Μια νέα σειρά έργων παρουσιάζει η ζωγράφος Εύα Αποστολάτου στην έκτη ατομική της έκθεση με τίτλο «Αχτίδες», στη Γκαλερί Αργώ.
Για την πλειοψηφία των έργων που αποτελούνται από ουρανό, σύννεφα, θάλασσα και αχτίδες, η ζωγράφος μιλάει για τον τρόπο με το οποίο η τέχνη εξοικειώνει τον θεατή, πώς μας συνδέει μεταξύ μας και γιατί είναι παντοδύναμος ο καλλιτέχνης.
-Με ποιο τρόπο ένα έργο γίνεται κατανοητό στον θεατή, ακόμα κι όταν ο ίδιος δεν σχετίζεται με την τέχνη;
Αν ένα έργο είναι παραστατικό, είναι ούτως ή άλλως οικείο στον θεατή ως εικόνα και ως έννοια. Γίνεται όμως ακόμα πιο εύληπτο, όταν ο καλλιτέχνης εκτός από την πιστή μεταφορά του πράγματος που θέλει να απεικονίσει, δημιουργήσει την συγκεκριμένη εικόνα την οποία η πλειοψηφία του κόσμου θα σκεφτεί για αυτό το πράγμα, στο πρώτο άκουσμα της λέξης.
Για παράδειγμα αν ακούσουν οι άνθρωποι «ένα πράσινο λιβάδι» ή «ένα γαλάζιο ουρανό», οι περισσότεροι ασυναίσθητα θα σκεφτούν ένα συγκεκριμένο πράσινο και ένα συγκεκριμένο γαλάζιο για αυτά.
Σίγουρα αυτό επηρεάζεται από πολλά πράγματα. Όμως όπως έχει καθοριστεί ένα περίπου κοινό λεξιλόγιο για τις έννοιες ανά τον κόσμο, έτσι έχει καθοριστεί και για τα χρώματα ένα κοινό χρωματολόγιο για τις ίδιες έννοιες. Δηλαδή η τέχνη δημιουργεί με εικόνες ένα οικουμενικό λεξιλόγιο.
Οι χρωματικές αυτές γενικεύσεις είναι προερχόμενες από την φύση και συνήθως ασυναίσθητα εξιδανικευμένες κατά το πλατωνικό ιδεώδες.
Όταν ένα έργο αντανακλά αυτή την εγκεφαλική καταγραφή που έχουμε κάνει όλοι, τότε η γέφυρα επικοινωνίας με το κοινό μεγαλώνει.
Ακόμα και μια αφαιρετική φόρμα αρκεί, για να σκεφτεί κάτι συγκεκριμένο ο εγκέφαλος. Για παράδειγμα ένα κόκκινο ή πορτοκαλί παραπέμπει άμεσα στην δύση. Ένα βαθύ μπλε μπορεί να παραπέμπει στο Αιγαίο και ένα λευκό πάνω στο μπλε σε ένα βαρκάκι ή σε ένα γλάρο.
Οι λέξεις «Φως και γαλάζιο» ως έννοιες, συνοψίζουν την Ελλάδα και η λέξη «θάλασσα» που είναι πότε φουρτουνιασμένη και πότε γαλήνια ταυτίζεται με την ιστορία και τον μακραίωνο πολιτισμό της.
Δηλαδή όταν γνωρίζουμε εκ των προτέρων ένα αντικείμενο ή μια έννοια, ο συνειρμός είναι άμεσος. Αυτό συμβαίνει όπως για παράδειγμα όταν μπαίνει λίγο πρωινό φως στο σπίτι μας και αναγνωρίζουμε τον χώρο ακόμα κι αν βλέπουμε μόνο τις σκιές των πραγμάτων. Αν δεν προϋπήρχε η γνώση, πχ. αν ήμασταν σε ένα ξένο χώρο, τότε οι σκιές και τα πράγματα θα μας παραξένευαν.
