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα η διεθνής κοινότητα έχει υιοθετήσει ένα ευρέως αποδεκτό νομικό πλαίσιο σχετικά με το αποτρόπαιο έγκλημα της γενοκτονίας, η Τουρκία η οποία αποδεδειγμένα από επιστημονικά τεκμηριωμένες ιστορικές μελέτες βαρύνεται με τρεις γενοκτονίες (Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων), που διαπράχθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 1914-1923 από το Οθωμανικό Χαλιφάτο, αρνείται κατηγορηματικά να προβεί στην αναγνώριση τους.
Αντιθέτως, λαμπρά παραδείγματα νομικού πολιτισμού στον ευρωπαϊκό χώρο αποτελούν η Ολλανδία, η Σουηδία και η Αυστρία οι οποίες προέβησαν στην ενιαία αναγνώριση και των τριών γενοκτονιών, ενώ ειδικά η γενοκτονία των Αρμενίων έχει μέχρι σήμερα αναγνωριστεί από τριάντα και πλέον χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η γενοκτονία, πέραν των νομικών και πολιτικών προεκτάσεων της, δεν παύει να αποτελεί και ένα βαθύτατο και διαχρονικό πολιτισμικό τραύμα για το λαό που την υπέστη.
Πρόκειται για ένα τραύμα το οποίο μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και επουλώνεται μόνον με την έμπρακτη αναγνώριση της γενοκτονίας, δικαιώνοντας έτσι την ιστορική μνήμη των θυμάτων και θεμελιώνοντας θετικές μελλοντικές προοπτικές για την ειρήνη, την πρόοδο και την συνύπαρξη των λαών, με σεβασμό στη διαφορετικότητα τους.
Η αναγνώριση μιας γενοκτονίας δεν υπονοεί σε καμία απολύτως περίπτωση την διαιώνιση των αιτιών της που συνίστανται στο μίσος, στον εθνικιστικό φανατισμό, στην πολιτική και θρησκευτική μισαλλοδοξία, αλλά στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και μέσω αυτής στην αποφυγή των ίδιων λαθών, ώστε να μην επαναληφθούν οι ίδιες αποτρόπαιες καταστροφές στις ανθρώπινες κοινωνίες, γεγονός που δυστυχώς έχει επανειλημμένα επιβεβαιωθεί στο ρου της παγκόσμιας ιστορίας.
Αντιθέτως, η άρνηση της αναγνώρισης της, η συγκάλυψη ή η εκκωφαντική σιωπή για τα αποτρόπαια και ειδεχθή εγκλήματα ενός λαού σε βάρος ενός άλλου, προσβάλλουν κατάφωρα το αίσθημα της δικαιοσύνης και της διεθνούς έννομης τάξης, ενώ συγχρόνως προϊδεάζουν αρνητικά για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Διότι το συστατικό στοιχείο της διεθνούς έννομης τάξης είναι η δικαιοσύνη την οποία όταν ο άνθρωπος δεν αναγνωρίζει και δεν υπηρετεί, όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, μεταμορφώνεται στο πιο ανόσιο, άγριο και καταστρεπτικό ον.-
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε.α. Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας.