Ήταν μόλις λίγες μέρες πριν από τις εθνικές εκλογές της 6ης Μαΐου 2012, όταν πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα μία επιχείρηση «σκούπα» στο πλαίσιο της οποίας δεκάδες γυναίκες εκδιώχθηκαν, προσήχθησαν από την ελληνική αστυνομία, υπέστησαν εξαναγκαστικούς ελέγχους για ΗΙV και εν τέλει προφυλακίστηκαν για το κακούργημα –τότε- της «βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης».
Πριν τη δίκη τους όμως επιβλήθηκε η καταδίκη τους. Εκείνες τις ημέρες οι φωτογραφίες των συγκεκριμένων γυναικών «παρέλαυναν» στα τηλεοπτικά παράθυρα, στο Διαδίκτυο και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Είχε προηγηθεί η εισαγγελική απόφαση για τη δημοσιοποίηση των προσωπικών τους δεδομένων βάσει της επίμαχης υγειονομικής διάταξης 39 Α, που εξέδωσε ο τότε υπουργός Υγείας, Ανδρέας Λοβέρδος, η οποία έδωσε στον Τύπο το κατάλληλο «πάτημα» για τη διαπόμπευση και τη βαρύτατη στοχοποίησή τους ως «ιερόδουλες, οροθετικές και τοξικοεξαρτημένες».
Μάλιστα, παρά τον σάλο που είχε ξεσπάσει εκείνη την περίοδο με αφορμή την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, ο κ. Λοβέρδος δήλωνε ότι επιθυμία του υπουργείου Υγείας ήταν να δημοσιευτούν και οι φωτογραφίες των πελατών που είχαν συνευρεθεί με τις «οροθετικές ιερόδουλες» στο όνομα της «προστασίας της δημόσιας υγείας και της ελληνικής οικογένειας».
Σύμφωνα, ωστόσο, με τον δικηγόρο Βασίλη Σωτηρόπουλο, «η εισαγγελική διάταξη με την οποία αποφασίστηκε η δημοσιοποίηση φωτογραφιών και δεδομένων υγείας και εθνικότητας των οροθετικών γυναικών δεν αποτελούσε επαρκή νομική βάση».
Σχολιάζοντας, την αμφιλεγόμενη εισαγγελική απόφαση που ελήφθη το 2012, ο κ. Σωτηρόπουλος δηλώνει στη HuffPost Greece: «η υπόθεση θα έπρεπε να είχε κριθεί από την ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία όπως φαίνεται δεν ρωτήθηκε καν. «Η εισαγγελική παραγγελία δεν πρέπει να εκτείνεται σε ευαίσθητα δεδομένα (π.χ. δεδομένα υγείας). Όταν ο Εισαγγελέας εξετάζει αίτημα πολίτη για χορήγηση και ευαίσθητων δεδομένων, θα πρέπει να διαβιβάζει την σχετική αίτηση προς τη ∆ιοίκηση µε τη σημείωση ότι οφείλει να ζητήσει την άδεια της Αρχής» συμπληρώνει ο δικηγόρος που έχει ασχοληθεί διεξοδικά με τη διαπόμπευση των συγκεκριμένων γυναικών.
Αλλά και η Χαρά Παπαγεωργίου, μέλος της Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα των Προσφύγων και των Μεταναστών που έχει αναλάβει τη συλλογική εκπροσώπηση της πλειοψηφίας των διωκόμενων οροθετικών γυναικών, επισήμανε στη HuffPost Greece την αντιφατικότητα της εν λόγω εισαγγελικής απόφασης.
«Οι γυναίκες αυτές αντιμετωπίστηκαν ως κοινές εγκληματίες οι οποίες ενήργησαν εν γνώσει του ότι ήταν οροθετικές σε βάρος αγνώστων προσώπων, τα οποία καλούνταν να τις αναγνωρίσουν μέσα από τις φωτογραφίες», αναφέρει η κυρία Παπαγεωργίου.
