ΕΕ και Γαλλία δηλώνουν έτοιμες για αντίποινα απέναντι στις αμερικανικές απειλές για δασμούς

Απαντήσεις στις απειλές Τραμπ.
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Η Γαλλία και η ΕΕ, ανέφεραν την Τρίτη ότι είναι έτοιμες να προβούν σε αντίποινα εάν ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υλοποιήσει τις απειλές του περί επιβολής δασμών μέχρι και 100% σε εισαγωγές σαμπάνιας, τσαντών και άλλων γαλλικών προϊόντων αξίας 2,4 δισ. δολαρίων.

Η απειλή των «τιμωρητικών» δασμών έλαβε χώρα αφού έρευνα της αμερικανικής κυβέρνησης έδειξε πως ο νέος φόρος της Γαλλίας περί ψηφιακών υπηρεσιών θα έβλαπτε τις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας, και θα εντείνει την εμπορική αντιπαράθεση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ.

«Αρχίζουν να φορολογούν τα προϊόντα άλλων, οπότε πάμε και εμείς και φορολογούμε αυτούς» είπε ο Τραμπ στην Τρίτη, εν όψει της συνόδου του ΝΑΤΟ.

Προηγουμένως είχε πει ότι δεν θα επέτρεπε στη Γαλλία να εκμεταλλευτεί τις αμερικανικές εταιρείες και ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει πολύ άδικα τις ΗΠΑ στο εμπόριο.

Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λε Μερ, χαρακτήρισε τη νέα αμερικανική απειλή περί δασμών απαράδεκτη και πρόσθεσε ότι ο γαλλικός νόμος δεν κάνει διακρίσεις σε βάρος αμερικανικών εταιρειών.

«Σε περίπτωση νέων αμερικανικών κυρώσεων, η ΕΕ είναι έτοιμη να προβεί σε αντίποινα» είπε ο Λε Μερ στο Radio Classique.

Αργότερα δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου: «Δεν στοχοποιούμε καμία χώρα».

Η αντιπαράθεση για τους δασμούς σηματοδοτεί ένα νέο χαμηλό σημείο στις σχέσεις μεταξύ του Τραμπ και του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Οι δύο ηγέτες είναι σε σύγκρουση σχετικά με τη μονομερή αμερικανική προσέγγιση σε θέματα όπως το εμπόριο, η κλιματική αλλαγή και το Ιράν.

Η Κομισιόν ανέφερε ότι οι 28 χώρες της ΕΕ θα ενεργήσουν από κοινού και ότι το καλύτερο μέρος για διευθέτηση αυτών των διαφορών ήταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.

Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει ήδη δασμούς 25% στα γαλλικά κρασιά και τυριά στο πλαίσιο της αντίδρασης στις επιδοτήσεις της ΕΕ στην αεροπορική βιομηχανία, μία κίνηση για την οποία εξαγωγείς έχουν προειδοποιήσει πως θα πλήξει τους Αμερικανούς καταναλωτές ενώ παράλληλα αποτελεί βαρύ χτύπημα για τους Γάλλους παραγωγούς.