Η περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου, έχει έκταση περίπου 6,2 τετραγωνικά χιλιόμετρα και αποτελεί περίπου το 17% της έκτασης του δήμου Αμμοχώστου. Εκεί ζούσαν οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι από τις περίπου 43 χιλιάδες , που ήταν το 1974 ο πληθυσμός του Δήμου.
Μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου, στις 16 Αυγούστου 1974, από τα τουρκικά στρατεύματα, η περιοχή, αφού λεηλατήθηκε, «σφραγίστηκε» και αποκόπηκε από τα δημοτικά όρια με συρματόπλεγμα και άλλα εμπόδια. Η περίκλειστη περιοχή είναι υπό την ευθύνη του τουρκικού στρατού, ο οποίος απαγορεύει την πρόσβαση σε αυτή για όλους. Εξαίρεση έγινε για ορισμένους στρατιωτικούς, στους οποίους ο τουρκικός στρατός επέτρεψε να εγκατασταθούν σε κάποια σημεία στις παρυφές της περιοχής. Η περίκλειστη περιοχή αποκαλείται «πόλη φάντασμα», όπως τη χαρακτήρισε ο Σουηδός δημοσιογράφος Γιαν Όλοφ Μπένγκστον (Jan-Olof Bengston), ο οποίος το 1977 επισκέφθηκε το λιμάνι της Αμμοχώστου με το απόσπασμα της χώρας του στην UNFICYP (Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ στην Κύπρο). Από το λιμάνι είδε την περίκλειστη περιοχή και έγραφε στην εφημερίδα Kvallsposten: « Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος γέμισε ρωγμές και στα πεζοδρόμια βλάστησαν θάμνοι. Σήμερα - Σεπτέμβριος 1977 - τα τραπεζάκια που σερβίρεται το πρόγευμα είναι εκεί, η μπουγάδα απλωμένη στα σχοινιά, και οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες αναμμένοι. Το Βαρώσι είναι μια πόλη φάντασμα».
Το συρματόπλεγμα της περίκλειστης περιοχής αρχίζει από το οδόφραγμα της Δερύνειας, ακολουθεί ολόκληρη τη λεωφόρο Δερύνειας μέχρι την εκκλησία της Αγίας Ζώνης και διερχόμενο από τις οδούς Αγαμέμνονος, Προμηθέως και Λοχαγού Καποτά καταλήγει στην εκκλησία των Μαρωνιτών. Από εκεί κατευθύνεται προς το ξενοδοχείο Savoy -Πλατεία Νίκης- διέρχεται δια της οδού Αγίας Ελένης και καταλήγει στους Αλευρόμυλους στο τέρμα της οδού. Κατευθύνεται στη συνέχεια προς το pαγοποιείο, κοντά στο συγκρότημα NAAFI, διέρχεται και εφάπτεται του δυτικού και νότιου περιτοιχίσματος του σταδίου του Γυμναστικού Συλλόγου Ευαγόρας και στη συνέχεια ακολουθώντας την παραλιακή γραμμή ανατολικά των ξενοδοχείων Salaminia, Florida και Aspelia, καταλήγει στο μικρό ακρωτήριο γνωστό ως «Γλώσσα».
Η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο διαθέτει πέντε παρατηρητήρια, τα οποία καθημερινά διεξάγουν περιπολίες σε προκαθορισμένες διαδρομές. Οι κατοχικές δυνάμεις διαθέτουν εντός της περιφραγμένης πόλης 12 επανδρωμένα παρατηρητήρια, ενώ από πολλά σπίτια παρακολουθούν στρατιώτες με πολιτική περιβολή. Μέχρι το 1974 στην Αμμόχωστο κατοικούσαν Ελληνοκύπριοι, εκτός από το τμήμα της μεσαιωνικής πόλης, όπου είχε δημιουργηθεί θύλακας Τουρκοκυπρίων.
