Οι συγκεντρώσεις της 28ης Φεβρουαρίου υπήρξαν πάνδημες, όπως ήδη διαφάνηκε από το κλίμα των ημερών που προηγήθηκαν. Ωστόσο σύμφωνα με το πολιτικό ρεπορτάζ η μαζικότητα των κινητοποιήσεων –και της 28ης Φεβρουαρίου και της προηγούμενης– αιφνιδίασε την κυβέρνηση, και πιο συγκεκριμένα το περιβάλλον του ίδιου του πρωθυπουργού.
Ο αιφνιδιασμός αυτός καταδεικνύει και το μέγεθος του χάσματος που έχει διανοιχθεί αναμεταξύ της κυβέρνησης (ιδίως των υψηλότερων κλιμακίων της), και της κοινωνίας. Δείχνει επίσης ότι το περιβάλλον του Μεγάρου Μαξίμου βρίσκεται μέσα σε μια ‘φούσκα εξουσίας’ που το αποτρέπει από το να διαυγάσει την πολιτική πραγματικότητα που διαμορφώνεται τον τελευταίο καιρό.
Όμως η κινητοποίηση της κοινωνίας ήταν καθολική. Ως τέτοια υπερέβη τους πολιτικούς, ιδεολογικούς διαχωρισμούς και τις κομματικές ταυτίσεις, για να συναντηθεί και να αναδείξει ευρύτερους κοινούς τόπους. Κυρίως το αίτημα για δικαιοσύνη-δικαίωση, ακόμη, η έκφραση μιας κόπωσης για την ανθεκτικότητα ενός κράτους εν πολλοίς άχρηστου και αυτοκαταστροφικού· τέλος, η αποστασιοποίηση από το πολιτικό σύστημα εν γένει, που σημαίνει μια διπλή απόρριψη της κυβερνητικής αλαζονείας και της αντιπολιτευτικής εργαλειοποίησης.
Για μια σειρά από λόγους, και όχι μάλιστα για έναν αποκλειστικά, οι διαστάσεις και τα μεγέθη της κινητοποίησης υπήρξαν αναμενόμενες.
Πρώτον, γιατί το δυστύχημα καθεαυτό προσφέρεται για καθολικές ταυτίσεις: τα 57 θύματα που θα μπορούσαν να προέρχονται από όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, το γεγονός ότι πολλοί από τους νεκρούς ήταν άνθρωποι νέοι, φοιτητές ή σπουδαστές, η πραγματικότητα ενός λαϊκού μέσου μαζικής μεταφοράς, υποτίθεται του πιο ασφαλούς, που μεταμορφώνεται από την κρατική, διοικητική, και κυβερνητική αβελτηρία –των ευθυνών σε όλη την αλυσίδα τους, από την ατομική μέχρι την συστημική– σε φονική μηχανή.
Ο δεύτερος λόγος, σχετίζεται με το τι έκαναν κυβέρνηση και πρωθυπουργός μετά το δυστύχημα. Η εκ νέου συμπερίληψη του Υπουργού του δυστυχήματος Κ. Καραμανλή, καθώς και η αποτυχία της εξεταστικής επιτροπής –που βούλιαξε σ’ ένα κλίμα το οποίο καλλιέργησε και η πλειοψηφία– ήταν κινήσεις οι οποίες έδωσαν σήμα ότι οι ίδιοι δεν παίρνουν στα σοβαρά το «ποτέ ξανά» που υποσχέθηκαν μετά το ατύχημα.
Τρίτος, και γενικότερος λόγος. Όταν επί αρκετά χρόνια πλέον τελούμε σε καταστάσεις ενός οιονεί μονοπολικού συστήματος, όταν η αντιπολίτευση πελαγοδρομεί στις τερατολογίες, όταν γενικώς απουσιάζει ένας ‘εντός των τειχών’ σοβαρός πολιτικός αντίλογος, ένα γεγονός σαν τα Τέμπη, με την συμβολική βαρύτητα και την δυναμική των ταυτίσεων που προκαλεί, προφανώς και θα λειτουργήσει σαν πυκνωτής μιας μαζικής κοινωνικής αντιπολίτευσης που θα εκφραστεί στους δρόμους, κι όχι στα επίσημα κανάλια.
Τέταρτον και επί του αντισυστημισμού που δείχνει να έχει καβαλήσει το κύμα της διαμαρτυρίας και να κερδίζει έδαφος σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού· δίχως αυτό να σημαίνει φυσικά πως η διαμαρτυρία σαν τέτοια, ή το γεγονός της δυσαρέσκειας θα πρέπει να χρεώνεται σε αυτόν.
