Στην Ελλάδα, έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τους οπαδούς της «Εναλλακτικής Ιστορίας» ως γραφικούς συγγραφείς που κινούνται στο περιθώριο της ακαδημαϊκής ζωής, όπου οι μελέτες τους κυκλοφορούν μαζί με κάθε απίθανη θεωρία συνωμοσίας και ουφολογίας. Πράγματι, οι θεωρίες συνωμοσίας μπορεί να θεωρούνται ζήτημα ενός περιθωριακού κύκλου τσαρλατάνων, όμως υπάρχουν και χώρες που οι εκεί «συνάδελφοι» των ουφολόγων και των αρχαιολατρών έχουν προ πολλού διαρρήξει τον στενό κύκλο του περιθωρίου και έχουν εισβάλλει στο προσκήνιο, συναγωνιζόμενοι και ενίοτε υποκαθιστώντας την κατεστημένη ακαδημαϊκή παραγωγή.
Αν, δε, ρίξουμε μία ματιά στην Τουρκία και τη Ρωσία, θα δούμε δύο περιπτώσεις όπου η ψευδοϊστορία και η συνωμοσιολογία έχουν τεθεί ανοιχτά στην υπηρεσία του κράτους. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου η συνομωσιολογία περιορίζεται συνήθως στο απλό αναμάσημα εισαγόμενων θεωριών, στις χώρες αυτές ασχολούνται με αυτήν συγγραφείς αναγνωρισμένου κύρους, που είναι σε θέση να προσφέρουν συνεκτικά και επιστημονικοφανή αφηγήματα.
Και στις δύο χώρες, οι θεωρίες συνωμοσίας έτυχαν ευρείας δημοφιλίας και χρησιμοποιήθηκαν από το ίδιο το κράτος, με σκοπό να προσφέρουν ένα μέσο εθνικής συσπείρωσης και «συλλογικής αποθεραπείας», μετά τη βίωση δύο τραυματικών εμπειριών: τη διάλυση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1923, και τη διάλυση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας το 1991. Στην προσπάθειά τους να ανασυνταχθούν και να προσφέρουν ένα συνεκτικό εθνικό αφήγημα, που να συσπειρώνει τον εθνοτικά ετερόκλητο και με κεντρόφυγες τάσεις πληθυσμό τους, οι δύο χώρες κατέφυγαν στις υπηρεσίες της ψευδοϊστορίας και υιοθέτησαν θεωρίες τις οποίες η διεθνής ακαδημαϊκή κοινότητα αντιμετωπίζει ως αστήρικτες ή και ως εντελώς εξωφρενικές.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις περισσότερες χώρες, όπου οι συνωμοσιολόγοι κατά κανόνα βρίσκονται απέναντι στην οργανωμένη Πολιτεία και υπονομεύουν, λίγο έως πολύ, την επίσημη πολιτική της, στην Τουρκία και τη Ρωσία οι συνωμοσιολόγοι λειτουργούν επικουρικά του κράτους, ως ένας μακρύς ιδεολογικός βραχίονας, που έχει το προνόμιο να φθάνει και να επηρεάζει το κομμάτι εκείνο των πολιτών που έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη στους θεσμούς και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επηρεαστεί από τα «κατεστημένα ΜΜΕ». Έτσι, στις χώρες αυτές, βλέπουμε τους συνωμοσιολόγους να προσαρμόζονται σταδιακά στους ιδεολογικούς και γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς της επίσημης κρατικής πολιτικής.
Οι Ρώσοι συνωμοσιολόγοι και ψευδοϊστορικοί παρακολουθούν τόσο την άνοδο του ρεύματος του ευρασιανισμού, όσο και τη στροφή του ρεύματος αυτού προς το ισλάμ. Ακολουθούν, δηλαδή, την ίδια πορεία που ακολουθεί και η ίδια η εξωτερική πολιτική του ρωσικού κράτους, υπό τον Βλ. Πούτιν. Η στροφή του Πούτιν προς το ισλαμικό παρελθόν και παρόν της Κεντρικής Ασίας βρίσκει το ιδεολογικό ανάλογό της στα έργα συγγραφέων όπως ο Αλεξάντερ Ντούγκιν και ο Λεβ Γκουμιλιώφ (τα βιβλία του οποίου μεταφράζονται και κυκλοφορούν ευρέως στην Κεντρική Ασία, στο δε Καζακστάν υπάρχει και πανεπιστήμιο με το όνομά του), αλλά και στα έργα πιο περιθωριακών ψευδοϊστορικών, όπως ο δημοφιλής στη Ρωσία μαθηματικός Ανατόλι Φομένκο, ο οποίος υποστηρίζει την ύπαρξη μίας κοινής ρωσοτουρκικής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Από την άλλη, ο Ερντογάν μιλάει συχνά για τα «σύνορα της καρδιάς του» και τα «αδέρφια» των Τούρκων σε ολόκληρη την Ασία. Η προεδρία του έχει ως σήμα ένα αστέρι με 16 ακτίνες, οι οποίες συμβολίζουν τις «16 τουρκικές αυτοκρατορίες», στις οποίες συμπεριλαμβάνονται μία σειρά από μεσαιωνικά κράτη, από τους Ούννους του Αττίλα μέχρι το βασίλειο των Μουγκάλ στην Ινδία. Το «Τουρκικό Συμβούλιο», που έχει πλέον συσταθεί ως διεθνής οργανισμός, επιχειρεί να περιλάβει στους κόλπους του όλα τα κράτη που καταλαμβάνουν τα αρχαία υψίπεδα του Τουράν, ενώ στην Τουρκία κυκλοφορούν συχνά πυκνά χάρτες που δείχνουν τους «Τούρκους» εξαπλωμένους σε μία έκταση από την Ουγγαρία μέχρι τα πέρατα της Σιβηρίας.