H επιστροφή της περίκλειστης περιοχής στους Ελληνοκύπριους νόμιμους κατοίκους της αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δυο πλευρές
Τον Απρίλιο του 1978 οι τουρκοκυπριακές προτάσεις προέβλεπαν η Αμμόχωστος να παραμείνει υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο. Αυτοί που θα επέστρεφαν (κυρίως ξενοδόχοι και άλλοι επιχειρηματίες του τουρισμού), θα υπόκειντο στους νόμους του «Ομόσπονδου Τουρκοκυπριακού Κράτους». Η πρόταση απορρίφθηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Ο χάρτης, που συνόδευε τις προτάσεις ανέφερε ότι: «Οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες θα εγκατασταθούν νοτίως των λεωφόρων Δημοκρατίας και Αστεροσκοπίου και ανατολικά της λεωφόρου Δερύνειας». Με βάση στοιχεία της κυπριακής κυβέρνησης η τουρκική πλευρά ήθελε να κρατήσει: 16 ξενοδοχεία χωρητικότητας 2,500 κλινών, το μοναδικό νοσοκομείο, το αρχηγείο αστυνομίας, τα κυβερνητικά κτίρια, το κτίριο των τηλεπικοινωνιών, το κτίριο της Αρχής Ηλεκτρισμού, τις κύριες τράπεζες, το εμπορικό κέντρο, το δικαστήριο, το Δημαρχείο, το λιμάνι της Αμμοχώστου και τη μαρίνα, δύο στάδια, δύο δημοτικά γήπεδα τένις, επτά εκκλησίες, επτά δημόσια και ιδιωτικά σχολεία (γυμνάσια κλασικών και οικονομικών σπουδών, λύκειο για εμπορικές σπουδές και ξένες γλώσσες, καθώς και για τουριστικές επιχειρήσεις, έντεκα δημοτικά σχολεία και χιλιάδες σπίτια και πολυκατοικίες).
Το 1978 στο αμερικανο-βρετανο-καναδικό σχέδιο υπήρχε σαφής πρόνοια για επανεγκατάσταση των κατοίκων στην Αμμόχωστο υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών με την ταυτόχρονη έναρξη διαπραγματεύσεων για συνολική διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος. Το σχέδιο απορρίπτεται από την κυπριακή κυβέρνηση τον Δεκέμβριο 1978. Η απόρριψη βασίστηκε κυρίως στην άποψη ότι «το σχέδιο που ήταν δυτικής έμπνευσης θα απομάκρυνε το Κυπριακό από τα Ηνωμένα Έθνη και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει βάση διαπραγματεύσεων». Όπως παραδέχθηκε ο Μάθιου Νίμιτς στην Αμερικανική Γερουσία «οι Τούρκοι δεν ήσαν ευτυχείς με το σχέδιο και προσπαθούσαν να το απορρίψουν. Ανακουφίστηκαν, όταν το απέρριψε ο πρόεδρος Κυπριανού».
Στις 19 Μαΐου 1979 στη συμφωνία Σπύρου Κυπριανού και Ραούφ Ντενκτάς, η οποία έγινε στη Λευκωσία σε κοινή συνάντηση με τον τότε γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Κουρτ Βάλτχαϊμ, δίνεται προτεραιότητα στην επιστροφή της περιοχής ανεξάρτητα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Προτεραιότητα θα δοθεί στην επίτευξη συμφωνίας για την επανεγκατάσταση στα Βαρώσια (Αμμόχωστος) υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών ταυτόχρονα με την έναρξη της μελέτης από τους συνομιλητές των συνταγματικών και εδαφικών πτυχών μιας συνολικής διευθέτησης. Μόλις επιτευχθεί συμφωνία για τα Βαρώσια θα εφαρμοστεί, χωρίς να αναμένεται η έκβαση των συζητήσεων για άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος». Η τουρκική πλευρά, όχι μόνο αθέτησε την πιο πάνω συμφωνία, αλλά προέβη και σε ενέργειες που αποσκοπούσαν στον εποικισμό της Αμμοχώστου.
