Η ενεργειακή μετάβαση αναγνωρίζεται ως μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις –τουλάχιστον– του πρώτου μισού του 21ου αιώνα. Οι ευρωπαϊκές χώρες αποφάσισαν να αναλάβουν ηγετικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία υιοθετώντας πολιτικές για την ταχεία μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ΑΠΕ. Ήδη κάνουν λόγο για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030, με τον στόχο αυτές να μηδενιστούν έως το 2050 [1].
Οι στόχοι όμως αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την αντιμετώπιση του κυριότερου προβλήματος των ΑΠΕ: τη συνεχώς μεταβαλλόμενη παραγωγή από τα καιρικά φαινόμενα. Για τον σκοπό αυτό αναπτύσσονται διάφορες τεχνολογίες που αφορούν είτε την ελαστικοποίηση της ζήτησης και την προσαρμογή της στην παραγωγή ενέργειας, είτε την αποθήκευση της πλεονάζουσας ενέργειας.
Σε αυτήν τη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται και το πράσινο υδρογόνο. Αυτό μπορεί να παραχθεί μεταξύ άλλων μέσω της διαδικασίας της ηλεκτρόλυσης του νερού από ηλεκτρικό ρεύμα προερχόμενο από τις ΑΠΕ, εξ ου και η ονομασία «πράσινο» και έχει αναγνωριστεί ως μία από τις τεχνολογίες στις οποίες η ΕΕ έχει θέσει προτεραιότητα. Η χρήση του όμως δεν περιορίζεται εκεί, καθώς αυτό μπορεί να χρησιμεύσει και ως καύσιμο, αλλά και στη βιομηχανία.
Όπως αναφέρεται στο RePowerEU –το πλάνο της ΕΕ για ανεξαρτητοποίηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2030– υπάρχει στόχος ενδοκοινοτικής παραγωγής ικανότητας 10 εκατομμυρίων τόνων καθαρού υδρογόνου σε ετήσια βάση έως το 2030, ενώ αναμένεται να χρειαστούν και εισαγωγές άλλων 10 εκατομμυρίων τόνων έως το 2030 [1].
Αυτά μαζί αντιστοιχούν σε περίπου 66 TWh ενέργειας. Για να μπει αυτό σε κλίμακα, το ισοζύγιο ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα για το 2022 ανήλθε στις 50,68 TWh [2]. Η ζήτηση αυτή αναμένεται να εκτοξευτεί τις επόμενες δεκαετίες με μελέτες να κάνουν λόγο ότι μπορεί να φτάσει τις 2.300 TWh το 2050 στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο και θα αντιπροσωπεύει το 20-25% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας [3].
Η Γηραιά Ήπειρος διαθέτει θεωρητικά τις δυνατότητες κάλυψης της απαιτούμενης ζήτησης, αυτό όμως από τεχνικής άποψης μοιάζει απίθανο να επιτευχθεί μέχρι το 2050.
Έτσι εγείρεται το ερώτημα για το ποιες χώρες θα μπορούσαν να είναι κατάλληλες για να προμηθεύουν μελλοντικά την Ευρώπη με υδρογόνο. Το ερώτημα αυτό γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό με βάση τις γεωπολιτικές εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος. Από τη μία η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που αλλάζει τον τρόπο που προσεγγίζει η ΕΕ τις διεθνείς της σχέσεις, και από την άλλη πιο πρόσφατες εξελίξεις, όπως το πραξικόπημα στον Νίγηρα στα τέλη του καλοκαιριού, μία χώρα από εκείνες που η ΕΕ είχε προσδιορίσει ως πιθανό μελλοντικό προμηθευτή πράσινου υδρογόνου. Οι εξελίξεις αυτές καταδεικνύουν την ανάγκη για τη χάραξη μίας πολυεπίπεδης στρατηγικής επιλογής προμηθευτών υδρογόνου μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Μια περιοχή που αποκτά σε πρώτη φάση στρατηγική σημασία ως πιθανή πηγή πράσινου υδρογόνου για την Ευρώπη είναι αυτή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, ενώ μεσοπρόθεσμα συζητούνται και οι εισαγωγές από την Υποσαχάρια Αφρική.
