Η αλλαγή διακυβέρνησης στο εύθραυστο κράτος του Αφγανιστάν (ευάλωτο σε εσωτερικούς-εξωτερικούς κραδασμούς και εσωτερικές-διεθνείς διενέξεις) με την άτακτη φυγή του απερχόμενου πρόεδρου Ασράφ Γκάνι και τη φημολογία ότι υπεξαίρεσε περίπου 170 εκατ. δολ. από το κρατικό ταμείο δεν μπορεί παρά να γεννά ευρύτερα ερωτήματα γύρω από το ζήτημα περί της ορθής πολιτικής ηγεσίας.
Στο περιβάλλον αυτό η πρόσφατη μελέτη του Βασίλειου Σύρου Μεσαιωνική Ισλαμική Πολιτική Σκέψη και Σύγχρονη Ηγεσία, εδραζόμενη στη «δια-πολιτισμική αντιπαραβολή και σύγκριση πολιτικών ιδεών, θεωριών και μοντέλων πολιτικής σκέψης», δύναται να χρησιμοποιηθεί ως αναλυτικό εργαλείο για την καταγραφή των ικανών-αναγκαίων συνθήκων της χρηστής-ενάρετης διακυβέρνησης.
Πιο συγκεκριμένα, μέσα από τη συγκριτική ανάλυση της «αυταρχικής ηγεσίας στην αναγεννησιακή Φλωρεντία και στο Σουλτανάτο του Δελχί –όπως αποτυπώνονται στα έργα Historiae Florentini populi του Bruni και Tārīkh-i Fīrūz Shāhī του Baranī» ο συγγραφέας καταδεικνύει την «ανάδυση και τον βαθμιαίου εκφυλισμού της εξουσίας του ισχυρού ηγέτη».
Στις δύο αυτές περιπτωσιολογικές μελέτες διαφαίνεται ο εγγενώς ευμετάβλητος και εφήμερος χαρακτήρας της πολιτικής εξουσίας καθώς και τα αναφυόμενα παράθυρα απειλών που δημιουργεί η ανορθολογική ανάγνωση του γενικότερου ενδοκρατικού και διακρατικού συστήματος από τον πολιτικό ηγέτη.
Για παράδειγμα, η κοινωνική δυσαρέσκεια απόρροια της πολιτικής ανικανότητας, αδυναμίας ή αβελτηρίας του εκάστοτε πολιτικού ηγέτη να ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις ανάγκες της κοινωνίας του, η επιβολή επώδυνων πολιτικών, η διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων υπό την απουσία εσωτερικής νομιμοποίησης, κ.α.
«Ενδείξεις αυτής της αδυναμίας αποτελούν η δημοσιονομική ανευθυνότητα και κακοδιαχείριση, η παραβίαση των τοπικών εθίμων, των παραδόσεων και των θεσμικών οργάνων, οι ανεπιτυχείς νομισματικές μεταρρυθμίσεις και η αποτυχία κατανόησης και εκτίμησης των πραγματικών αναγκών των διάφορων τομέων της κοινωνίας».
Στο πλαίσιο της ίδιας προβληματικής αλλά σε διαφορετικό ιστορικό χωροχρόνο, της αραβικής γραμματείας, ο Β. Σύρος θα αναδιφήσει στο έργο του al-Fakhrī (στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως Περί των συστημάτων διακυβέρνησης και των μουσουλμανικών δυναστειών), όπως το συνέγραψε ένας χαμηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος, το 1302, ο Ibn al-Ṭiqṭaqā (1262–1310).
Ο Ibn al-Ṭiqṭaqā αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της χρστής ηγεσίας και της πολιτικής οργάνωσης μέσα από την πραγμάτευση ποικίλων τύπων και μορφών διακυβέρνησης, κανόνων και συμβάσεων «που χρησιμεύουν στις τρέχουσες υποθέσεις, για την ασφάλεια του βασιλείου, τον έλεγχο των υπηκόων και τη βελτίωση της συμπεριφοράς τους».
