Ευρωεκλογές: Η ανανέωση εκκρεμεί, και η καθυστέρηση ξοδεύει δανεικό χρόνο

H τωρινή εκλογική αναμέτρηση παίρνει τον χαρακτήρα μιας μεγάλης ιδεολογικής σύγκρουσης γύρω από το μέλλον της Ευρώπης.
Open Image Modal
via Associated Press

Των Γιώργου Καραμπελιά - Γιώργου Ρακκά

 

Τις προηγούμενες ημέρες δημοσιοποιήθηκαν τα στοιχεία απορροφησιμότητας των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Και στο πεδίο όπου χωλαίνει περισσότερο η Ελλάδα, δηλαδή στον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, υλοποιήθηκαν μόνο τα 1,20 από τα 5,27 δισ.€ – δηλαδή το 22,9%. Αντ’ αυτού, παρά την κάποια ανάπτυξη των εξαγωγών, δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από το κλασικό μοντέλο: τουρισμός, οικοδομή, AirBNB, και τζόγος (στα 36 δισ. ευρώ ανήλθε το σύνολο των πονταρισμάτων το 2023, δηλαδή σχεδόν 20% του ΑΕΠ της χώρας!) Παράλληλα, οι επενδύσεις παραμένουν καθηλωμένες στο 14,0% του ΑΕΠ ενώ όπως αναφέρουν οι Financial Times, οι –ανεπαρκείς– μεγεθυντικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, δεν μπορούν να αποκρύψουν την στασιμότητα των μισθών και του βιοτικού επιπέδου.

Πρόκειται για απόρροια του ίδιου ζητήματος, της αδυναμίας της κυβέρνησης να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση του κράτους, και του παρασιτικού χαρακτήρα του ελληνικού κεφαλαίου. Μπορεί να γίνονται επιμέρους μεταρρυθμίσεις, όπως η ψηφιοποίηση ή οι αλλαγές στη δικαιοσύνη, αλλά απουσιάζει μια ευρύτερη αλλαγή που θα επιτρέψει στο κράτος να καταστεί αναπτυξιακό. Και δεν αναφερόμαστε στην επιστροφή στο παρασιτικό κράτος-εργοδότη της μεταπολίτευσης, αλλά, σε μια χώρα όπου το βραχυχρόνιο κέρδος επιτυγχάνεται ταχύτερα στον τουρισμό, την οικοδομή, τον τζόγο, η παραγωγική ανασυγκρότηση απαιτεί ένα κράτος που να προσανατολίζει και να οργανώνει τις παραγωγικές επενδύσεις.  Αντίθετα, ακόμα και στους εξοπλισμούς, παρά τις διακηρύξεις για την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας, στην πράξη το αντίκρισμα είναι πενιχρότατο.

Εδώ και 2-3 χρόνια συζητείται η γεωπολιτική αναβάθμιση που είναι σε θέση να επιτύχει η Ελλάδα, καθώς οξύνεται ο ανταγωνισμός με το ευρασιατικό μπλοκ, και η Τουρκία μάλλον κινείται σε μια κατεύθυνση απαγκίστρωσης από τη Δύση. Όμως, είναι χαρακτηριστική η ευκολία με την οποία οι ιθύνοντες επανέρχονται στις βολικές αυταπάτες μιας ελληνοτουρκικής συνεννόησης, που κυριάρχησαν κατά την περίοδο 1996-2020. Διότι, οι ελληνικές ελίτ, στην καλύτερη περίπτωση, ενεργούν μόνο αντανακλαστικά, και κάτω από την πίεση του Ερντογάν. Όταν, αντίθετα, αυτή η πίεση χαλαρώνει, οι ελληνικές ελίτ είναι έτοιμες να κάνουν τη δουλειά της Τουρκίας, που αυτή τη στιγμή, θέλει να δείξει καλό πρόσωπο προς τη Δύση, προκειμένου να αποσπάσει τα F-16 από τις ΗΠΑ και χρήματα από την Ευρώπη. Και παρότι δεν εννοούμε να σηκώσουμε κάποια πολεμική παντιέρα, αρνούμενοι κάθε συζήτηση, δεν μπορούμε να αφήνουμε αναπάντητες τις διαρκείς προκλήσεις: Κύπρος, Μονή της Χώρας, θαλάσσια πάρκα, εισαγωγή της «γαλάζιας Πατρίδας» στα τουρκικά σχολεία κ.λπ.

Στα δυτικά Βαλκάνια, η θρασύτητα του Ράμα στην υπόθεση Μπελέρη, με σκοπό την αρπαγή των περιουσιών από τους Έλληνες της Χιμάρας, συναγωνίζεται εκείνη των Σκοπιανών, μετά την συμφωνία των Πρεσπών. Και όμως δεν διαφαίνεται κάποια στρατηγική για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα ώστε να μπει φραγμός στους καλοθελητές, την Τουρκία και τη Ρωσία, που θέλουν να βάλουν φωτιά και πάλι στην πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων.  

