Ε.Ε 2024: Χάος vs Ορθολογισμός

Μήπως, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν παρεκλίνει από την αποστολή τους, να προστατεύουν δια της ισχύος τους την συλλογική και ατομική ευδαιμονία;
Open Image Modal
Hourglass on euro banknotes
Elizabeth Fernandez via Getty Images

Ο καπιταλισμός, κατά τον Max Wνeber, λειτουργεί με βάση τον ορθολογισμό, δηλαδή υπακούει σε μια σειρά λογικών κανόνων, προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ήτοι η μεγιστοποίηση του κέρδους και, κατά συνέπεια, της ισχύος.

Αυτό υποτίθεται, ότι ισχύει για όλες τις λειτουργούσες επιχειρήσεις,  εντός του νομικού πλαισίου και των χωρικών ορίων ενός αστικού κράτους ή μιας υπερεθνικής ένωσης καπιταλιστικών κρατών. 

Επομένως, συμφώνως με το γερμανό κοινωνιολόγο, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των επιχειρήσεων, οι οποίες επιτυγχάνουν το στόχο τους, τόσο υψηλότερο θα είναι και το επίπεδο ευημερίας και ισχύος της χώρας ή των χωρών εντός των οποίων εδρεύουν και φορολογούνται.

Από τον 19ο αιώνα, μέχρι σήμερα, ο πρωταρχικός εκπρόσωπος της αστικής πολιτειακής οργάνωσης και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η λεγόμενη «Δύση», με βασικούς πυλώνες τις Η.Π.Α κα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι οποίοι, στο αποκορύφωμα της ισχύος τους, μαζί με τους συμμάχους τους, εξελίχθηκαν ως, οι αδιαφιλονίκητοι οικονομικοί και γεωπολιτικοί κυρίαρχοι του πλανήτη, από το 1990, έως τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα.

Από τις αρχές του 2022, όμως, εξαιτίας κυρίως των κρίσεων, που προκάλεσαν οι συνεχιζόμενες ένοπλες συρράξεις μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας και Ισραήλ – Χαμάς, η νομιζόμενη από πολλούς κυριαρχική ισχύς της «Δύσης», αμφισβητείται εντόνως και εμπράκτως από τους ανταγωνιστές της, που δεν είναι άλλοι από την Κίνα τη Ρωσία και τους συμμάχους τους, μαζί με άλλες αναθεωρητικές δυνάμεις, όπως είναι η Τουρκία. 

Αυτό, όμως, το οποίο θα μας απασχολήσει στο σημερινό μας άρθρο, δεν είναι απλώς μια διαπιστωτική περιγραφή της τρέχουσας συγκυρίας, αλλά η διατύπωση ενός δημιουργικού προβληματισμού, που σχετίζεται άμεσα με τη φύση και το χαρακτήρα των σημερινών  οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων στους κόλπους της «Δύσης» και με το τι αυτές προοιωνίζονται για το εγγύς μέλλον.

Είναι αυτές, άραγε, όντως βασισμένες στον ευρωπαϊκό «ορθολογισμό» και στην αρχαιοελληνική αντίληψη, η οποία θέλει το έργο των νομοθετών να αποβλέπει σε μια κοινωνία «ελεύθερη, έμφρονα και φίλη», (Πλάτων, Νόμοι, 693b, βιβλίο Γ’) και άρα ισχυρή και ευημερούσα;

Ή, μήπως, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν παρεκλίνει από την αποστολή τους, να προστατεύουν δια της ισχύος τους την συλλογική και ατομική ευδαιμονία;

Ας ξεκινήσουμε την εξέτασή μας, έχοντας ως βασικό κριτήριο και μέτρο τον «οικονομικό ορθολογισμό».

Η εφαρμογή του, στο πλαίσιο οργανωμένων κοινωνιών, παράγει θετικό οικονομικό αποτέλεσμα, όταν και μόνον όταν η πλειονότητα των επιχειρήσεων επιτυγχάνει τους οικονομικούς της στόχους και της παρέχεται η δυνατότητα να τους διευρύνει με επιτυχία.