Όπως και στο σπήλαιο του Πλάτωνα, όπου επειδή οι σκιές των πραγμάτων δεν προέρχονται από οικεία πράγματα, αυτό που νομίζουν οι άνθρωποι μέσα στην σπηλιά είναι μακριά από την πραγματικότητα.
-Πώς το έχετε εφαρμόσει στα έργα σας αυτό;
Επιδιώκω τα χρώματα στα τοπία μου, να κατατείνουν σε αυτές τις γενικευμένες χρωματικές σχέσεις. Επιπλέον με την παραδοχή ότι είναι τόσο εγχάρακτες στον εγκέφαλο αυτές οι χρωματικές και εννοιολογικές σχέσεις, πειραματίστηκα μέχρι και να τις αποδομήσω σε ένα έργο, για να επαληθεύσω ακριβώς αυτό, ότι όταν οι χρωματικές σχέσεις παραμένουν φυσικές, το αποτέλεσμα δεν επηρεάζεται από μια καλλιτεχνική επιλογή.
Συγκεκριμένα επέλεξα ένα τοπίο με μια οικεία σε όλους χρωματική σχέση του ουρανού με τα σύννεφα νωρίς το απόγευμα, πριν την δύση του ηλίου. Εκείνη την ώρα ο ουρανός πρασινίζει κοντά στην γραμμή του ορίζοντα και τα σύννεφα κιτρινίζουν. Χωρίς να αλλάξω την χρωματική μεταξύ τους σχέση, αντέστρεψα μόνο την θέση που βρίσκονται τα χρώματα. Έβαλα δηλαδή το χρώμα του ουρανού στα σύννεφα και των σύννεφων στον ουρανό. Δηλαδή πρασίνισα «εσφαλμένα» τα σύννεφα και κιτρίνισα τον ουρανό.
Όσους ρώτησα αν έβρισκαν κάτι παράταιρο, απαντούσαν «όχι». Θεωρώ πως αυτό συνέβη επειδή η χρωματική σχέση παρέμενε -όπως την θεωρεί ο εγκέφαλος- σωστή. Επειδή η οικεία πληροφορία της ώρας του απογεύματος είχε δοθεί, ήταν περιττό το πού βρίσκεται τι.
Για αυτό τον λόγο εξαίρω τα εξπρεσσιονιστικά και τα άμορφα έργα της αφηρημένης τέχνης. Τα αφαιρετικά χρώματα και σχήματα τους, παραπέμπουν σε καταγεγραμμένες καθολικές έννοιες στον εγκέφαλο. Σε μια αγαπημένη μου θαλασσογραφία του Νόλντε για παράδειγμα, κοιτώντας ξεχωριστά το καθετί, θα έλεγε κανείς ότι «ποτέ δεν έχω δει τέτοιο χρώμα στον ουρανό ή στην θάλασσα», κι όμως, όλο μαζί το έργο είναι απόλυτα φυσικό και κατανοητό από τον οποιονδήποτε. Αν αφαιρούσαμε τις λέξεις, θα επικοινωνούσαμε με την τέχνη και καμιά φορά και καλύτερα.
-Υπάρχει άλλος τρόπος η τέχνη να είναι προσεγγίσιμη από τον θεατή;
Σίγουρα μια άλλη παράμετρος οικειότητας του έργου με τον θεατή, είναι η ύπαρξη της καλαισθησίας τουλάχιστον σε ένα πρωτογενές επίπεδο. Είναι αυτή που μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα με τα βαθύτερα νοήματα. Χωρίς αυτή μπορεί ο θεατής να αποτραπεί από το να συνεχίσει να θεάται ένα έργο τέχνης, να μην εισπράξει τα νοήματα του και μην καλλιεργηθεί ως άνθρωπος κατά συνέπεια. Αυτή η έλλειψη θα αντικατοπτριστεί μετά στην κοινωνία.
