Όπως περιγράφω σε συνεργασία με την ομάδα διαχείρισης του λογαριασμού ‘’ IR 101_ ‘’ στο Instagram, σε μία προσπάθεια εξωστρέφειας στο ευρύ κοινό του επιστημονικού κλάδου των Διεθνών Σχέσεων, ως οικονομικός όρος, τα ευρωομόλογα, που συνήθως καλούνται και εξωτερικά ομόλογα, σχετίζονται με έναν τύπο ομολόγου που εκδίδεται από κυβερνήσεις, εταιρείες και διεθνείς οργανισμούς σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο της χώρας ή της αγοράς στην οποία εκδίδεται. Συνεπώς, δε σημαίνει ότι ο τίτλος εκδόθηκε αποκλειστικά στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, τα ομόλογα Euroyen και Eurodollar εκφράζονται σε γιεν Ιαπωνίας και αμερικανικά δολάρια αντίστοιχα.
Στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, ένα ευρωομόλογο σημαίνει ότι τα προτεινόμενα κρατικά ομόλογα θα εκδίδονται σε ευρώ από κοινού από τα 19 Κράτη - μέλη της Ευρωζώνης με σκοπό τη σταθεροποίηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Σε ακαδημαϊκό επίπεδο η ιδέα αναδύθηκε για πρώτη φορά από τους οικονομολόγους Jakob von Weizsäcker και Jacques Delpla το Μάιο του 2010 στο άρθρο τους ‘’The Blue Bond Proposal’’.
Η Ευρωζώνη, ως σύνολο, θα εξέδιδε Ευρωομόλογα που θα αντιστοιχούσαν σε χρέος που θα έφτανε έως το 60% του συνολικού ΑΕΠ των ασθενέστερων οικονομιών της, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και με ένα συγκεκριμένο επιτόκιο, με αποτέλεσμα το χρέος των τελευταίων αλλά και το επιτόκιο δανεισμού να γίνει κοινό για όλα τα Κράτη – μέλη της. Η Ευρωζώνη αναμενόταν να προωθήσει τα χρήματα αυτά σε μεμονωμένες κυβερνήσεις, ώστε να αποφευχθεί η επέκταση της κρίσης χρέους στις ασθενέστερες ευρωπαϊκές οικονομίες. Όταν το 2011 τέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την Προεδρεία του Emmanuel Barroso, για πρώτη φορά σε επίπεδο ΕΕ, το ζήτημα για την έκδοση Ευρωομολόγων, η πρόταση δεν έτυχε καθολικής αποδοχής. Αρχικά, ευνοήθηκε γενικά από τα Κράτη – μέλη που μαστίζονταν από την κρίση χρέους, όπως η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ιρλανδία, αλλά αντιμετώπισε ισχυρή αντίδραση, κυρίως από τα αξιόχρεα και φερέγγυα Κράτη της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες.
Ο Jean Monnet, ένας από τους πατέρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δήλωσε ότι «η Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί σε κρίσεις». Είναι αυτονόητο ότι κάτω από την άνευ προηγουμένου παγκόσμια κρίση δημόσιας υγείας του κορωνοϊού, οι εθνικές οικονομίες της Eυρωζώνης ωθούνται στα όριά τους. Στις 25 Μαρτίου 2020, εννέα χώρες της ευρωζώνης - και συγκεκριμένα το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Σλοβενία και η Ιρλανδία - απέστειλαν επιστολή στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ Charles Michel ζητώντας ένα κοινό χρεωστικό μέσο για τις ζημίες που προκλήθηκαν από την κρίση του κορωνοϊού. Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποδεσμεύσει δισεκατομμύρια σε ειδικά κονδύλια, τα όρια για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος των χωρών της ΕΕ έχουν χαλαρώσει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ένα νέο πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για την πανδημία με κονδύλιο 750 δισ. Ευρώ μέχρι το τέλος του έτους, εκτός των 120 δισ. Ευρώ που αποφάσισε στις 12 Μαρτίου., η διαιώνιση της κρίσης του κορωνοϊού εξακολουθεί να εξαντλεί τα εθνικά κεφάλαια.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η ιδέα των ευρωομολόγων επανήλθε στο προσκήνιο. Την επόμενη μέρα, στις 26 Μαρτίου, σε μια τηλεδιάσκεψη του Συμβουλίου της ΕΕ, οι 27 ηγέτες της ΕΕ έπρεπε να συμφωνήσουν μέτρα προκειμένου να ανταποκριθούν στην κρίση. Λέγεται ότι ο Giuseppe Conte, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, έθιξε το ζήτημα για τα ”ομόλογα του κορωνοϊού”. Η Γαλλία υποστήριξε την ιδέα, λέγοντας ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα πρέπει να εκδώσει τα εν λόγω ομόλογα, με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, το ταμείο διάσωσης της ζώνης του ευρώ, να συνιστά τον φορέα των εγγυήσεων. Εντούτοις, η Γερμανία, καθώς και τα άλλα ‘’φερέγγυα’’ Κράτη – μέλη των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας και της Φινλανδίας απέρριψαν την έκδοση Ευρωομολόγων και αυτή τη φορά. Ως επιχείρημα για την άρνησή τους προέβαλαν το γεγονός ότι σε αντίθεση με τη δημοσιονομική κρίση 2009 – 2012, τα Κράτη – μέλη της Ευρωζώνης έχουν ακόμα την ικανότητα να στηριχθούν σε ίδιους πόρους σε αυτή την κρίση, μέσω των ήδη ληφθέντων μέτρων. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε πως δεν χρειάζεται να ληφθούν εκτεταμένης μορφής μέτρα προς το παρόν, αλλά απαιτείται ‘’εξοικονόμησή’’ τους μέχρι να διαπιστωθεί το αντικειμενικό βάθος της συγκεκριμένης κρίσης, με τη Γερμανία τέλος, να προκρίνει περαιτέρω ενέργειες εντός του πλαισίου του ΕΜΣ.
