Και πώς εκφράζουμε υποτίμηση απέναντι σε άλλους ανθρώπους χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε
Open Image Modal
Deagreez via Getty Images

Ακούγεται τελευταία πολύ και δικαίως η λέξη «μισαναπηρισμός» μετά τις δηλώσεις ενός δημοσιογράφου, ο οποίος είπε εντόνως ότι είναι καλύτερα κάποιος να είναι νεκρός, παρά να είναι σε «καρότσι». Αμέσως μετά από αυτές τις δηλώσεις ο άνθρωπος αυτός ξεκαθάρισε ότι αγαπάει πολύ τα άτομα με αναπηρία. Και πολλοί άνθρωποι το κάνουν αυτό. Μιλούν υποτιμητικά ή περηφανεύονται για την τάση τους να «ελεήσουν τους αδύναμους», ενώ την ίδια στιγμή τους απαξιώνουν απόλυτα θεωρώντας ότι οι ίδιοι βρίσκονται σε μια ανώτερη θέση, αυτή των «φυσιολογικών».

Έχει προκύψει ένας πολύ ωραίος ακτιβισμός σήμερα στο διαδίκτυο από ανθρώπους με σωματικές αναπηρίες, οι οποίοι προσπαθούν να εξηγήσουν πόσο άβολα νιώθουν με συμπεριφορές που έχουν πολλοί άνθρωποι απέναντί τους, όχι μόνο τις επιθετικές, αλλά και αυτές της υποτιθέμενης στοργής ή του οίκτου, που είναι όμως ασεβείς. Για παράδειγμα, είναι παραβιαστικό και βίαιο για μια τυφλή κοπέλα στον δρόμο να πάει κάποιος να την αρπάξει από τη μέση για να τη βοηθήσει να περάσει τον δρόμο, χωρίς πρώτα να τη ρωτήσει αν χρειάζεται βοήθεια. Ή μας παρακαλούν με χιούμορ να μάθουμε επιτέλους τη λέξη «αμαξίδιο» και να μην χρησιμοποιούμε τη λέξη «καροτσάκι», που παραπέμπει σε αυτά της λαϊκής αγοράς.

Έχω μια παιδική ανάμνηση, που ίσως βοηθήσει να κάνω πιο σαφή αυτά που θέλω να πω. Ο παππούς μου είχε ένα μπακάλικο, το οποίο τα πρωινά λειτουργούσε σαν καφενείο. Το μαγαζί δεν ήταν ξεχωριστό από το υπόλοιπο σπίτι. Τα καλοκαιρία που περνούσα στο χωριό καθημερινά άκουγα κι έβλεπα μεσήλικες και ηλικιωμένους άντρες που κάθε πρωί έπιναν τον καφέ τους και συζητούσαν. Ένας από αυτούς είχε χάσει το ένα του χέρι. Η γιαγιά μου μου είχε αναφέρει ότι αυτό είχε συμβεί στον πόλεμο χωρίς να πει οτιδήποτε άλλο. Κανένας στο μαγαζί δεν ασχολούταν με το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν χωρίς το ένα του χέρι. Μου φαινόταν απόλυτα αποδεκτός από τους υπόλοιπους. Λόγω αυτής της αποδοχής από τους ενήλικες, ποτέ δεν μου φάνηκε παράξενος αυτός ο άντρας. Θεώρησα έτσι την απουσία αυτού του χεριού σαν κάτι που μπορεί να συμβεί στη ζωή.

Αυτήν την ισοτιμία, νομίζω, πως διεκδικούν σήμερα οι άνθρωποι που έχουν κάποια σωματική αναπηρία, μαζί φυσικά με τη διευκόλυνση που οφείλει να τους παρέχει η πολιτεία στην καθημερινότητά τους. Σε κάθε περίπτωση, για αυτά τα θέματα είναι πολύ καλύτερα να ακούσει κανείς τους ίδιους και όχι εμένα.

Το θέμα του παρόντος άρθρου είναι περισσότερο η γλώσσα, που κόκαλα τσακίζει και συχνά δεν το καταλαβαίνει ούτε και ο πιο ευαισθητοποιημένος άνθρωπος, όταν τη χρησιμοποιεί. Είναι η γλώσσα των στερεοτύπων και της υποτίμησης.

Θα φέρω κάποια άλλα παραδείγματα. Η σχιζοφρένεια είναι μια ψυχική νόσος, που έχει λανθασμένα συνδεθεί με την εγκληματικότητα. Έχουν υπάρξει βίαια εγκλήματα από άτομα με σχιζοφρένεια, αλλά αυτά δεν είναι ο κανόνας, αν συγκρίνουμε τα ποσοστά με τα βίαια εγκλήματα που κάνουν καθημερινά άνθρωποι που δεν έχουν σχιζοφρένεια. Ωστόσο, κάποιος μεταφραστής στην Ελλάδα εντελώς αυθαίρετα κάποτε μετέφρασε τον τίτλο της ταινίας «The Texas Chainsaw Massacre» ως «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» γεμίζοντας με στίγμα την ύπαρξη ανθρώπων που δεν ευθύνονται για το γεγονός ότι πάσχουν από μία ασθένεια και κάνοντας τους υπόλοιπους να τους φοβούνται. Αντίστοιχα, άτομα με αυτισμό ή οι συγγενείς τους διαμαρτύρονται όταν χρησιμοποιείται η λέξη «αυτιστικός» για να χαρακτηρίσει κάποια κακή εσωστρεφή πολιτική στάση, για παράδειγμα. Ή ακόμη και λέξεις που υποδεικνύουν την καταγωγή κάποιου ανθρώπου, όπως η λέξη «Πακιστανός» μπορεί να χρησιμοποιούνται υποτιμητικά ή λέξεις για την τρίτη ηλικία, το γυναικείο φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό κάποιου ή έναν εθισμό.

Όλοι είμαστε επηρεασμένοι από τέτοιες συλλογικές πεποιθήσεις και λιγότερο ή περισσότερο μπορεί να τις αναπαράγουμε κάποια στιγμή άθελά μας. Η πρόοδος της επιστήμης, όμως, και η επιθυμία για έναν κόσμο που γίνεται καλύτερος από τον προηγούμενο, για έναν κόσμο με σεβασμό του ανθρώπου απέναντι στον άνθρωπο, επιτάσσουν να είμαστε πιο προσεκτικοί στη χρήση της γλώσσας μας. Και δεν μιλώ για απολυταρχική πολιτική ορθότητα, αλλά για τον βασικό κανόνα της ανθρώπινης κοινωνίας «μην φερθείς όπως δεν θα ήθελες να σου φερθούν».

Κλείνοντας να πούμε ότι οι δημοσιογράφοι είναι οι πρώτοι που οφείλουν να χαρακτηρίζονται από μια τέτοιους είδους ταπεινότητα, αν συνειδητοποιήσουν ποτέ την ευθύνη με την οποία συνοδεύεται η εξουσία τους. Δεν είναι δυνατόν να θεωρείται επαγγελματίας κάποιος που ωρύεται σε δημόσιο λόγο λες και διαφωνεί με τους κουμπάρους του έχοντας πιει δύο καραφάκια τσίπουρο στο σαλόνι του. Όταν η δημοσιογραφία καταλάβει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τη δύναμή της για μια καλύτερη κοινωνία, ίσως όλα να γίνουν πιο δίκαια.

-- --