Και συνεχίζει: «Στην εν λόγω εισαγγελική διάταξη δεν αναφερόταν κανένα στοιχείο ή ένδειξη τέλεσης εκ προθέσεως σαρκικής συνάφειας με άγνωστα πρόσωπα, χωρίς μάλιστα λήψη αναγκαίων προφυλάξεων, με απόκρυψη του στοιχείου της οροθετικότητας των κατηγορουμένων από τους συνευρισκόμενους φερόμενους πελάτες τους προς τον σκοπό μετάδοσης του ιού στα πρόσωπα αυτά. Αντίθετα, καλούνταν το κοινό να προβεί σε προσκόμιση αποδεικτικών σε βάρος των στοιχείων, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχει η παραμικρή ένδειξη των αποδιδομένων σε βάρος τους πράξεων».
Σύμφωνα με την ίδια, «παρότι η διακρίβωση της τέλεσης των αποδιδομένων σε εκείνες πράξεων θα μπορούσε να λάβει χώρα με ηπιότερα μέσα, όπως για παράδειγμα με πρόσκληση και προσέλευση των φερομένων ως πελατών, ούτως ώστε να διακριβωθούν τυχόν ποινικά αξιολογήσιμες πράξεις τους, ο τρόπος που επελέχθη ήταν καταφανώς δυσανάλογος προς τον σκοπό που φέρεται ότι επιτέλεσε η δημοσιοποίηση των στοιχείων των κατηγορουμένων, ιδιαίτερα συγκριτικά με την προστασία της αξίας των κατηγορουμένων ως ανθρώπων και την προστασία της ιδιωτικής τους ζωής».
Αισθητική της βαρβαρότητας και πολιτισμικός κανιβαλισμός
Δεδομένου ότι οι κατάλληλες συνθήκες είχαν δημιουργηθεί, πλέον ήταν θέμα χρόνου έτσι ώστε να στηθούν στα μέσα ενημέρωσης τα γνωστά «λαϊκά δικαστήρια», στα οποία τόσο αρέσκονται.
«Τρόμος για 700 άνδρες πελάτες», «Σκορπούν θανάσιμες ασθένειες», «Πανικός στην Αθήνα από την ιερόδουλη με AIDS», «Πανικός στις “πιάτσες” της Αθήνας», «Υγειονομική βόμβα οι μολυσμένες με AIDS πόρνες» ήταν μερικοί μόνο από τους τίτλους που κοσμούσαν σχεδόν το σύνολο όλων των ΜΜΕ, τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής εκστρατείας του 2012, καθιστώντας όλους μας κοινωνούς μιας χαρακτηριστικής περίπτωσης δημιουργίας «ηθικολογικού πανικού».
Ο διευθυντής του ΚΕΘΕΑ, Βασίλειος Γκιτάκος, αναφερόμενος στην πανελλήνια προβολή των φωτογραφιών σήμανσης των γυναικών και τους δραματικούς τίτλους ειδήσεων τονίζει, μιλώντας στη HuffPost Greece, ότι «η συγκεκριμένη μέθοδος επιλέχτηκε στο όνομα πολιτικών σκοπιμοτήτων, για να καταπατηθεί το τεκμήριο της αθωότητας και να “κατασκευαστεί” από την πρώτη στιγμή μια εικόνα των γυναικών ως ανήθικων, επικίνδυνων και ένοχων».
Όπως υποστηρίζει ο κ. Γκιτάκος, με τον τρόπο αυτό το ψευτοδίλημμα: “προστασία των ατομικών δικαιωμάτων ή της δημόσιας υγείας και της ελληνικής οικογένειας” ήταν «καταφανώς υποβολιμαίο, απόρροια μιας μεθόδευσης εις βάρος αδύναμων και περιθωριοποιημένων -στην πλειονότητά τους εξαρτημένων- γυναικών». «Η κοινή γνώμη χειραγωγήθηκε, ώστε να επικροτήσει ανακουφισμένη τους «σωτήρες» της από την “υγειονομική βόμβα” που την “απειλούσε”» υπογραμμίζει ο διευθυντής του ΚΕΘΕΑ.