«Εγώ ελπίζω να την βολέψω»: οι μίζεροι πολιτικοί ορίζοντες

Η παρακμή είναι γενική, και έχει πολιτικές, κοινωνικές και βαθύτατα ιδεολογικές διαστάσεις. Κάτι που αναδεικνύεται αδιαμφισβήτητα στις παρούσες ευρωπαϊκές εκλογές, και τις χαμηλές προσδοκίες που διατυπώνουν ενόψει αυτών όλα τα κόμματα, αρχής γενομένης από τη ΝΔ.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι, ούτως ή άλλως, οι Ευρωεκλογές είναι μια αναμέτρηση χαμηλού ενδιαφέροντος, καθώς η ΕΕ έχει εξελιχθεί σε ένα απόμακρο και ομφαλοσκοπικό γραφειοκρατικό οικοδόμημα. Ωστόσο, η τωρινή εκλογική αναμέτρηση παίρνει τον χαρακτήρα μιας μεγάλης ιδεολογικής σύγκρουσης γύρω από το μέλλον της Ευρώπης: σε σχέση με τη μετανάστευση, την ευρωπαϊκή άμυνα, την ενεργειακή ή την παραγωγική αυτοδυναμία, την προάσπιση του ευρωπαϊκού πολιτισμού απέναντι στην εθνοαποδόμηση, το woke, και τον διαλυτικό πολυπολιτισμό.

Στην Ελλάδα, αντίθετα, παρότι αυτά τα ζητήματα αποτελούν για μας ζήτημα ζωής ή θανάτου, κυριαρχούν οι γελοιότητες του τικ-τοκ και η δυσοσμία πολυκαιρισμένης φέτας. Έτσι, οι σοβαροί πολίτες και οι νέοι απομακρύνονται από την πολιτική, η αποχή ανεβαίνει, και το πολιτικό επίπεδο της αντιπαράθεσης πέφτει στο ναδίρ. Η ίδια η κυβέρνηση ενδιαφέρεται μόνο να διατηρήσει το περιβόητο 33%, ενώ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν θέσει ως κορυφαίο τους στόχο το ποιος θα βγει δεύτερος – ώστε να διασφαλιστεί η παραμονή των προέδρων τους στη θέση τους.  

Το ΚΚΕ διαγκωνίζεται με την Ελληνική Λύση για την 4η θέση, αλλά το μόνο του μέλημά είναι να προωθήσει την επιρροή του στην αριστερή νεολαία, με τις αβανταδόρικες ατάκες του Δ. Κουτσούμπα, ακριβώς γιατί ο κύριος όγκος των δυνάμεών του γερνάει και η επιρροή του στη νεολαία φθίνει, καθώς ο κύκλος της ηγεμονίας των ιδεών του έχει κλείσει οριστικά.

Η πέραν της ΝΔ Δεξιά, σκιαμαχεί με τη δική της έλλειψη σοβαρότητας, αδυνατώντας να απαγκιστρωθεί από καρικατούρες. Αναπόφευκτη εξέλιξη, καθώς, όλα τα προηγούμενα χρόνια, ο χώρος αυτός στηρίχτηκε κατ’ εξοχήν στην άρνηση των εμβολίων, την πουτινοφιλία και τις παραληρηματικές θεωρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. ΄Έτσι δεν δημιουργεί ένα ελκυστικό πλαίσιο ώστε να υποδεχθεί τη δυσαρέσκεια της νεοδημοκρατικής βάσης, όπως το κατάφεραν η Λε Πέν και η Μελόνι. Αντίθετα, η έλλειψη σοβαρότητας ωθεί τους δυσαρεστημένους της ΝΔ στην αποχή, ή ευνοεί τον επαναπατρισμό τους – ιδίως έπειτα από τη συμπερίληψη του Φρέντι Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ..

Πράγματι, ο αρχηγός της ΝΔ αποφάσισε τη συμμετοχή του Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο μόνον αφότου συνειδητοποίησε το μέγεθος των απωλειών που του επιφυλάσσει η κύρωση του γάμου των ομοφύλων και της τεκνοθεσίας τους. Λειτούργησε για άλλη μια φορά πυροσβεστικά και υποχρεώθηκε να ακολουθήσει το μπλοκ που έβλεπε την υποψηφιότητα Μπελέρη ως ένα στοιχείο μιας περισσότερο διεκδικητικής εθνικής στρατηγικής.