Παρόλα αυτά και παρά τα προτάγματα των βασικών αρχών του καπιταλισμού, η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική εντός της Ε.Ε. κάθε άλλο παρά διευκολύνει το έργο των επιχειρήσεων,  την ομαλή προσαρμογή και την επιτυχημένη μετάβασή τους στο διαμορφούμενο νέο οικονομικό περιβάλλον της ανατέλλουσας Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης. 

Οι λόγοι είναι απλούστατοι:

α) Τη στιγμή, που η ευρωπαϊκή πραγματική οικονομία έχει απόλυτη ανάγκη από τις απαραίτητες επενδύσεις, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις ιδιαιτέρως υψηλές απαιτήσεις που επιβάλλουν οι νέες παγκόσμιες οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες, η ΕΚΤ έχει αυξήσει υπερβολικά τα επιτόκια δανεισμού, πιστεύοντας λανθασμένα, ότι με τον περιορισμό της χρηματοδότησης των παραγωγικών επενδύσεων, θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κρίση προσφοράς ενεργειακών πόρων και άλλων κρίσιμων για τη διαδικασία της παραγωγής εμπορευσίμων αγαθών.

Προφανές αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, είναι η οικονομική επιβράδυνση της Ε.Ε., η επαπειλούμενη χρηματοοικονομική κρίση και η αδυναμία της επαρκούς στρατιωτικής της θωράκισης.

β) Η περίεργη άρνησή της και ατολμία να εκμεταλλευθεί τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, και η ακόμη πιο περίεργη εμμονή της να τιμολογεί στα ύψη την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, εξαρτώντας την, ανορθολογικώς, από τη χρηματιστηριακή τιμή του φυσικού αερίου, τη στιγμή που αυτό αποτελεί μόνο ένα κλάσμα του απαιτούμενου μίγματος για  την παραγωγή του.

Έτσι οι υψηλές ενεργειακές της απαιτήσεις την αναγκάζουν να πληρώνει πανάκριβα, συν τοις άλλοις, το μεταφερόμενο από τις ΗΠΑ LNG και το τελικό δυσθεώρητο ενεργειακό κόστος να μετακυλίεται σε όλο το φάσμα των παραγομένων ευρωπαϊκών προϊόντων, καθιστώντας τα μη ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά.

γ) Η ιδεοληπτική στάση ισχυρών πολιτικών παραγόντων, οι οποίοι επιμένοντας σε μια, πέρα από κάθε έλεγχο, εισροή μουσουλμανικών πληθυσμών,  έχουν δημιουργήσει στους κόλπους των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών χωρών μη αφομοιώσιμους  μουσουλμανικούς θύλακες,  μερίδα των οποίων, πολλάκις, εμπνεόμενοι από εξωευρωπαϊκά πολιτισμικά πρότυπα, κάθε άλλο παρά συμβάλλουν σε μια λειτουργική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

δ) Η εμμονική απουσία κάθε δημογραφικής πολιτικής, που θα ήταν ικανή να αντιστρέψει την καταστροφική τάση γήρανσης και μείωσης του ευρωπαϊκού πληθυσμού, καθώς και η επικίνδυνη εμφιλοχώρηση θεωριών περί «αντικαταστάσεως πληθυσμού» μέσω των μαζικών και παράνομων μεταναστατευτικών ροών.

ε) Η ωμή καταστρατήγηση, στον τομέα της παραγωγής και διανομής ενέργειας, του “laissez faire”, που οραματίστηκαν οι φυσιοκράτες οικονομολόγοι, ο Γκουρναί, ο Άνταμ Σμιθ και που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της φιλελεύθερης οικονομίας.