Μία άνιση μάχη
Γυρίζοντας τις σελίδες του ημερολογίου πίσω σε εκείνες τις ημέρες του 2012, θα ήταν τουλάχιστον ανειλικρινής όποιος τολμούσε να ισχυριστεί ότι οι απώλειες αυτού του χρονικού διαπόμπευσης ήταν αμελητέες δεδομένου ότι όλα έγιναν «για να προστατευτεί η δημόσια υγεία και η ελληνική οικογένεια». Το πρόσωπο αυτών των γυναικών μετατράπηκε στην πηγή κάθε κακού, εξυπηρετώντας εκάστοτε σκοπιμότητες. Το κόστος όμως κάθε άνισης μάχης είναι ανυπολόγιστο πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τις ζωές ανθρώπων που από τη μία μέρα στην άλλη αποτέλεσαν το πιο «πιασάρικο» σενάριο και μετατράπηκαν σε ριάλιτι σόου το οποίο προβαλλόταν καθημερινά στα δελτία των οκτώ.
Οι περισσότερες δεν ξεπέρασαν ποτέ το τι συνέβη εκείνο το Μάιο, όταν η προσωπική τους ζωή και η νόσος τους έγιναν πρωτοσέλιδο και εκείνες βρέθηκαν αδίκως στη φυλακή.
«Το ζήτημα της διαπόμπευσης και ο στιγματισμός τους ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο σοβαρά στοιχεία της υπόθεσης, σύμφωνα με τα λεγόμενα των ίδιων των γυναικών που υπήρξαν θύματα», σημειώνει στη HuffPost Greece, ο Γιάννος Λιβανός, διευθυντής της ΜΚΟ, “Θετική Φωνή” που στάθηκε καθ΄ όλη τη διάρκεια της περιπέτειάς τους στο πλευρό αυτών των γυναικών .
«Έκτοτε παλεύουν να ανακάμψουν ψυχολογικά, κάτι που ήταν ιδιαίτερα εμφανές κατά τη διάρκεια της εκδίκασης των υποθέσεών τους, καθώς ήταν αναγκασμένες να εκτεθούν για άλλη μια φορά στα μάτια της κοινής γνώμης και να ξαναζήσουν τις εφιαλτικές στιγμές του 2012 μέσα από την αφήγηση των γεγονότων ενώπιον των δικαστών» περιγράφει ο κ. Λιβανός.
Κάποιες μάλιστα όντας ήδη σε δεινή κατάσταση λόγω της μακροχρόνιας χρήσης, δεν άντεξαν την τεράστια ψυχολογική πίεση και την ανεπανόρθωτη βλάβη που υπέστησαν από την έκθεση στα ΜΜΕ και έδωσαν τέλος στη ζωή τους. «Στις κοπέλες αυτές «φορτώθηκε» όλη η επιδημία του HIV-AIDS στην Ελλάδα, δίνοντας την εντύπωση ότι αφού συνελήφθησαν η χώρα «καθάρισε» από το AIDS. Καμία από αυτές δεν είχε δώσει τη σύμφωνη γνώμη της για την υποβολή της σε εξέταση για HIV/AIDS, γεγονός που αποτελεί ευθύ εξαναγκασμό και παραβίαση του σχετικού πρωτοκόλλου που πρέπει να τηρείται» αναφέρει ο διευθυντής της Θετικής Φωνής.
…και μετά ενοχική σιωπή
Και μπορεί η διαπόμπευση των οροθετικών να έτυχε σχεδόν της σύσσωμης υποστήριξης των μέσων ενημέρωσης, δεδομένου ότι ο τρόμος και η αναπαραγωγή εγκληματικών φαινομένων – ακόμη κι όταν αυτά δεν υπάρχουν- «πουλάνε» πάντα, δε συνέβη το ίδιο όμως με την παρ’ ολίγον μηδενική κάλυψη της δίκης τους.