Παράδειγμα ταυτόχρονα αισθητικής αφήγησης και βαθιάς νοηματοδότησης αποτελούν τα ποιήματα των εθνικών μας ποιητών. Διδάσκονται στα παιδιά, είναι αρεστά και κατανοητά σε πρώτο επίπεδο, αλλά και μια επιτροπή ειδικών μπορεί να τα βραβεύσει σε ύψιστο επίπεδο, όπως με Νόμπελ.
Η μεγάλη τέχνη όπως και οι μεγάλες ιδέες στην επιστήμη και στην εξέλιξη, έχουν αποδοχή -έστω σε τελικό επίπεδο- από την κοινή γνώμη ακόμα κι όταν στην εποχή τους δεν έγιναν αποδεκτά.
-Η κοινή γνώμη μπορεί να κρίνει την τέχνη;
Η κοινή γνώμη του μέσου ανθρώπου πρέπει να απασχολεί τους σχετιζόμενους με την τέχνη και να μην θεωρείται η τέχνη μόνο μια εξειδικευμένη διαδικασία. Αυτό πρέπει να συμβαίνει για δύο λόγους: Μια πιο πολιτισμένη κοινωνία είναι πιο ειρηνική και ένα πιο καλλιεργημένο αγοραστικό κοινό θα στραφεί και προς την τέχνη.
Το ευεργέτημα τότε θα είναι διπλό, ως προς την πνευματική ανάταξη του θεατή και ως προς τον οικονομικό δείκτη των σχετιζόμενων με την τέχνη.
Η έννοια όμως της καλλιτεχνικής αξίας ενός έργου σε σχέση με το κόστος του μπορεί να παραπλανήσει, όταν το κόστος αναφέρεται στην κερδοφορία και την ματαιοδοξία και όχι στην ιστορική αξία.
Τα όρια αυτών των εννοιών είναι τόσο δυσδιάκριτα, όσο αν προσπαθούσε κανείς να ορίσει πχ «πόσο κοστίζει ένα πραγματικό ηλιοβασίλεμα». Μπορεί αυτό να είναι σε ένα διαφημισμένο τουριστικό προορισμό, όμως να μην έχει κάποιος αυτόν που θέλει δίπλα του και έτσι οι σημασίες να μετακυλίονται συνεχώς.
Από την άλλη μεριά, η καλαισθησία και ο στοχασμός δεν πρέπει να αποτελεί μονοπώλιο και χρέος μόνο της τέχνης. Αν ο καθένας από το μετερίζι του, κάνει είτε την δουλειά του πιο καλαίσθητη είτε την συμπεριφορά του, τότε αυτό θα απεικονισθεί στον κόσμο.
-Στη ζωή του ο καλλιτέχνης συνδιαλέγεται πιο συχνά από ότι οι άλλοι άνθρωποι, με αυτές τις έννοιες;
Ναι, όσο του επιτρέπουν οι πρακτικές δυσκολίες της ζωής, οι οποίες ξεκινούν μόλις από τα οχτώ πρώτα χρόνια του και μετά.
Μέχρι τα οχτώ περίπου, η έκφραση του λόγου στα παιδιά είναι περιορισμένη και όλα εκφράζονται περισσότερο μέσω της ζωγραφικής. Μετά όμως μόνο οι ζωγράφοι συνεχίζουν να ζωγραφίζουν, πάντα ως μειοψηφία.
Άλλη μια δυσκολία είναι ότι συχνά οι καλλιτέχνες φοβούνται ότι είναι περιττό αυτό που κάνουν, για τους ρυθμούς μιας κοινωνίας προσανατολισμένης στην οικονομία και την τεχνολογία, όπου για λόγους κοινού μέτρου, αποτιμά κάποια πράγματα βάσει της κερδοφορίας τους.
Όμως οι καλλιτέχνες τουναντίον, έχουν συστατικά που λείπουν και χρειάζονται σε μια κοινωνία.