Κρύβει από πίσω του μια συστημική αποτυχία της κυβέρνησης: μια ιδεολογική και πολιτική αποτυχία επισήμανσης των πραγματικών προκλήσεων των καιρών μας. Των ίδιων των αιτημάτων γύρω από τα οποία συσπειρώθηκε αυτό το 40%+, του διαφοροποιημένου κοινωνικά, μορφωτικά, ηλικιακά, και από την άποψη της ιδεολογικής και πολιτικής προέλευσης μετώπου που επέτρεψε να υπάρξει σταθερότητα στην χώρα. Κάτι που σπανίζει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το πρόβλημα όμως, είναι ότι ακριβώς λόγω αυτής της αδυναμίας της κυβέρνησης, η σταθερότητα έχει μεταβληθεί σε στασιμότητα, και εκείνη με τη σειρά της αυξάνει την εντροπία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το δίλημμα σταθερότητα ή χάος δεν μπορεί να πείσει πια.
Η υπέρβαση του αναχρονιστικού κράτους, η αποκατάσταση ενός επιπέδου λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας στα στοιχειώδη αλλά και τόσο κρίσιμα για την περίοδο της πολυκρίσης που διανύουμε –από την παιδεία και την υγεία μέχρι τις μεταφορές–, ταυτόχρονα η εγκατάλειψη ενός συγκεκριμένου στυλ εξουσίας με μια αλαζονεία εντελώς αναντίστοιχη με τα πεπραγμένα της, είναι στοιχεία που αναδεικνύει η υπόθεση των Τεμπών.
Για όλα τα παραπάνω, και για το σημείο του αδιεξόδου το οποίο έχει αγγίξει το πολιτικό σύστημα, η πάνδημη κινητοποίηση θα μπορούσε υπό άλλες προϋποθέσεις να σηματοδοτήσει την απαρχή μιας «επανάστασης των γαρυφάλλων». Ειρηνικής, δηλαδή. Σε αντίστιξη με τον ξύλινο πια χαρακτήρα, περιεχόμενο και στυλ των κινητοποιήσεων της μεταπολίτευσης. Με θεματολογία που προσεγγίζει εκείνες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης –η διαφθορά, η γραφειοκρατία, το πολιτικό καρτέλ, η οικονομική ολιγαρχία– και η οποία με τα μεγάλα μεγέθη της ωθεί σε μια ριζική ανανέωση του πολιτικού σκηνικού.
Θα πρέπει να συζητήσουμε πολύ σοβαρά τους λόγους για τους οποίους το σενάριο αυτό είναι σήμερα το λιγότερο πιθανό. Διότι ταυτοχρόνως είναι οι λόγοι που εντείνουν την καθήλωση στο πολιτικό αδιέξοδο, και χειρότερα, που διεκδικούν την εκτόνωσή του μέσα από την παλινόρθωση των χειροτέρων παθογενειών της συλλογικής σκέψης και πράξης.
Αυτό αφορά, πρώτον, τις δυνάμεις της μείζονος αντιπολίτευσης. Πολύ ενδεικτική είναι η στάση του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι έχουν μεταβληθεί σε ουρά των τερατολογιών που προτάσσουν οι Κωνσταντοπούλου και Βελόπουλος. Η αδυναμία τους να μετασχηματίσουν το λαϊκό αίσθημα και αίτημα για δικαίωση/δικαιοσύνη σε ένα πραγματικό ρεύμα πολιτικής αλλαγής, είναι ολοκληρωτική. Γι’ αυτό και οι δυνάμεις τους μειώνονται αντί να αυξάνουν, και παίρνουν την κατιούσα δημοσκοπικά μαζί με την κυβέρνηση.
Αντίθετα, εκείνος που ενισχύεται είναι ένα σμήνος θεωριών, αρκετά ετερόκλητο όμως, που συγκλίνει υπό την ευρύτερη ρετσέτα του ‘αντισυστημισμού’. Γι’ αυτόν, θα χρειαστεί να ξαναπιάσουμε λίγο τα πράγματα από την αρχή. Υπάρχει ένα διάχυτο και παλλαϊκό αίτημα για επανεκκίνηση, με συγκεκριμένο περιεχόμενο σε ό,τι αφορά στην αποτελεσματικότητα, τα μεγέθη, την λειτουργία, και την κοινή λογική του κράτους, των θεσμών, του πολιτικού συστήματος. «Να γίνουμε μια κανονική χώρα» θα έλεγε κανείς. Το λάθος της Νέας Δημοκρατίας έγκειται στο γεγονός ότι δεν κατανόησε πως στις ελληνικές συνθήκες αυτή η κανονικότητα προϋποθέτει μια ευρεία ιδεολογική και πολιτική ανατροπή, ενώ η αδυναμία της, έγκειται στο ότι δεν μπορεί να την φέρει σε πέρας.