Η είδηση για την αθώωση αρκετών εξ’ αυτών ενσωματώθηκε κακήν κακώς μέσα στη σωρεία των εκάστοτε τρεχουσών σημαντικών και σαρωτικών εξελίξεων. Μία απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι η δίκη των γυναικών αυτών σε πολλές περιπτώσεις πέρασε ακόμη και στα άγραφα από τα κυρίαρχα μέσα, που τον Απρίλιο του 2012 είχαν θέσει το θέμα των οροθετικών πρώτο στην ατζέντα τους.
«Τα ΜΜΕ που με τόσο ζήλο κάλυψαν και αναπαρήγαγαν τα γεγονότα του 2012, συμβάλλοντας τα μέγιστα στη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών, ήταν σχεδόν απόντα από την κάλυψη της σχετικής διαδικασίας ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, καθώς και από την προβολή των μέχρι σήμερα αποφάσεων ελάφρυνσης του αρχικού κατηγορητηρίου ή ακόμα και δικαίωσής τους», σχολιάζει ο διευθυντής της Θετικής Φωνής. Από την άλλη, το γεγονός ότι κάποιες από αυτές τις γυναίκες έβαλαν τέλος στη ζωή τους παρουσιάστηκε ως «αυτοκτονία των οροθετικών που είχε διαπομπεύσει ο Λοβέρδος».
Το ίδιο συνέβη και με τον θάνατο των υπόλοιπων γυναικών ο οποίος δεν κίνησε επαρκώς τη δημοσιογραφική περιέργεια. Λίγα ήταν στην πραγματικότητα τα μέσα ενημέρωσης, όπως το news247.gr, η Εφημερίδα των Συντακτών, το tvxs.gr και η Ναυτεμπορική που έκαναν εκτενές ρεπορτάζ για τη περιπέτεια αυτών των γυναικών, σεβόμενα τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας και διαφυλάσσοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
«Σήμερα οκτώ από τις γυναίκες έχουν αθωωθεί, πέντε δεν βρίσκονται πια στη ζωή, ενώ για άλλες έντεκα η δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα φώτα της δημοσιότητας είναι στραμμένα αλλού, ωστόσο οι φωτογραφίες των γυναικών από το 2012 παραμένουν αναρτημένες στο Διαδίκτυο και ο απάνθρωπος διασυρμός τους διαιωνίζεται» επισημαίνει στη HuffPost Greece ο διευθυντής του ΚΕΘΕΑ.
«Η πολιτεία οφείλει να παρέμβει ώστε να αποσυρθούν όλες οι φωτογραφίες από το Διαδίκτυο και να διασφαλιστεί ότι δεν θα επαναληφθούν στο μέλλον φαινόμενα ποινικοποίησης και στιγματισμού της ασθένειας αντί της παροχής της αναγκαίας υποστήριξης και θεραπείας. Η μη παρέμβαση είναι συνενοχή», καταλήγει.
Η ξεχασμένη δημοσιογραφική δεοντολογία
Τα μέσα έχουν δύναμη, το ίδιο ο λόγος και οι εικόνες που προβάλλουν. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο κανείς να τα περιορίσει. Όπως όμως σε κάθε περίπτωση έτσι και σ’ αυτήν των ΜΜΕ η η σχετική δεοντολογία οφείλει να τηρείται.