Είναι γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δε συνιστά έναν υπερεθνικό δρώντα, που λειτουργεί με απεριόριστη αρμοδιότητα επί των αποφάσεων του κάθε Κράτους – μέλους και του τρόπου διακυβέρνησης στο εσωτερικό του. Αντίθετα, πρόκειται για έναν θεσμό, ο οποίος λειτουργεί στο πλαίσιο της δοτής αρμοδιότητας. Συγχρόνως, προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικά και ωφέλιμα η αξιοποίηση της ιδέας των ευρωομολόγων είναι φυσικό επακόλουθο πως η ευρωζώνη χρειάζεται έναν ισχυρό συγκεντρωτικό προϋπολογισμό. Βάσει, όμως του ισχύοντος πλαισίου, τα Κράτη - μέλη υιοθέτησαν κοινή νομισματική πολιτική μεν, διατηρώντας, ωστόσο, διακριτή, με ορισμένες δεσμεύσεις, δημοσιονομική πολιτική δε.
Εφόσον, λοιπόν, εναρμονίζονταν με το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, τα ευρωομόλογα θα καθιστούσαν, βέβαια, ευκολότερη την εξυπηρέτηση του χρέους για τις ασθενέστερες οικονομίες, αλλά ταυτόχρονα υπήρχε ο κίνδυνος πιθανής μείωσης της πιστοληπτικής αξιολόγησης των αξιόχρεων ευρωπαϊκών χωρών, εφόσον με αυτά, το χρέος θα γινόταν κοινό για όλους, δηλαδή οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες θα έπρεπε να εγγυηθούν και την αποπληρωμή των χρεών των ασθενέστερων Κρατών. Όμως, η ΕΕ αποτελείται από κυρίαρχα Κράτη. Επομένως, κάθε Κράτος – μέλος μεριμνά και για το συμφέρον του, πέραν του συνολικού κλίματος αλληλεγγύης της Ένωσης, το οποίο μάλιστα δεν είναι και επιβεβλημένο. Τα Ευρωομόλογα, λοιπόν, σε κρατικό επίπεδο, έδειχναν όχι μόνο να πλήττουν το κύρος των αξιόχρεων Κρατών, αλλά στην πράξη αυτά θα έπρεπε να δανείζονται με πολύ υψηλότερα επιτόκια λόγω της απώλειας της πρότερης πιστοληπτικής τους ικανότητας. Το ερώτημα, βέβαια, που τίθεται απέναντι στους αρνητές σε μία τέτοιου βεληνεκούς κρίση είναι θεμιτό: ‘’Πρώτα το κοινό συμφέρον της ΕΕ ή πρώτα το κρατικό συμφέρον;’’.