Με ανορθολογικές φορολογικές παρεμβάσεις και τιμωρητικές   επιβαρύνσεις, τα κράτη της Ε.Ε. καθιστούν τη χρήση υδρογονανθράκων και λιγνίτη ασύμφορη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, παρόλο που μέχρι στιγμής είναι  αδύνατον να χρησιμοποιηθούν οι κατάλληλοι συσσωρευτές του παραγόμενου ηλεκτρικού ρεύματος από Α.Π.Ε. και τα κατάλληλα δίκτυα διανομής δεν προβλέπεται να ολοκληρωθούν στο εγγύς μέλλον.

Διά του λόγου το αληθές αρκεί να σημειωθεί, ότι το 2022, παγκοσμίως, μόνο το 12% της χρησιμοποιηθείσης ενέργειας προήλθε από Α.Π.Ε., συμφώνως με τα στοιχεία του ινστιτούτου Έμπερ.

Με τέτοιου είδους πρακτικές, αποκλείεται η ομαλή και χωρίς επικίνδυνες παλινδρομήσεις, μετάβαση από την οικονομία των υδρογονανθράκων στην οικονομία των Α.Π.Ε.

Όταν μάλιστα έχει αποκλειστεί  το φυσικό αέριο, ως βασικός μεταβατικός ενεργειακός πόρος, όπως αρχικά είχε προταθεί από έγκυρες δεξαμενές σκέψης.

Εκ των ανωτέρω συνάγονται τα εξής:

1. O οικονομικός ορθολογισμός, στην Ευρώπη έχει ευτελισθεί, αφού με κρατικές αποφάσεις προωθούνται τα συμφέροντα ορισμένων ομάδων, κυρίως στο χώρο της παραγωγής και διανομής της ενέργειας, εις βάρος του γενικού συμφέροντος, ενώ συγχρόνως καταργείται, στην πράξη, το πνεύμα του «laissez faire», που απεχθάνεται κάθε κρατικό παρεμβατισμό.

2. Οι παντελώς ανεξέλεγκτες και μη αφομοιώσιμες μεταναστευτικές ροές αναβάλλουν, εάν δεν ματαιώνουν τη δημιουργία ενός ισχυρού και ομοιογενούς εσωτερικού ευρωπαϊκού μετώπου, με κοινές αξίες και όραμα.

Συνθήκη απαραίτητη για την επιτυχημένη μετάβαση των ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών στο περιβάλλον της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης.

3. Υπό συνθήκες οικονομικής επιβράδυνσης ή ακόμη και ύφεσης, οι οποίες υποθάλπουν τις κοινωνικές διαιρέσεις και εντάσεις, δεν είναι δυνατόν η Ευρώπη να αντεπεξέλθει στις σύγχρονες οικονομικές και γεωπολιτικές προκλήσεις και να διατηρηθεί στο παγκόσμιο προσκήνιο, ως πραγματικός πρωταγωνιστικός παράγων.

Οι καιροί ου μενετοί…

Είναι επείγουσα ανάγκη, η λήψη λυσιτελών αποφάσεων και η ταχεία εφαρμογή τους, προκειμένου να αποσοβηθούν τα υπό διαμόρφωση δυστοπικά σενάρια σε βάρος της Γηραιάς Ηπείρου, η πραγματοποίηση των οποίων θα σημάνει την οικονομική, δημογραφική και στρατιωτική της απίσχναση. 

Η πρότασή για την αποτροπή των απευκταίων σεναρίων, στοχεύει στη  δημιουργία ενός μίγματος οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, με στόχο την επιτυχημένη μετάβαση στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, την οικονομική αειφορία και την κοινωνική συνοχή και ειρήνη.

Τις βασικές κατευθύνσεις αυτού του μίγματος, μας τις παραδίδει η σχολή σκέψης της Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς.

