Ευρωζώνη και Πανδημία: Η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα

Δύο Θέσεις και Μία Πρόβλεψη
Open Image Modal
(Photo by Soeren Stache/picture alliance via Getty Images)
picture alliance via Getty Images

Η Ε.Ε. αποφάσισε στο επίπεδο υπουργών οικονομικών της ευρωζώνης (eurogroup), στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας, τον τρόπο με τον οποίον θα παρέμβει ώστε να αντιμετωπίσει το ωστικό κύμα της ύφεσης που έρχεται λόγω της παύσης του μεγαλύτερου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας (lockdown), η όποια επιβάλλεται από το σύνολο των κυβερνήσεων ως εκ των ων ουκ άνευ για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού.

Στο παρόν σημείωμα θα διατυπωθούν 2 θέσεις και θα επιχειρηθεί μία πρόβλεψη.

Θέση 1η: η απόφαση του eurogroup δε συνιστά μία καλή λύση.

Θέση 2η: η καλύτερη δυνατή λύση δε θα μπορούσε ποτέ να κερδίσει τη συναίνεση των χωρών του πλούσιου Βορά και ειδικότερα της Γερμανίας. Πρόβλεψη: σε περίπου ένα χρόνο από τώρα οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου μπαίνουν σε ένα νέο γύρο μνημονίων και εντεινόμενης λιτότητας.

Θέση 1η: Γιατί η απόφαση του eurogroup δε συνιστά μία καλή λύση;

Αποφασίστηκε η διάθεση ενός συνολικού ποσού περί των 540δισ ευρώ ως απάντηση στην κρίση. Ειδικότερα, το ποσό των 100 δισ ευρώ θα διατεθεί για την ενίσχυση της απασχόλησης και την καταπολέμηση της ανεργίας, περί τα 200δις θα διατεθούν για την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ άλλα 240δις θα διατεθούν για την ενίσχυση των δομών υγείας μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (EMS). Να υπογραμμίσουμε ότι παρόλο που στο καταστατικό χάρτη του ΕMS επιτρέπεται ο δανεισμός μόνο με όρους conditionality (διάβαζε μνημόνιο), πέτυχαν η Ιταλία και η Ισπανία να διατεθεί αυτό το ποσό χωρίς την υποβολή μνημονιακών όρων, αν και εφόσον τα παραπάνω ποσά διοχετευτούν πράγματι στους προσδιοριζόμενους σκοπούς

Η συμφωνία όμως αυτή δεν συνιστά μία καλή λύση καθώς όλα τα προαναφερθέντα ποσά συνιστούν δάνεια, τα οποία ως εκ τούτου θα έρθουν να προστεθούν στο ήδη δυσβάσταχτο χρέος των χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Αναλογιζόμενοι ότι η σημαίνουσα έκφανση του χρέους είναι η ονομαστική του αξία εκφρασμένη ως ποσοστό του ΑΕΠ και λαμβανομένου υπόψη ότι τόσο η ονομαστική αξία θα αυξηθεί κατά το ποσό των παρεχόμενων δανειακών ποσών, όσο και το ΑΕΠ θα μειωθεί λόγω της ύφεσης, μία λογική εκτίμηση της πορείας του ελληνικού χρέους κάνει λόγο για αύξηση από το 180% στο οποίο βρίσκεται σήμερα στο 220% περίπου του χρόνου τέτοια εποχή. Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι η συμφωνηθείσα απόφαση θα έχει ως αποτέλεσμα την εκτίναξη του ήδη υψηλού και δυσβάσταχτου χρέους του ευρωπαϊκού νότου.

Θέση 2η: Η καλύτερη δυνατή λύση δεν θα μπορούσε ποτέ να κερδίσει τη συναίνεση της Γερμανίας.

Η καλύτερη λύση θα ήταν η έκδοση ενός ευρωομολόγου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Ε.Κ.Τ. θα μπορούσε να αντλήσει από τις αγορές ένα ποσό γύρω στο 1τρις με χαμηλό επιτόκιο και διάρκεια αποπληρωμής 30 χρόνια. Το συνολικό αυτό ποσό θα επιμερίζονταν σε κάθε χώρα ανάλογα με τις ανάγκες της. Το σημαντικό εδώ είναι ότι τα ποσά που θα διαθέτονταν δε θα συνιστούσαν δάνεια, αλλά μεταβιβαστικές πληρωμές (fiscal transfers). Συνεπώς, και σε αντίθεση με την ληφθείσα απόφαση, το ποσό αυτό όχι μόνο δε θα συνέβαλε στην αύξηση του ήδη δυσβάσταχτου χρέους των χωρών του νότου, αλλά τουναντίον θα επέφερε τη μείωσή του, καθώς συνιστά ένα μηχανισμό αμοιβαιοποίησης του χρέους και κατ’ επέκταση έμμεσης αναδιάρθρωσης του.