Αυτό διαθέτει δύο πλεονεκτήματα: τις καιρικές συνθήκες, οι οποίες ευνοούν την κατασκευή ΑΠΕ, και τη γεωγραφική εγγύτητα στην Ευρώπη, η οποία συνεπάγεται και χαμηλότερα κόστη μεταφοράς. Εκεί εντοπίζει κανείς παραδοσιακούς προμηθευτές ορυκτών καυσίμων που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τις δυνατότητες εξαγωγής ενέργειας, αλλά και χώρες που δεν ήταν προμηθευτές ενέργειας στο παρελθόν, αλλά θέλουν ένα κομμάτι της ενεργειακής πίτας ενόψει των νέων αναγκών που αναδύονται.
Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) και η Σαουδική Αραβία. Στα ΗΑΕ λειτουργεί ήδη από το 2021 το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής πράσινου υδρογόνου στη Μέση Ανατολή. Η χώρα προχώρησε φέτος στον επαναπροσδιορισμό και τριπλασιασμό των αρχικών της στόχων για παραγωγή πράσινου υδρογόνου που είχαν τεθεί το 2017 [4,5].
Σε παρόμοια τροχιά βρίσκεται και η Σαουδική Αραβία, η οποία αποσκοπεί, μέχρι το 2026, να έχει κατασκευάσει το πρώτο δικό της εργοστάσιο πράσινου υδρογόνου [6].
Στη δεύτερη ανήκουν χώρες όπως το Μαρόκο, το οποίο έχει κλείσει συμφωνία για επιχορήγηση από τη Γερμανία για την κατασκευή του πρώτου εργοστασίου πράσινου υδρογόνου στη χώρα [7,8], αλλά έχει γνωστοποιήσει και τη δική του στρατηγική να εξάγει από το 2030 υδρογόνο προς την Ευρώπη.
Η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη έχει αρχίσει ήδη εδώ και μερικά χρόνια να αναζητά πιθανούς προμηθευτές, κυρίως στην Αφρική, δρώντας κυρίως μέσω των επιχορηγήσεων προγραμμάτων ή της ανθρωπιστικής βοήθειας προς αυτές. Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα λάθη του παρελθόντος δεν θα επαναληφθούν υπό τη μορφή μίας νέας εξάρτησης, αυτήν τη φορά από τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής.
Εκτός από αυτές σε παγκόσμιο επίπεδο ξεχωρίζουν η Αυστραλία και η Χιλή για την παραγωγή φτηνού υδρογόνου, με τα κόστη μεταφοράς προς την Ευρώπη να μην κρίνονται τόσο υψηλά, ενώ η περίπτωση της Ουκρανίας, που εξεταζόταν ήδη πριν από τη ρωσική εισβολή, απέκτησε νέο ενδιαφέρον μετά από αυτή. Αυτό όμως από μόνο του δεν αρκεί και οι εισαγωγές καυσίμων από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή κρίνονται αναγκαίες.
Η Ελλάδα πρέπει να αναλογιστεί πώς θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τις εξελίξεις αυτές προς όφελός της. Από τη μία οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες θα μπορούσαν να καταστήσουν τη χώρα έναν μικρής κλίμακας προμηθευτή της Ευρώπης. Από την άλλη, η γεωγραφική της θέση θα μπορούσε να χρησιμεύσει για τη μεταφορά του υδρογόνου που παράγεται στη Μέση Ανατολή μέσω αγωγών.
Οι αναλύσεις δείχνουν ότι από τις χώρες της Μέσης Ανατολής, η μεταφορά υδρογόνου μέσω αγωγού είναι οικονομικά πιο συμφέρουσα από τη μεταφορά του υπό τη μορφή αμμωνίας, που είναι ο τρόπος που προσβλέπουν αρχικά οι χώρες αυτές. Έτσι θα μπορούσε ο αγωγός EastMed να λάβει νέα πνοή, αυτήν τη φορά ως αγωγός για τη μεταφορά υδρογόνου.