Δηλαδή  ένα σύνολο κανόνων, που προωθούν και διευκολύνουν την ανάπτυξη της φιλελεύθερης οικονομίας, στο πλαίσιο μιας συνεκτικής κοινωνίας, χωρίς κρατικές παρεμβάσεις, που φαλκιδεύουν τον υγιή ανταγωνισμό και με στόχο την, κατά το δυνατόν, αδιατάρακτη ευημερία του συνόλου, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες, που επιβάλλονται ριζικές μεταβολές και μεταρρυθμίσεις του εκάστοτε ισχύοντος οικονομικού μοντέλου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιτυχημένης πρακτικής εφαρμογής της Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς, αποτελούν οι πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής Δυτ. Γερμανίας, όταν την ευθύνη για την επιλογή και την εφαρμογή της οικονομικής της πολιτικής, είχε αναλάβει η «παρέα του Φράϊμπουργκ», με επικεφαλής τους Ludwig Erhard, Alfred Muller-Armack και τον καγκελάριο Konrad Adenauer.

Με λίγα λόγια, η ηγετική αυτή ομάδα αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση μιας καθημαγμένης από τον πόλεμο Γερμανίας, κατάφερε να δημιουργήσει συνθήκες ταχείας ανάπτυξης, ανόθευτου ανταγωνισμού, κοινωνικής πρόνοιας, συνοχής, και επανεκπαίδευσης του ανθρωπίνου δυναμικού,   υλοποιώντας τα προτάγματα  ενός ad hoc μίγματος  Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς και  Συνταγματικού Φιλελευθερισμού (Ordoliberalismus), με εξαιρετική επιτυχία.

Αξίζει, εμβολίμως, να σημειωθεί , ότι έν τινι μέτρω, η πολιτική αυτή, μέχρι το 1970, ακολουθήθηκε, έστω και με διάφορες παραλλαγές, από σύνολη τη Δύση.

Τα αποτελέσματα αυτού του πολιτικού – οικονομικού – κοινωνικού εγχειρήματος, σε διάστημα μιας δεκαετίας, ήταν τέτοια, που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό αυτής της περιόδου, ως το «γερμανικό οικονομικό θαύμα».

Τα βαθύτερα αίτια και οι ρίζες αυτής της επιτυχίας, εντοπίζονται στην εφαρμογή ενός συμπεριληπτικού οικονομικού ορθολογισμού, εναρμονισμένου με το πνεύμα των Ελλήνων θεμελιωτών της ηθικοπολιτικής φιλοσοφίας και οικονομίας.

Πράγματι, η γερμανική οικονομία απογειώθηκε:

α) «ελευθέρως, εμφρόνως και με συνοχή», όπως προτείνει ο Πλάτων στους Νόμους του

β) δημιουργώντας μια ισχυρότατη μεσαία τάξη, συμφώνως με το πρόταγμα της «μέσης Πόλης» των Πολιτικών του Αριστοτέλη και

γ) δημιουργώντας παραγωγικές υποδομές και φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, συμφώνως με το πνεύμα του Ξενοφώντος, στο έργο του «Πόροι ή περί Προσόδων».  

Όπως αντιλαμβανόμαστε, εκτός από τα χρήσιμα θεωρητικά υποδείγματα των οικονομολόγων, υπάρχουν και τα ακόμη πιο χρήσιμα πρακτικά ιστορικά παραδείγματα, που είναι δυνατόν να χρησιμεύσουν στις σύγχρονες κοινωνίες, ως ασφαλείς οδοδείκτες και πυξίδες.

Επομένως, εάν υπάρχει, έστω και η παραμικρή, ελπίδα να διδαχθεί η πελαγοδρομούσα ανθρωπότητα από την ίδια της την εμπειρία, τότε θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια, από όλους μας, ώστε να χαράξει τη ρότα της, με συντεταγμένες το πνεύμα της Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς, της Ελληνικής ηθικοπολιτικής και οικονομικής φιλοσοφίας, με τελικό στόχο την επικράτηση ενός συμπεριληπτικού οικονομικού ορθολογισμού, όπως τον έχουμε ήδη ορίσει.

Διότι, απλά, εκτιμώ, ότι κοινωνίες που εξασφαλίζουν την ευημερία, την ασφάλεια και την αποτρεπτική τους ικανότητα, πολύ δύσκολα εμπλέκονται σε τυχοδιωκτικά σενάρια, διακυβεύοντας την εσωτερική τους γαλήνη και την παγκόσμια ειρήνη.