Το σύνολο σχεδόν των “έγκυρων” οικονομολόγων και των λοιπών δημοσιολογούντων επιχειρηματολογούσαν υπέρ της αναγκαιότητας της έκδοσης ενός ευρωομολόγου, καλώντας ταυτόχρονα τη Γερμάνια «να επιδείξει επιτέλους το αναγκαίο πνεύμα συνεργασίας και αλληλεγγύης». Αλλά και μετά την ανακοίνωση της απόφασης, η κριτική τους περιστρέφονταν κατά το μάλλον ή ήττον σε μία ηθικοπλαστικού τύπου επιχειρηματολογία προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την άρνηση της Γερμανίας.

Η προσφυγή σε μία τέτοιου είδους επιχειρηματολογίας για την ερμηνεία της στάσης της Γερμανίας, όχι μόνο είναι επιστημονικά επιφανειακή και ατελέσφορη αλλά και καταδεικνύει τη θεωρητική και αναλυτική ένδεια όλης εκείνης της αφήγησης που δε μπορεί να αντιληφθεί τους συστημικούς λόγους για τους οποίους η Γερμανία αρνείται να συναίνεση σε μία τέτοιου τύπου λύση. Αυτό συμβαίνει γιατί αυτή ακριβώς η κυρίαρχη αφήγηση είτε αρνείται, είτε δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι η Ε.Ε. και ειδικότερα η ευρωζώνη λειτουργεί ως ιμπεριαλιστικός μηχανισμός τόσο ως προς το εξωτερικό της αλλά κυρίως (και αυτό είναι που μας ενδιαφέρει εδώ) ως προς το εσωτερικό της.

Η ιμπεριαλιστική θεωρία είναι εκείνη η θεωρία η οποία επιχειρεί να αναλύσει τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, αναδεικνύοντας ως κυρίαρχα χαρακτηριστικά αυτών τη σύγκρουση συμφερόντων, τον ανταγωνισμό, τη σύγκρουση και την δημιουργία χαμένων και κερδισμένων. Η θεωρία του ιμπεριαλισμού είναι πρωτίστως μία οικονομική και δευτερευόντως μία πολιτική θεωρία και αναφέρεται στη μεταφορά υπεραξίας, πλούτου από τις φτωχότερες προς τις πλουσιότερες χώρες.

Η Ε.Ε. και ειδικότερα η ευρωζώνη έχει επί της αρχής και εκ θεμελίων συγκροτηθεί ως ιμπεριαλιστικός μηχανισμός και αυτό έκδηλα καταφαίνεται στο διαχωρισμό μεταξύ του πλούσιου Βορά και του φτωχού Νότου, όπου παρατηρείται απόσπαση υπεραξίας και μεταφορά πλούτου από τις δεύτερες προς τις πρώτες. Η υιοθέτηση μίας λύσης στη βάση του ευρωομολόγου θα αντανακλούσε την ουσιαστική, αν όχι κατάργηση αλλά σίγουρα, αμφισβήτηση της ιμπεριαλιστικής φύσης της ευρωζώνης, δηλαδή εκείνη ακριβώς του συστημικού μηχανισμού που πρωτίστως εξυπηρετεί των συμφέροντα των ισχυρότερων τμημάτων του Γερμανικού κεφαλαίου, δηλαδή του εξαγωγικού και του τραπεζικου. Επομένως, μέσω της θεωρίας του ιμπεριαλισμού μπορούμε να αντιληφθούμε το συστημικό λόγο για τον οποίο η Γερμανία αρνείται και θα συνεχίζει να αρνείται λύσεις τύπου ευρωομολόγο, χωρίς να καταφεύγουμε σε φληναφήματα ηθικοπλαστικού τύπου και σε επιδερμική και κοινότοπη επιχειρηματολογία.

Πρόβλεψη

Η λύση που συμφωνήθηκε στο eurogroup οδηγεί νομοτελειακά στην αγκαλιά νέων μνημονίων και κατ’ επέκταση σε υιοθέτηση και εφαρμογή εντεινόμενης λιτότητας, καθώς θα συντελέσει στην αύξηση του δημόσιο χρέος των ήδη υποχρεωμένων χωρών. Όταν σε ένα χρόνο από τώρα το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα έχει φτάσει στο 220% του ΑΕΠ με την ταυτόχρονη ύπαρξη δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η πολιτική λιτότητας θα παρουσιαστεί για άλλη μία φορά ως το αναγκαίο «πικρόν ποτήριον τουτο» για τη σωτηρία της χώρας.

 

Μεραμβελιωτάκης Γιώργος

Λέκτορας Οικονομικής Θεωρίας και Πολιτικής

Πανεπιστήμιο Νεάπολις, Πάφου

Διδάσκων Πολιτική Οικονομία

Πανεπιστήμιο Κρήτης