Η κυπριακή Κυβέρνηση προσέφυγε το 1984 στο Συμβούλιο Ασφαλείας και κατήγγειλε τις τουρκικές προκλήσεις. Το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε στις 11 Μαΐου 1984 το υπ. αριθμόν 550 ψήφισμά του, το οποίο στην παράγραφο 5 αναφέρει :
«Θεωρεί τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Bαρωσίων από άτομα άλλα από τους κατοίκους τους ως απαράδεκτες και ζητά τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Hνωμένων Eθνών».
Η επιστροφή της Αμμοχώστου στα Ηνωμένα Έθνη σαν «νεκρή ζώνη» για επανεγκατάσταση ζητείται επίσης από το ψήφισμα 789 του 1992. Το ίδιο ζητά και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο εγκρίθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 2010 και τα μεταγενέστερα ψηφίσματα σχετικά με τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Το 1992 στη «δέσμη ιδεών» του τότε γ.γ. του ΟΗΕ, Μπούτρος Γκάλι επισυναπτόταν χάρτης, που υιοθετήθηκε από το Σ.Α. και προέβλεπε την επιστροφή της Αμμοχώστου στους Ελληνοκυπρίους.
Το σχέδιο Ανάν του 2004, το οποίο οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν στο δημοψήφισμα, προέβλεπε ότι θα επιστραφούν μεγάλο μέρος της Αμμοχώστου, η περιοχή Μόρφου και αρκετά χωριά.
Ο πρώην Πρόεδρος, Τάσσος Παπαδόπουλος είχε προτείνει την επιστροφή της Αμμοχώστου και το άνοιγμα του λιμανιού της πόλης, με συνδιαχείριση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων υπό τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έγιναν παρασκηνιακά αρκετές επαφές αλλά τελικά η πρόταση απορρίφθηκε από την τουρκική πλευρά. Ο τέως Πρόεδρος, Δημήτρης Χριστόφιας πρότεινε να επιστραφεί η περίκλειστη περιοχή και σε αντάλλαγμα η Κυπριακή Δημοκρατία να ξεπαγώσει κάποια από τα κεφάλαια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας.
Η πρόταση του Προέδρου Αναστασιάδη για την περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου, σε μεγάλο βαθμό, αποτελεί συνέχεια της πρότασης που υποβλήθηκε επί διακυβέρνησης Τάσσου Παπαδόπουλου το 2005 και Δημήτρη Χριστόφια το 2010. Προβλέπει επιστροφή της περιοχής με λειτουργία του λιμανιού της Αμμοχώστου για απευθείας εμπόριο, πάντοτε υπό ευρωπαϊκή εποπτεία. Η τουρκική πλευρά ζήτησε νομιμοποίηση του αεροδρομίου Ερτζάν, πράγμα που δεν συζητά η κυπριακή κυβέρνηση. Για το θέμα είχε μεσολαβήσει και ο τέως Αμερικανός αντιπρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, αλλά η προσπάθεια του δεν είχε αποτέλεσμα.
Από το 2003, οπότε το παράνομο τουρκοκυπριακό καθεστώς επέτρεψε το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, οι νόμιμοι κάτοικοι της περίκλειστης περιοχής δεν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτή. Ένα συρματόπλεγμα και ο στρατός κατοχής συνεχίζει να κατέχει παράνομα τη γη και τις περιουσίες τους. Μόνο από το φυλάκιο του Ακταίου μπορούν να αγναντέψουν αυτό που ήταν κάποτε η πόλη τους. Το παραλιακό μέτωπο, πασίγνωστο στον τότε κόσμο της Μέσης Ανατολής, σήμερα ερείπιο, τα σπίτια χάσκουν ετοιμόρροπα, άδεια, τα περισσότερα χωρίς παράθυρα, χωρίς πόρτες, αδειανά, τα δέντρα μεγάλωσαν στους δρόμους. Η περίκλειστη πόλη, αντί κατοίκους, έχει φίδια, ποντίκια και στρατιώτες που περιπολούν.
(Με πληροφορίες ΑΠΕ-ΜΠΕ)