«Η δημοσίευση των φωτογραφιών και των προσωπικών στοιχείων των γυναικών με πρωτοβουλία του κ. Λοβέρδου, εξελίχθηκε σε δημόσιο εξευτελισμό με την αγαστή συνεργασία πληθώρας ΜΜΕ, τα οποία -ακολουθώντας το σκεπτικό του Υπουργείου- έσπευσαν να αναδημοσιεύσουν τις φωτογραφίες και τα προσωπικά στοιχεία των οροθετικών γυναικών, κρατώντας το συγκεκριμένο θέμα στο φως της δημοσιότητας για αρκετές ημέρες. Τα ΜΜΕ αυτά, με προεξάρχοντα τα λεγόμενα κυρίαρχα (τηλεοπτικά), έδρασαν για πολλοστή φορά ως γραφείο Τύπου της τότε κυβέρνησης, χωρίς να λάβουν καν υπόψη τους το γεγονός ότι η διάγνωση της οροθετικότητας (όπως και κάθε άλλης ασθένειας) είναι απόρρητη και ότι η δημοσίευση αυτής δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων» επισημαίνει στη HuffPost Greece, ο Σταμάτης Πουλακιδάκος, μέλος ΕΔΙΠ, Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αναφερόμενος στη δίκη αυτών των γυναικών, η οποία άρχισε πριν από λίγες ημέρες ο κ. Πουλακιδάκος, σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Τα ίδια ΜΜΕ που τότε μετέτρεψαν σε θέαμα ένα ευαίσθητο ζήτημα προσωπικής και δημόσιας υγείας, το οποίο θα έπρεπε να έχει αντιμετωπιστεί με το δέοντα σεβασμό έναντι όλων των εμπλεκόμενων πλευρών, δείχνουν τώρα να αδιαφορούν για τη θεσμική εξέλιξη της υπόθεσης, για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, λόγω του ότι οι θεσμικές διαδικασίες δεν αρέσουν στα ΜΜΕ, επειδή στερούνται εντάσεων και κορυφώσεων, η δίκη θα περάσει στα «ψιλά» και η μόνες στιγμές που μπορεί να προσελκύσει την προσοχή των κυρίαρχων ΜΜΕ, θα είναι οι μεμονωμένες στιγμές έντασης (αν υπάρξουν). Δεύτερον, αυτή η δίκη δεν καλύπτεται γιατί φέρνει στη συλλογική μνήμη την ηθικά και νομικά απαράδεκτη και ατιμωτική μεταχείριση που δέχθηκαν οι εν λόγω γυναίκες από την τότε ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και τα ΜΜΕ».
«Τόσο η πολιτική ηγεσία όσο και τα ΜΜΕ έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τις γυναίκες αυτές για την ικανοποίηση των ιδιοτελών τους συμφερόντων, δηλαδή για ψήφους και τηλεθέαση-ακροαματικότητα-αναγνωσιμότητα» συμπληρώνει ο κ. Πουλακιδάκος.
Αγνοώντας λοιπόν τους ρεαλιστικούς τρόπους μετάδοσης της ασθένειας, βρήκαν στα πρόσωπά των οροθετικών τους αποδιοπομπαίους τράγους, ενάντια στους οποίους κατηύθυναν τη συλλογική οργή και δημιούργησαν το συλλογικό φόβο με αποτέλεσμα το διαχωρισμό και την αποξένωση των ανθρώπων αυτών από το κοινωνικό σύνολο. Έτσι εκμεταλλευόμενα τις δυνατότητες που τους παρείχε η δημοσιότητα και η μαζικότητα του λόγου τους, συνέβαλαν δυναμικά, όχι μόνο στην αναδιαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και σε μία εκ νέου κατασκευή της.
Οι εν λόγω διαπιστώσεις «δεν θα έπρεπε να μας ρίχνουν από κανένα σύννεφο» σημειώνει ο κ. Πουλακιδάκος. «Τα ΜΜΕ κατά πλειοψηφία δεν υπάρχουν για να δρουν επ’ ωφελεία των απλών ανθρώπων. Υπάρχουν για να μεταφέρουν στην κοινωνία τις βουλές και τις πράξεις των κέντρων εξουσίας, με τα οποία μοιράζονται κατά καιρούς κοινούς στόχους και εφάμιλλα συμφέροντα. Αυτοί οι στόχοι και αυτά τα συμφέροντα δεν ευθυγραμμίζονται κι ούτε θα ευθυγραμμιστούν ποτέ με την αξιοπρέπεια των συγκεκριμένων γυναικών και οποιωνδήποτε άλλων “κοινών θνητών“», καταλήγει.