Απέναντι σε αυτό το αίτημα, έρχεται αυτό το σμήνος αντικανονικών θεωριών. Δεν χτίζουν, όμως, γκρεμίζουν. Προκαλούν έναν ιδιότυπο πολιτικό αναχωρητισμό με ‘σέχτες πιστών’ που πιστεύουν σε μια απόκρυφη πραγματικότητα, όπου οι εξουσιαστές έχουν τελειοποιήσει τον έλεγχο επάνω στις κοινωνίες και τα ανθρώπινα όντα: γι’ αυτές τις θεωρίες ένα κράτος που σχεδόν δεν μπορεί να βιδώσει ούτε μια λάμπα είναι ικανό για την λεπτομερέστερη συνομωσία, η πελαγοδρομούσα κυβέρνηση είναι συμμορία άφταστων εγκληματικών εγκεφάλων, η δικαιοσύνη παρανομεί εξ ορισμού περισσότερο από τις υποθέσεις που καλείται να διαλευκάνει, και το κοινοβούλιο είναι de facto ‘πλυντήριο’ των καταστροφών και των εγκλημάτων που γίνονται σε βάρος της κοινωνίας. Μάλιστα σύμφωνα με αυτές τις θεωρίες υπάρχει συνέργεια της κυβέρνησης και των δυνάμεων της αντιπολίτευσης που κατά τα άλλα την καταγγέλλουν ότι…εγκληματεί. Ακόμα κι όταν δανείζονται μια αντισυστημική πόζα, καταγγέλλονται ως ‘σικέ’.
Αυτού του τύπου ο αντισυστημισμός αυτοσυστήνεται ως ριζοσπαστισμός. Ένας ριζοσπαστισμός όμως που προκαλεί την πολιτική παράλυση της κοινωνίας. Γι’ αυτό εξ άλλου γίνεται και αντικείμενο γεωπολιτικής εργαλειοποίησης. Ήδη σε έγκυρη ιστοσελίδα των Βρυξελλών, αποκαλύφθηκε με τεκμήρια η ενεργοποίηση από Ρωσικές φάρμες bots ψεύτικων λογαριασμών με χιλιάδες αναρτήσεις μέσα σε λίγες μόνον μέρες, όλες με αντικείμενο την προώθηση αυτών ακριβώς των φωνών μέσα στο πάνδημο κύμα της δυσαρέσκειας. Ομολογείται από τους ίδιους τους ιθύνοντες της ρωσικής πολιτικής ότι ένα από τα όπλα που επιστρατεύει –συγκεκριμένα εναντίον της Ευρώπης– είναι όχι μόνον να ενισχύει τα δεξιά και αριστερά κόμματα με φιλορωσικό προσανατολισμό που φλερτάρουν με αυτού τον τύπο τον αντισυστημισμό, αλλά και οποιαδήποτε τάση, θεωρία, ή αντίληψη ευνοεί και επιτείνει την διάρρηξη της εμπιστοσύνης ανάμεσα στην κοινωνία και την πολιτεία, και την κρίση της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού.
Σε αντίθεση με την περυσινή, πρώτη επέτειο η τωρινή συγκυρία φαντάζει ιδανική για τέτοιου τύπου παρεμβάσεις. Με την εκλογή Τραμπ να κλονίζει συθέμελα την διεθνή τάξη πραγμάτων, και την Ευρώπη να καταλαμβάνεται εξ απήνης από την ένταση της αντιπαλότητάς του, η παράλυση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών, ιδίως στις χώρες που βρίσκονται στην μεθόριο, και έχουν και παράδοση στην ισχυρή ρωσική επιρροή –όπως είναι η Ρουμανία ή η Ελλάδα, προφανώς και αποτελεί στοιχείο της ρωσικής στρατηγικής. Και φυσικά της Τουρκίας του Ερντογάν, που έχει κάθε συμφέρον να βλέπει το ελληνικό πολιτικό σύστημα να κλυδωνίζεται.