Οι καλλιτέχνες μέσα από την τέχνη τους αντιστέκονται. Δεν τους νοιάζει να επιβληθούν. Δεν φοβούνται να διαφέρουν. Μπορούν να ζωγραφίζουν με ένα πινέλο όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια πριν, όταν κάποιοι παίζουν το τελευταίο ηλεκτρονικό παιχνίδι.
Δεν νιώθουν φτωχοί κι άμα νιώθουν, διαβάζουν. Είναι ευτυχισμένοι. Δεν χρειάζονται αντικαταθλιπτικά και άπειρα καταναλωτικά αγαθά. Κλείνουν την τηλεόραση και να την ξανανοίγουν αφού γέννησαν κάτι δικό τους. Δεν βάζουν στο μυαλό τους, μόνο το μυαλό των άλλων. Συνεχίζουν τον Πολιτισμό για τους επόμενους, ως το δάνειο που πήραν κι αυτοί.
Δεν τους νοιάζει η ενδοκοσμική, αλλά η ιστορική τους αθανασία. Ξέρουν πως άλλοι έχουν περάσει πολύ χειρότερα και αντέχουν. Δεν λιγοψυχούν. Δεν νιώθουν μόνοι, έχουν την τέχνη και την φύση. Και είναι παντοδύναμοι τελικά, διότι όπως και να ‘χει: Οι ζωγράφοι με μόνο ένα πινέλο, ένα καμβά και λίγα χρώματα, μπορούν να γεννήσουν έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει και να φέρουν τους Αντιπαξούς να κρέμονται μέσα σ’ ένα σαλόνι. Οι καλλιτέχνες μπορούν να δημιουργήσουν τα πάντα.
Λίγα λόγια για τη ζωγράφο
Η Εύα Αποστολάτου γεννήθηκε στην Αθήνα και έχει καταγωγή από την Κεφαλλονιά. Διδάχθηκε σχέδιο και ζωγραφική στο Εργαστήρι του Ν. Στέφου και σπούδασε Ζωγραφική και Σκηνογραφία στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1995 ως το 2000.
Έχει κερδίσει τα βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών της Τάξης Γραμμάτων και Τεχνών, απονεμόμενο σε διαπρέποντα Έλληνα ζωγράφο από τους νεότερους, τον Δεκέμβριο του 2016 και της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος σε συνδιοργάνωση με το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, για το θεατρικό μονόπρακτο 30 σελίδων ‘’Ψευδής Ιστορία’’, τον Δεκέμβριο του 2021.
Η έκθεση «Αχτίδες» είναι η 6η ατομική έκθεση της. Οι προηγούμενες έχουν πραγματοποιηθεί στο Κολωνάκι, το Λονδίνο και την Λεμεσό.
Έχει παρουσιάσει έργα της σε 9 ομιλίες της, αναφορικά με την Ιστορία και Φιλοσοφία της Τέχνης, καθώς και με την Παραστατική Γεωμετρία. (Συνέδριο για τον Μ. Αλέξανδρο - πρόγραμμα E-Learning του Πανεπιστημίου Αθηνών ΕΚΠΑ, Συνέδριο για την αστρονόμο και φιλόσοφο Υπατία - Τεχνόπολη Γκάζι, Πολιτιστικό κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» του Δήμου Αθηναίων, Πολυχώρος Φίλιον κ.α).
Έχει συμμετάσχει σε 60 ομαδικές εκθέσεις. Έργα της βρίσκονται σε μουσεία, πινακοθήκες και σε ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Info
«Αχτίδες»
Ατομική έκθεση Εύας Αποστολάτου
Γκαλερί Αργώ, Νεοφύτου Δούκα 5, Κολωνάκι, τηλ. 210 7249777
Ημέρες και ώρες λειτουργίας:
Τρίτη – Παρασκευή, 10:00 – 14:00 και 17:00 – 20:00, Σάββατο 11:00 – 15:00
Διάρκεια έκθεσης έως Σάββατο 18 Ιουνίου 2022.