Τρείς διαδοχικές εμπειρίες κρίσης, οικονομική, πανδημική, περιβαλλοντικές καταστροφές, έδειξαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πλέον λειτουργικές κοινότητες αλλά ούτε και ισχυρή συνεκτική κοινωνία.
Αυτό (μου) έγινε πιο πολύ ξεκάθαρο, βλέποντας τους ηλικιωμένους να επιβιβάζονται για τη σωτηρία τους κοπιαστικά, στα οχηματαγωγά στην βόρεια Εύβοια. Άλλη θλιβερή εικόνα στην Ηλεία και την Πάρνηθα. H καταστροφή επαναλαμβάνεται στο ίδιο ακριβώς μοτίβο για δεύτερη φορά.
Στην τηλεόραση τα γεγονότα αυτά, τα συνοδεύουν τα διαδοχικά γεγονότα βίας και φονικών στις οικογένειες με θύματα κυρίως γυναίκες. Ίσως, στο τέλος αυτό που απομένει ως θετικό για τη χώρα είναι, μόνο κάτι νεφελώδες φαντασιακό, κάποιες ιστορίες, ή αφηγήματα, ή οράματα που “φτιασιδώνουν” το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον και αποτελούν το μόνο ισχυρό συνεκτικό στοιχείο σε μια κοινωνία η οποία όμως ουσιαστικά συν-αρμολογείται οριακά, στηριζόμενη μόνο στο κράτος και την οικογένεια.
Τα μόνα λειτουργικά, έστω και γερασμένα ιδεολογικά και διαχειριστικά συστήματα που μας έμειναν και που τα καλούμε για απεγνωσμένη βοήθεια, σε κάθε πρώτη ανάγκη.
Το κράτος ξυπνάει για λίγο αλλά είναι και αυτό, “στραβομονταρισμένο”, καταχρεωμένο, πελατειακό, φορτωμένο με αραχνιασμένες συντεχνίες, γιατρών, δικηγόρων, παιδαγωγών, καθηγητών πανεπιστημίου και κυρίως οικογένειες πελατειακών πολιτικών που σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής σε υποδέχονται ξανά και ξανά στην ρεσεψιόν τους, με λαμπερά ιδεολογήματα και υποσχέσεις για να σου δώσουν στο τέλος το χειρότερο δωμάτιο στο υπόγειο.(1).
Γύρω από αυτούς, στροβιλίζεται το συμπίλημα από νέους επιχειρηματίες που μοιράζονται προνομιακά και εύκολα τα κέρδη που γρήγορα αρπάξαν από τα κεφάλαια που εξασφαλίζει το δημόσιο χρέος και τα “παιχνίδια” με τις τράπεζες. (2).
Η υπόλοιπη μαζική μίκρο - επιχειρηματικότητα επιβιώνει με πράξεις αυτοθυσίας της οικογένειας, χωρίς κεφάλαια, γνώση και ανθρώπινο κεφάλαιο. Επιβιώνει με την εργασία συχνά υπέργηρων τεχνητών, εμπόρων και αγροτών αλλά και την επισφαλή και χαμηλόμισθή εργασία των νέων που περιμένουν κάτι καλύτερο και που δεν θα τους το εξασφαλίσουν οι σπουδές.
Ένα απέραντο χαλί από ευάλωτες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι τελικά ο ‘παραγωγικός’ τομέας της χώρας και συνοδευτικά ο τουρισμός που κάθε μέρα αλώνεται περισσότερο από την εξωτερική αγορά των μεγάλων πρακτόρων και περαστικών ‘επενδυτών’ που στοχεύουν στα κέρδη χρεώνοντας όλα τα περιβαλλοντικά βάρη στη φύση και στο ελληνικό τοπίο.(3).
Κάθε χρόνο “χάνεται”- δημογραφικά μια μικρή έως και μεσαία πόλη. Μία σιωπηλή γενεο-κτονία, Μια καταστροφή γενεών νέων που τώρα μας λείπουν. Αυτή η απώλεια γίνεται σιωπηλά και καταγράφεται στα μικρά γράμματα της συνείδησης μας και της κοινωνικής μας γνώσης. Παιδιά, νέοι και νέες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια νέα προοπτική. Το πιο τραγικό κοινωνικό φαινόμενα, ανάμεσα σε όλα τα άλλα.(4).