Υπάρχουν όμως και οι παράπλευρες απώλειες αυτής της ‘ψυχολογικής επιχείρησης’: αυτές οι στάσεις και οι αντιλήψεις προκαλούν την παθητικοποίηση της κοινωνίας, την ίδια ακριβώς στιγμή που υποτίθεται ότι την εξυψώνουν. Ζούμε, όντως, σε οργουελιανούς καιρούς: από την μία διεκδικείται η αυτονομία του λαϊκού παράγοντα, την ίδια στιγμή εντούτοις προωθείται ένα πολιτικό αφήγημα το οποίο τον οδηγεί να ζει σε ένα matrix, όπου τα πάντα προκαθορίζονται και προαποφασίζονται. Έτσι όμως αντιστρέφεται πλήρως το νόημα της έννοιας: το ‘ακηδεμόνευτο’ καταλήγει να σημαίνει, απομονωμένο, απέχον, αρνούμενο να ενταχθεί στην δημοκρατική διαδικασία, μιας και είναι καταφανώς ‘σικέ’. Άρα δίχως εκπροσώπηση, και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο ιδανικό ώστε να αποτελέσει έρμαιο μιας πολιτικής στρατηγικής που ούτε αντιλαμβάνεται, ούτε ελέγχει, και σίγουρα δεν μπορεί να επηρεάσει.
Η νέα αυτή πολιτική τεχνολογία –την οποία δεν εκμεταλλεύονται μόνο μεγάλοι παίκτες, αλλά και μικροί δημαγωγοί, που απλώς επιδιώκουν μια θέση στην ‘αγορά’ –συναρμόζεται με μια βαθύτερη δημοκρατική κρίση. Υπάρχει ούτως ή άλλως η υποβάθμιση της πολιτικής δυνατότητας του κορμού της κοινωνίας, συνάμα μορφωτική, κατακερματισμού των επαγγελματικών δραστηριοτήτων της, διάρρηξης των συλλογικών του ταυτίσεων, καταστροφής των κοινοτήτων του. Το ζήτημα εδώ είναι, ότι η συγκεκριμένη πολιτική τεχνολογία υποδαυλίζει ακόμα περισσότερο αυτήν την κρίση αντί να την θεραπεύσει. Και χρησιμοποιεί τον λαϊκό παράγοντα για να κλονίσει τα θεμέλια του πολιτεύματος –την διάκριση των εξουσιών, την αυτοτέλεια της δικαιοσύνης κ.ο.κ. Στην εποχή των Πούτιν και των Τραμπ αυτό δεν θα πρέπει να λογίζεται ως παράδοξο: υπάρχει η τάση προς μια ‘ενιαία εκτελεστική εξουσία’, η προτίμηση για μια ισχυρή ηγεσία που συγκεντρώνει στα χέρια της και γύρω της όλη την εξουσία.
Ο συγκεκριμένος αντισυστημισμός, επομένως, αυτός που σήμερα προκρίνεται από συγκεκριμένους πόλους δημαγωγικής Δεξιάς και Αριστεράς εντός αλλά και επί των κινητοποιήσεων, δεν έρχεται μόνον να διαστρεβλώσει με αυτόν τον τρόπο τον χαρακτήρα των κινητοποιήσεων και τα πλειοψηφικά εντός τους αιτήματα. Επί πλέον, δημιουργεί κλίμα και ρεύμα υπέρ αυτών των προτύπων ηγεσίας, μεθοδεύοντας έτσι μια βαθύτερη κρίση του πολιτεύματος που είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει σύντομα μια μετάβαση επί το αυταρχικότερον.
Εν κατακλείδι, λοιπόν. Ο πάνδημος χαρακτήρας των κινητοποιήσεων κομίζει όντως ένα ελπιδοφόρο μήνυμα. Και αν η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε ‘δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει’. Το πρόβλημα, εντούτοις, είναι πως το μήνυμα φιμώνεται ταυτόχρονα με την διατύπωσή του, και υπονομεύεται εκ τον ένδον από δυνάμεις που κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να μην εξελιχθεί η διαμαρτυρία σε μια μεγάλη δημοκρατική αλλαγή σε μια «επανάσταση των γαρυφάλλων». Όπως συνηθίζεται πολλές φορές –στο παρελθόν, και ιδίως στους δικούς μας καιρούς όπου μια εποχή τελειώνει μπροστά στα μάτια μας «με οχλοβοή και πάταγο»–, οι ‘εχθροί του πλήθους’ κινούνται άνετα και εντός του.