Στο πλαίσιο αυτό κάθε Κράτος-μέλος επιδιώκει κατά το δυνατόν τη συμμόρφωση του εθνικού συμφέροντος με το συμφέρον της Ένωσης. Ταυτόχρονα, όμως, οφείλει να εκτιμήσει το κόστος, εθνικό και ενωσιακό, βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο, των αποφάσεων τις οποίες λαμβάνει, δίχως στεγανά και προλήψεις προγενέστερων κρίσεων, που σαφώς δεν εντάσσονται μόνο σε διαφορετικό χρονικό πλαίσιο, αλλά και συγκυριακό. Ασφαλώς, το πολιτικό και οικονομικό κόστος του Ευρωομολόγου είναι υψηλότερο στο κρατικό επίπεδο των αξιόχρεων μελών. Τη ίδια χρονική στιγμή η ΕΕ δείχνει να βρίσκεται, εδώ και καιρό, σε υπαρξιακή, ιδεολογική και αντικειμενική, κρίση. Αν η επέλαση του κορωνοϊού δεν αντιμετωπιστεί δυναμικά σε κλίμα αλληλεγγύης εντός Ένωσης, τότε η κρίση δύναται να βαθύνει, προσθέτοντας μάλιστα δυναμική στις εθνικιστικές και λαϊκιστικές μερίδες που την αντιμάχονται στο εσωτερικό των Κρατών – μελών. Εξάλλου, μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ιταλική αποχώρηση, που τον τελευταίο καιρό πλανάται, αναμένεται να κλονίσει σε ζωτικής σημασίας βαθμό τα θεμέλια της Ένωσης. Το γεγονός μίας πιθανής διάλυσης της ΕΕ εγκυμονεί μεγαλύτερο πολιτικό και οικονομικό κόστος σε εθνικό επίπεδο για τα Κράτη – μέλη παρά τις ευσεβείς διακηρύξεις ανεξαρτησίας.
Παράλληλα, το προλαμβάνειν είναι καλύτερο του θεραπεύειν , τάση που αναδεικνύει και η ίδια η ΕΕ στο θεσμικό πλαίσιο της δημοσιονομικής της πολιτικής. Εάν οι εθνικές οικονομίες εξαντληθούν, τότε το μακροπρόθεσμο κόστος ανασυγκρότησής τους για τα αξιόχρεα μέλη αναμένεται μεγαλύτερο από αυτό που θα επωμιστούν με τα Ευρωομόλογα, καθώς τα Κράτη – μέλη που θα χρειαστούν στήριξη θα είναι σαφώς περισσότερα από εκείνα της κρίσης της περιόδου 2009 – 2012. Στον αντίποδα, εάν δεν απέκλειαν την λύση του Ευρωομολόγου, θεωρώντας εαυτούς απλούς αποδέκτες μεταφοράς βαρών με μειωμένη πιστοληπτική ικανότητα, θα μπορούσαν να αποφύγουν την μελλοντική ανάληψη μεγαλύτερων οικονομικών βαρών. Συγχρόνως, δεν πρέπει να παραληφθεί ότι θα καθίσταντο αλληλέγγυα Κράτη - μέλη, ενισχύοντας τον κύρος τους εντός Ένωσης, στοιχείο το οποίο θα μπορούσε στη συνέχεια να αποτυπωθεί στους οικονομικούς τους δείκτες, μέσω διεύρυνσης των διμερών οικονομικών τους σχέσεων με άλλα Κράτη – μέλη, και επομένως, δυνητικά σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής πραγματικότητας.
Παρά την ποικιλομορφία εύλογων επιχειρημάτων, ωστόσο, το χθεσινό μαραθώνιο Eurogroup ανέδειξε πως το κρατικό συμφέρον τελικά υπερβαίνει του ενωσιακού – και ακριβώς για αυτό δεν επήλθε λευκός καπνός από την τηλεδιάσκεψη. Εφόσον, όμως, τα Κράτη – μέλη επιθυμούν την διαιώνιση ύπαρξης της Ένωσης, αλλά και τη μη διάσπαση του Ευρωπαϊκού χώρου σε Βορρά και Νότο, τα αξιόπιστα Κράτη – μέλη της ΕΕ θα ήταν φρονιμότερο να αντιληφθούν τη μεγάλη εικόνα των εγχειρημάτων της και να μην διαρθρώνουν τις πολιτικές τους θέσεις βάσει του βραχυπρόθεσμου εθνικού συμφέροντος. Η αλληλεγγύη δεν είναι μόνο ατομική ευθύνη κάθε μέλους, αν μιλάμε με σύγχρονους όρους ειδησεογραφικής επικαιρότητας. Είναι η συνέχεια των διαπραγματεύσεων σήμερα, η οποία θα αναδείξει εάν είναι εφικτή η αποδέσμευση από πάθη και δαίμονες του παρελθόντος, ώστε τόσο το συλλογικό όσο και το ατομικό - κρατικό κόστος να περιοριστεί, καθώς μία νέα κρίση θα αποκρυσταλλωθεί δυστυχώς όχι μόνο οικονομικά, αλλά πολιτικά και ηθικά, με την Ευρώπη να παραπαίει σε μισαλλοδοξίες προγενέστερων περιόδων.