Ακριβέστερα, ο ενάρετος πολιτικός ηγέτης «διαπνέεται από υψηλά ιδανικά» επιδεικνύει ανωτερότητα, «ενδιαφέρεται πραγματικά για το έργο της ηγεσίας και καταστρώνει σχέδια προκειμένου να την αποκτήσει». Συνακόλουθα, δεν περιορίζεται σε μια κατάσταση χρείας-αυτοσυντήρησης, αλλά διευρύνει «τα γεωγραφικά όρια της επικράτειάς του ενισχύοντας το μεγαλείο του κράτους του, αποφεύγοντας παράλληλα να υποκύψει στον πειρασμό της τρυφής και στην επιδίωξη των ηδονών και του πλούτου».
Αξονικός πυλώνας για την ορθή διακυβέρνηση είναι η γνώση, «η οποία απορρέει από την ευφυΐα και την οξυδέρκεια του κυβερνήτη που του επιτρέπει να θέτει ορθολογικούς στόχους, να έχει επίγνωση του τι είναι επιβλαβές και επικίνδυνο και να αποφεύγει τη λήψη εσφαλμένων αποφάσεων». Η απόδειξη της γνώσης για τον εκάστοτε πολιτικό ηγέτη αποκρυσταλλώνεται στην επαρκή του κατάρτιση «για να συνδιαλέγεται με τους ειδήμονες και να ζητά τη συμβουλή και τη βοήθειά τους για την επίλυση των προβλημάτων που ενίοτε θα προκύψουν».
Στην περίπτωση του Αφγανιστάν η δοτή διακυβέρνηση από τους εκλεκτούς των δυτικών δυνάμεων, δεν έλαβε υπόψη ότι το θεμελιακό υπόβαθρο για την οικοδόμηση κράτους δικαίου εδράζονταν σε ένα μη κρατικό νομικό κώδικα, το Pashtunwali (ο τρόπος του βίου της φυλής των Παστούν) που λειτουργούσε ως «ιδεολογία και σώμα κοινού δικαίου» αναπτύσσοντας ένα ίδιο σύστημα κυρώσεων και θεσμών που έχει αναπτύξει τις δικές του κυρώσεις και θεσμούς».
Καθ’ όλη την ιστορική διαδρομή του κράτους του Αφγανιστάν η έννομη τάξη οικοδομούνταν στο τρίπτυχο κρατική αποτελεσματικότητα, Ισλάμ και φυλετική έγκριση.
Κατά τούτο η ανάληψη της διακυβέρνησης από τους Ταλιμπάν, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, βασιζόταν σε μια αποτελεσματική κρατική έννομη τάξη εδραζόμενη στη θρησκευτική εξουσία με συγκατάθεση από τις φυλετικές αρχές δικαιοσύνης. Η λυσιτελής έννομη τάξη αναδείχθηκε σε ακρογωνιαίο λίθο του πολιτικού προγράμματος των Ταλιμπάν για τη νομιμοποίηση τους στη διακυβέρνηση της χώρας καταδεικνύοντας παράλληλα τις αβελτηρίες του κρατικού συστήματος δικαιοσύνης.
Οι Ταλιμπάν χρησιμοποιούσαν «ένα παράλληλο νομικό σύστημα που αναγνωρίζόταν από τις τοπικές κοινότητες ως νόμιμο, δίκαιο, απαλλαγμένο από δωροδοκίες, άμεσο και διαρκή». Επιπρόσθετα το δικαστικό τους σύστημα ήταν «ένα από τα πιο δημοφιλή και σεβαστά στοιχεία της εξέγερσης των Ταλιμπάν από τις τοπικές κοινότητες, ειδικά στο νότιο Αφγανιστάν».
Το σύστημα δικαιοσύνης των Ταλιμπάν επιδίωξε να παρέχει αυτό που δεν έκανε το αντίστοιχο κρατικό: προβλέψιμη, αποτελεσματική, νόμιμη και προσιτή επίλυση των διαφορών.
Τουναντίον οι πολιτικές ενέργειες των ΗΠΑ να προωθήσουν το κράτος δικαίου στο Αφγανιστάν δεν συναρμόζονταν με τα ηθικοκανονιστικά πρότυπα και παραδόσεις του αφγανικού πληθυσμού.
Αυτό γιατί το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα της Ουάσιγκτον για την προώθηση του κράτους δίκαιου υπονομεύονταν από την αέναη πολιτική τους δέσμευση για την προάσπιση του φίλα προσκείμενου εσωτερικού πολιτικού καθεστώτος (Καρζάι, Γκάνι) και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας έναντι της απονομής δικαιοσύνης.
***