Άλλωστε, οι εκλογές μάλλον συμφέρουν τη ΝΔ, διότι αναδεικνύεται εντονότερα η έλλειψη αξιόπιστης εναλλακτικής διακυβέρνησης, ενώ και η κυβέρνηση αναγκάζεται να ανταποκρίνεται περισσότερο στα μηνύματα της εκλογικής βάσης. Όταν, αντίθετα, η ΝΔ κυβερνά απερίσπαστη, έρχεται αντιμέτωπη με τα δικά της αδιέξοδα, οραματικά και ιδεολογικά, ποιότητας στελεχών, παλαιοκομματικής συγκρότησης της παράταξης.

Εν κατακλείδι, σύσσωμο το κομματικό σύστημα αποφεύγει να αναμετρηθεί με την ουσία των ζητημάτων: ουδείς συζητά για τη στόχευση, τη στρατηγική – εν τέλει για ένα όραμα του πώς πρέπει να είναι η Ελλάδα του 2040, προκειμένου να αντιμετωπίσει το δημογραφικό, τον νεοοθωμανισμό, την παραγωγική καχεξία. Αντίθετα, η τακτική όλων επικεντρώνεται στη μικροπολιτική, και τον μικροελλαδισμό. Εν τέλει, «εγώ ελπίζω να την βολέψω».

Διευρύνεται έτσι το χάσμα ανάμεσα στις ανάγκες τη χώρας και τα αιτήματα της κοινωνίας, με τις προτεραιότητες του πολιτικού συστήματος δημιουργώντας ένα αυξανόμενο ιδεολογικό και πολιτικό κενό που αντανακλάται και στον αυξανόμενο κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος και την στροφή σημαντικού μέρους των πολιτών σε ευκαιριακές πολιτικές επιλογές.

Έτσι, ενώ η μεταπολίτευση, ως παρασιτικό παραγωγικό μοντέλο και ως ιδεολογία –εθνομηδενισμός και ωχαδερφισμός–, έχει τελειώσει μέσα από την μνημονιακή κατάρρευση, εντούτοις η χώρα συνεχίζει σε ένα βαθμό να σέρνεται πίσω της. Γι’ αυτό και ο Ευ. Βενιζέλος διακηρύσσει πως η Μεταπολίτευση δεν τέλειωσε ποτέ! Μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα παρακμής, που παρασέρνει και τον εκπτωχευμένο και γερασμένο ελληνικό λαό, οι ηχηροί ντενεκέδες περνούν στο προσκήνιο. Αντί του Αγγελόπουλου, Λάνθιμος, αντί του Σαββόπουλου, Μαρίνα Σάτι, αντί–έστω– του Κύρκου, Κασσελάκης. Άλλωστε, οι πιο μορφωμένοι νέοι δραπετεύουν στο εξωτερικό, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Ενώ η χώρα έχει ανάγκη από μια μεγάλη πατριωτική δημοκρατική Επανάσταση, καρκινοβατούμε.

Οι εξαιρέσεις στην εικόνα του πολιτικού συστήματος ενόψει ευρωεκλογών είναι ελάχιστες, όπως η υποψηφιότητα Μπελέρη, για το εθνικό της πρόσημο, του Γιάννη Μανιάτη, για το παραγωγικό, της Βίκυ Φλέσσα για τον πολιτισμό, του Ανδρέα Λοβέρδου για τις δημοκρατικές πατριωτικές θέσεις του. Πρόκειται όμως για διάσπαρτα θραύσματα πολιτικών που συνυπάρχουν με νοοτροπίες που τις υπονομεύουν – καθώς δεν υπάρχει κάποιος φορέας που να εκφράζει αυθεντικά και συνολικά αυτές τις λογικές.

Γι’ αυτό και, τελικώς, οι Έλληνες, σε ένα σημαντικό ποσοστό, θα ψηφίσουν με αποκλειστικό κριτήριο τη σταθερότητα, απέναντι στις τάσεις διάλυσης, χωρίς όμως να μπορούν να επιλέξουν από καρδιάς. [Είναι χαρακτηριστικό πως, στις δημοσκοπήσεις, στο ερώτημα του «καταλληλότερου πρωθυπουργού», οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης παίρνουν ποσοστά τρεις φορές μικρότερα από την εκλογική τους επιρροή! Δηλαδή, οι ίδιοι οι δικοί τους ψηφοφόροι τους θεωρούν αναξιόπιστους.]  