Όσοι τα κατάφεραν, κάπως καλύτερα, ξεφεύγουν τελείως από αυτή την κατάσταση. Πολλοί από αυτούς δεν θέλουν ούτε να λέγονται Έλληνες. Ταξιδεύουν συναισθηματικά μαζί με τα πλοία τους και τα λεφτά τους, τις γνώσεις και τις ικανότητες τους σε άλλα μέρη.
Το ανθρώπινο κεφάλαιο στο οποίο επένδυσε η χώρα γίνεται παραγωγική δύναμη στους Ευρωπαίους ανταγωνιστές. Η χώρα θα τους δει ξανά ως μετανάστες που επιστρέφουν και σε ορισμένες περιπτώσεις ως Διασπορά (5).
Σχεδόν τίποτα, ως προοπτική, δεν υπάρχει ξεκάθαρα από τις ζωντανές και παραγωγικές κοινότητες της πρόσφατης ιστορίας μας (Αμπελάκια, Σύρος, Καστοριά, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς, Λέσβος κ.α.).(6). Τις παραγωγικές βιομηχανικές συνοικίες των πόλεων του Μεσοπολέμου και της μετα-κατοχικής εποχής.
Στο χρόνο επιβίωσαν μόνο τα τραύματα του εμφυλίου, τα οποία έγιναν άκαμπτες ιδεολογίες, συμπλέγματα, φανατισμένες προσωπικότητες κάθε μορφής και μόνο λίγες θετικές εμπειρίες. (7).
Ούτε έμεινε κάτι από τις μεγάλες αγροτικές περιφέρειες της σύγχρονης εποχής στη Μακεδονία, την Πάτρα, τη Θεσσαλία κ.α.. Ως ασύνδετοι πληθυσμοί, ζούμε πλέον, ως συνταξιούχοι και μισθοσυντήρητοι στα παραμελήματα των χωριών, βλέποντας τη φύση και τις αναμνήσεις μας να γίνονται καπνός και στάχτη, όπως στην Ηλεία, την Πάρνηθα, την Εύβοια, τη Χαλκιδική, το Μάτι, τα Βίλια, την Πάρνηθα κ.α. ή στα αστικά αθροίσματα στις περιφέρειες των πόλεων, ενώ οι πιο πλούσιοι προκαλούν με τους ‘‘παράδεισους’ τους μέσα σε πυρόφιλα καταπατημένα δάση, ακτές και χειμάρρους που όλα τώρα γίνονται στόχοι της κλιματικής αλλαγής.
Γίνονται , μεγάλο βάρος στο εισόδημα των φτωχών και το εξαντλημένο κράτος αλλά και στο φιλότιμο των εθελοντών. Ζητούν ισότητα στην προστασία, αλλά με την πρώτη ευκαιρία επιβάλλουν μεγάλες διακρίσεις και ανισότητα στο εισόδημα, τις συντάξεις και την ποιότητα ζωής. (8).
Η δικαιοσύνη κουτσή και ευάλωτη, έχει όλες τις αναπηρίες και δεν έχει τη μόνη που ανήκει στη φύση της. Αυτή της τυφλής ουδετερότητας. Οι φτωχοί και οι ευάλωτοι είναι οι κύριοι αποδέκτες των ποινών της, ενώ όσοι διαθέτουν τα μέσα σέρνουν τις υποθέσεις από αναβολή σε αναβολή, σε αντικρουόμενες αποφάσεις με ακυρώσεις, και αναιρέσεις της συνταγματικής τάξης.
Έτσι, σε μια μακροχρόνια πορεία κατάφεραν, οι καταπατητές, οικοπεδοφάγοι, συνεταιριστές και ‘κληρονόμοι’, να μετασχηματίσουν ένα παρθένο δάσος στη λεγόμενη Ιπποκράτειο πολιτεία σε μια ”νόμιμη” κατοικήσιμη περιοχή.(9)
Χωρίς δικαιοσύνη η ψυχή του πολίτη και η ψυχή της Πολιτείας, από- σχίζονται όπως μας λέει ο Πλάτωνας και αποκολλιούνται. Ζούμε έτσι, όλοι σε συνθήκες μεγάλης και εγωτικής ανωνυμίας.