Ο Αλεξάντερ Ντούγκιν παρουσιάζει και αυτός στα βιβλία του το «σχήμα (concept) του τουρανισμού»: «Η περιοχή της βορειοανατολικής Ευρασίας, στην οποία έχει εγκατασταθεί η Ρωσία ως κράτος και ως πολιτισμός τα τελευταία 500 χρόνια, αντιπροσωπεύει έναν ξεχωριστό υπαρξιακό ορίζοντα. Μπορούμε να τον ονομάσουμε Ευρασιανικό Ορίζοντα και να μιλήσουμε για ένα ξεχωριστό ευρασιανικό Dasein. Η ιρανική ιερή γεωγραφία έδωσε στην περιοχή αυτή το όνομα Τουράν και το όνομα αυτό μπορεί να ιδωθεί ως ανάλογο της έννοιας της Ευρασίας. […] Οι πολιτισμοί της Ευρασίας, ενωμένοι σε έναν κοινό ορίζοντα –που προηγείται της ανάδυσης της Ρωσίας ως ιστορικού-πολιτισμικού άξονα–, μπορούν να ενσωματωθούν στο σχήμα του Τουράν» (Αλεξάντερ Ντούγκιν, «Turan as an Idea», www.paideuma.tv.).
Στην Κεντρική Ασία, λοιπόν, και το ξεχασμένο αρχαίο μεγαλείο της περιοχής του «Τουράν», συναντιούνται οι ψευδοϊστορικοί και των δύο κρατών, οι οπαδοί του ευρασιανισμού από τη μία και του παντουρκισμού και παντουρανισμού από την άλλη, καθώς διαγωνίζονται να συνδέσουν τα έθνη τους με την ευρασιανική στέπα και τα κράτη που καταλαμβάνουν σήμερα την περιοχή αυτή. Ο εγγενής και βαθύς αντιδυτικισμός των θεωριών τους ανταποκρίνεται πλήρως στις ιδεολογικές ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα σήμερα, τόσο στην Ρωσία όσο και στην Τουρκία. Έτσι, καθώς η πολιτική των δύο αυτών κρατών τα απομακρύνει από τη Δύση και την Ευρώπη, η Κεντρική Ασία αναδεικνύεται στον νέο γεωγραφικό χώρο στον οποίο στοχεύουν. Η σημερινή «επίθεση φιλίας» των Πούτιν και Ερντογάν στην Κεντρική Ασία και τους λαούς της ακολουθείται από μία αντίστοιχη απόπειρα πολιτισμικής αφομοίωσης.
Οι θεωρίες αυτές, του παντουρανισμού και του ευρασιανισμού, υποκρύπτουν, όμως, και μία ακόμη διάσταση: την απόπειρα να καμουφλαριστούν οι αυτοκρατορικές βλέψεις της Ρωσίας και της Τουρκίας υπό τον μανδύα μίας νεφελώδους ιστορικής συγγένειας όλων των λαών της περιοχής. Εάν, π.χ., οι λαοί της στέπας είναι συγγενείς με τους Ρώσους, και μοιράζονται μία κοινή ευρασιανική καταγωγή και κουλτούρα, τότε μία μελλοντική επέκταση της Ρωσίας στα εδάφη τους θα μπορούσε να παρουσιαστεί όχι πια ως μία ιμπεριαλιστική αυτοκρατορία, αλλά ως ένα αναγεννημένο ευρασιατικό εθνικό κράτος.
Ο ίδιος ο παλιός ευρασιανισμός του περασμένου αιώνα είχε μία παρόμοια λειτουργία, καθώς επιχειρούσε να αποτρέψει τις κεντρόφυγες τάσεις των διαφόρων εθνοτήτων που συγκροτούσαν την τσαρική αυτοκρατορία και μετέπειτα Ε.Σ.Σ.Δ., δίνοντας στα πολυεθνικά αυτά οικοδομήματα μία αίσθηση «εθνικού κράτους».
Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούν, ασφαλώς, και οι διάφορες ψευδοϊστορικές και ψευδοεθνολογικές θεωρίες που διακινούνται στην Τουρκία, σύμφωνα με τις οποίες, π.χ., οι Κούρδοι είναι λαός τουρκικής καταγωγής: ένα απομονωμένο –τάχα– στα βουνά παρακλάδι του τουρκικού έθνους, που ομιλεί μία παρεφθαρμένη τουρκική διάλεκτο. Η ψευδοϊστορία υπηρέτησε την απόπειρα του Κεμάλ να μετατρέψει το οθωμανικό μουσουλμανικό μωσαϊκό σε ένα συνεκτικό τουρκικό εθνικό κράτος.
Σε κάθε περίπτωση, οι ιδεολογικές αυτές ζυμώσεις μας υποδεικνύουν ότι η πρόσφατη συμμαχία του Βλ. Πούτιν με τον Ερντογάν δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα πρόσκαιρο φαινόμενο, ως ένας τακτικισμός των δύο ηγετών με ημερομηνία λήξης. Η ρωσοτουρκική προσέγγιση έχει βαθύτερες ρίζες, έχει στρατηγικό χαρακτήρα και –καθώς οι δύο χώρες απομακρύνονται από την Ευρώπη– πρόκειται μάλλον να ισχυροποιηθεί το επόμενο διάστημα, παρά να χαλαρώσει.