Ριζική, ολική πολιτική

Δηλαδή η συνειδητοποίηση των προτεραιοτήτων πραγματοποιείται, δυστυχώς, εξαιρετικά αργά και η όποια ανανέωση γίνεται αποσπασματικά και αγκομαχώντας, παρότι έχουμε ανάγκη να τρέξουμε εάν θέλουμε να επιβιώσουμε ως έθνος και πολιτισμός. Γι’ αυτό, όλες οι προσπάθειές θα πρέπει να επικεντρωθούν όχι απλώς στη διατύπωση ενός οράματος, αλλά στην ανάγκη της συγκρότησης και ενός, τουλάχιστον, οραματικού πολιτικού πόλου που θα διέπεται από τις αρχές του δημοκρατικού πατριωτισμού, και θα έχει πολλαπλές δυνατότητες παρέμβασης:

Πρώτον: ως προς την αντιμετώπιση του δομικού τουρκικού επεκτατισμού ο οποίος αποτελεί και συνιστώσα ενός ευρύτερου ευρασιατικού ολοκληρωτισμού. Καθώς συντελείται η υποχώρηση της Δύσης, οι παλαιές αυτοκρατορίες (Κίνα, Ρωσία, Τουρκία, Ιράν) προσπαθούν να ανασυστήσουν τις υπερεθνικές τους ηγεμονίες. Ο ευρασιατικός ολοκληρωτισμός συνδυάζει την αμφισβήτηση της αυθυπαρξίας των μεσαίων και των μικρών εθνών, με την απόρριψη της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των ατομικών και συλλογικών πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών.

Δεύτερο: ο ακριτικός ρόλος της Ελλάδας, η υπεράσπιση της κυριαρχίας και της ακεραιότητάς της, διασφαλίζεται μόνο μέσα από τη διεύρυνση της έννοιας της ασφάλειας: δημογραφική ανάταξη, άμυνα και διπλωματία, παραγωγική και ενεργειακή αυτοδυναμία, λειτουργικό κράτος, μη παρασιτική οικονομία, κοινωνική δικαιοσύνη και άμβλυνση των ανισοτήτων, παιδεία, αλλαγή στις αξίες, πολιτιστική αναγέννηση – όλα αποτελούν διαστάσεις και πλευρές ενός ενιαίου εγχειρήματος.

Τρίτον: Ελληνισμός και Ευρωπαϊσμός δεν αλληλοαποκλείονται αλλά μπορούν να συντεθούν. Η Ελλάδα διαδραματίζει ακριτικό ρόλο έναντι του ευρασιατικού επεκτατισμού, μαζί με την Ανατολική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αλλά μπορεί να συνεισφέρει και με το πολιτιστικό βάθος της, στην αντιμετώπιση της παρακμής και της αυτοαμφισβήτησης της Ευρώπης (woke) που απειλεί να επιταχύνει την πτώση της γηραιάς Ηπείρου.

Τέταρτον: οφείλουμε να πάρουμε διαζύγιο από τη δημαγωγία, τον φανφαρονισμό, την καταστροφολογία, που κυριαρχούν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, καθηλώνουν την κοινή γνώμη στον ανορθολογισμό και τον αρνητισμό ενώ ευνοούν την έλλειψη σοβαρότητας, την αναξιοπιστία και τους απατεώνες. Άλλωστε, πολύ συχνά αποτελούν την αιχμή του υβριδικού πολέμου που θέλει να μεταβάλει τις εθνικές ευαισθησίες σε εργαλείο των επιδιώξεων αυταρχικών επιθετικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία του Πούτιν και, εν τέλει, η Τουρκία του Ερντογάν…

Η παρέμβαση σε αυτά τα επίκαιρα ζητημάτα πρέπει να συνδυάζεται με μια κριτική τοποθέτηση απέναντι στο κυρίαρχο μοντέλο, που έχει εγκλωβίσει την εποχή μας σε μια συνθήκη «μονιμοκρίσεων»: Γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί· κλιματική αλλαγή· περιθωριοποίηση αυξανόμενων κομματιών της κοινωνίας· εξάντληση των υψηλών νοημάτων του πολιτισμού· καλπάζουσα επέκταση τεχνολογιών (όπως η ΤΝ) με τα πλείστα όσα ζητήματα βιοηθικής, και φαλκίδευσης της δημοκρατίας, που θέτουν. Ζητήματα που απαιτούν μια κριτική στάση και τη διατύπωση εναλλακτικών πρότασεων.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν υπάρχει καμία απολύτως αξία, κανένα απολύτως νόημα, η εμμονή στη διαμάχη μεταξύ «Προοδευτισμού» και «Συντηρητισμού». Καθώς κρίνεται η αυτοκαταστροφή του ίδιου του ανθρώπου, η επίτευξη μιας νέας ισορροπίας, δηλαδή η αλλαγή για τη διατήρηση, περνάει στο προσκήνιο. Είμαστε, λοιπόν, υποχρεωμένοι να είμαστε ταυτόχρονα συντηρητικοί και προοδευτικοί, πασχίζοντας να συνδυάσουμε εκσυγχρονισμό και παράδοση, για να (επανα)φέρουμε την καλύτερη εκδοχή του συλλογικού μας εαυτού.