Το αίσθημα της αλληλέγγυας κοινωνίας και της συνεκτικής κοινότητας, το επικαλούνται ‘’προσχηματικά’ μόνο κάτι απελπισμένοι από τις κρίσεις πολιτικοί και οι διάφοροι τεχνικοί διαχειριστές, όπως και ορισμένες περι - “γελαστές”, τηλεοπτικές περσόνες σε πρωινές εκπομπές, τινάζοντας με χάρη την υπέρ-χρυση τους κόμμωση.
Πολλοί νέοι έγιναν εφήμερα ινδάλματα και ζοφερά κυνικοί, ξερνούν θυμό, αδιαφορία, υπεροψία, όπου και όπως μπορούν, δημιουργώντας ποταμούς Like-δων, όχι για κάτι σοβαρό, αλλά έτσι για να υπάρχουνε στο διαδίκτυο. Ανέλαβαν έτσι εργολαβικά, το ρόλο υπεράσπισης των πολιτικών, ξεφτισμένων ιδεολογιών, των εσωστρεφών κομμάτων και των νάρκισσων πολιτικάντηδων των εφήμερων κομμάτων.
Αυτοί όμως που αξίζουν και πιστεύουν στον εαυτό τους συνωστίζονται γρήγορά στη φυγή του Brain Drain ή στην κοινωνική αδράνεια και την εσωτερική ζωή, σε ιδεολογίες και αναχωρητικές πνευματικότητες, χωρίς να έχουν το όρο Άθως ως καταφύγιο.(10).
Στενόχωρο αυτό το αφήγημα, αλλά πρέπει να το εκτυπώσουμε πρώτα έτσι, ως μία πολύ μαύρη- σταχτωμένη φωτογραφία, μία αρνητική σειρά εικόνων που συνθέτουν μια πυρογραφία στο σώμα της κοινωνίας, ένα κοινωνικό καθεστώς για να σκεφτούμε μετά την ευκαιρία που μας δίνει η γνώση από αυτή την αρνητική διαλεκτική, για να κάνουμε μια αντίθετη θετική εκτύπωση.
Όλα τα 10 φωτισμένα στιγμιότυπα - φαινόμενα να μελετηθούν αντίστροφα. Ίσως μας δώσουν έτσι, τις θετικές εικόνες που είναι πραγματικές ευκαιρίες για αλλαγή, ατομική, κοινοτική, κοινωνική.
Αυτή η εκτύπωση του θετικού βλέμματος, ίσως να σβήνει ριζικά με το φως όλα τα προηγούμενα και το σταχτί, και το ζοφερό κλίμα να γίνεται πράσινο και ο κόκκινος ουρανός της φωτιάς να γίνεται αεράτος και καθαρός.
Όσοι και όσες το επιθυμούμε, ας κάνουμε αυτό το νοητικό παιχνίδι και το πρακτικό βήμα αυτής της μεταστροφής, γιατί εκεί βρίσκονται τα σημάδια του δρόμου για την κοινωνική μας θεραπεία.
Πρέπει να ακολουθήσουμε ένα προς ένα τα σημεία με συνέπεια, αναζητώντας ότι σημαντικό παράγει νέους κόσμους και κάνει αγνώριστο το παρελθόν. Παραδόσεις, επαγγέλματα, οικογένειες, μαθητείες, περιουσίες, ιδεολογίες, νοοτροπίες, στερεότυπα, να τα σβήσουμε από πάνω μας. Μια ριζική κοινωνική θεραπεία.
Οι φωτιές που τελικά μας χαράζουν βαθιά, δε σβήνουν ούτε από πάνω, ούτε από κάτω, αλλά πρώτα από μέσα μας με το σθένος για μία ουσιαστική αλλαγή. Θέλουν πραγματικούς αλληλέγγυους φίλους και φίλες που χαράζουν πορείες με φως.
***
Ο Σωτήρης Χτούρης είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας (htouris@aegean.gr)
Πρόεδρος του Μεταπτυχιακού προγράμματος «Εφαρμοσμένη Κλινική Κοινωνιολογία και Τέχνη».