Σπεύδω προκαταβολικά να καταθέσω μία θέση μου: περισσότερο και από τα προβλήματα καθεαυτά του δημόσιου βίου μας, το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο γίνεται συζήτηση γι’ αυτά. Και δεν μιλώ για κάτι πρόσφατο. Ανέκαθεν ο δημόσιος διάλογος στον τόπο μας λαμβάνει χώρα με παθολογικό τρόπο. Αν ήθελε κάποιος να χρησιμοποιήσει παραδείγματα για ένα σύγγραμμα ψυχοπαθολογίας του δημόσιου χώρου, θα τα εύρισκε άκοπα και άφθονα στον ελληνικό δημόσιο λόγο από την Μεταπολίτευση και μετά.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του δημόσιου λόγου; Επιπολαιότητα και ρηχότητα, δοκησισοφία και ναρκισσισμός, στερεότυπα και υπεραπλούστευση, καχυποψία και αυτοδικαίωση. Έχω βάσιμους λόγους να πιστεύω ότι τα γνωρίσματα αυτά συνιστούν έναν ιδιαίτερο ανθρωπότυπο, τον κομματικό. Πράγματι, όσο πιο κομματικός είναι ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων, τόσο πιο στρεβλωμένος εμφανίζεται. Μερικές φορές αναρωτιέσαι αν πάσχουν από κάποια αναπηρία, αν έχει στρεβλωθή τόσο ο εγκέφαλός τους ώστε να σκέφτονται έτσι.
Είναι τόσο διαδεδομένη η παθολογία του δημόσιου λόγου, ώστε έχει υιοθετηθή και από ανθρώπους που ουδεμία σχέση έχουν με τα κόμματα. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, επίσης, όπου ο νοσηρός τρόπος σκέψης αποτυπώνεται και στη νομοθεσία (νομοσχέδια, προεδρικά διατάγματα), η οποία παρουσιάζει τέτοια ασύλληπτη προχειρότητα ώστε επί σειρά ετών να απασχολεί την διοίκηση και την δικαιοσύνη, εξαιτίας της ασάφειας και των αντιφάσεών της.
Δεν πρόκειται για προνόμιο της «κορυφής». Η παθολογία έχει διαχυθή παντού: δημοσιογράφοι εμφανίζονται να μιλούν για κάτι με τόση άγνοια του θέματος, ώστε οι απλοί πολίτες που συμβαίνει λόγω της εργασίας τους να γνωρίζουν το συγκεκριμένο ζήτημα να απορούν και να μπορούν να τούς διορθώσουν. Επίσης οι καφενειακού τύπου συζητήσεις (όσο και αν εξέλιπε πλέον το καφενείο ως χώρος) χαρακτηρίζονται συχνά από το σύνδρομο του «ξερόλα» και από μια αποσπασματική επαφή με την πραγματικότητα. Ακόμη και το μάθημα της έκθεσης, όπως διδάσκεται εν όψει των πανελλαδικών εξετάσεων, αποτυπώνει αυτή την παθολογία, καθώς πασχίζει να μετατρέψει δεκαοχτάρηδες σε φοβικούς ηλικιωμένους (βλ. Προοπτική μεσαίωνας).
Το να μιλά ή να γράφει κάποιος ως φυσιολογικός άνθρωπος έχει γίνει δυσεύρετο. Υπάρχουν άραγε φωνές νηφάλιες οι οποίες να συμβάλλουν εποικοδομητικά στον δημόσιο διάλογο; Κατά καιρούς ναι, όπως ελάχιστων πολιτικών οι οποίοι περιθωριοποιήθηκαν. Ή κάποιων τεχνοκρατών και επιχειρηματιών οι οποίοι, ως γειωμένοι μέσα στην «πιάτσα», γίνονται ρεαλιστές και δημιουργικοί στις προτάσεις τους˙ ούτε αυτοί αξιοποιούνται. Ακόμη και κάποιοι πανεπιστημιακοί καταθέτουν δημιουργική σκέψη˙ δυστυχώς όχι πολλοί, δεδομένων των ιδεολογικών αγκυλώσεων τις οποίες συχνά κουβαλούν ως κόρην οφθαλμού.
Παλιά η γραφίδα του Γιάννη Μαρίνου είχε εισαγάγει και στήριζε με επιμονή την θεωρία ότι στην Ελλάδα απουσιάζει ο κοινός νους. Ενώ η παρατήρηση είναι αναμφίβολα σωστή, θεωρώ ότι δεν αρκεί. Ο κοινός νους απαιτείται όταν λαμβάνονται αποφάσεις γύρω από την αγορά ή από τεχνικά ζητήματα της πολιτικής. Στην περίπτωσή μας, όμως, όπου ο δημόσιος χώρος υποδέχεται ιδέες οι οποίες (φιλοδοξούν να) συμβάλλουν στην καλύτερη αυτοσυνειδησία μας, χρειάζεται και νους φρέσκος, ορεξάτος, αδέσμευτος. Θα ήθελα λοιπόν εδώ να δηλώσω ότι από τις φωνές που συμβάλλουν στη δημόσια συζήτηση για τα κοινά, εκτιμώ ιδιαίτερα εκείνες του Χαρίδημου Τσούκα και της Σώτης Τριανταφύλλου. Αναδίδουν έναν αέρα ελευθερίας, μια ανανεωτική ματιά που δεν ευνοεί κανέναν, ένα φρεσκάρισμα ενός μυαλού κουρασμένου από τις κοινοτοπίες.
Από τους διανοητές αυτούς σταχυολογώ εδώ ένα πρόσφατο απόσπασμα της δεύτερης: «Το πρόβλημα είναι πολιτισμικό ― μάς λείπουν τα εργαλεία να ερμηνεύουμε με σαφήνεια τα γεγονότα, την ιστορία, το τι μας συμβαίνει τελικά― και ψυχικό μαζί. Γενικά μιλώντας, η ελληνική κοινωνία δεν παράγει σκέψη˙ παράγει λόγια, πολλά λόγια, ρητορεία, συνθήματα. Αναμασάμε τα ίδια και τα ίδια που βασίζονται στον λαϊκισμό, στις παλιές διχοτομίες μεταξύ καλής αριστεροσύνης και κακής δεξιοσύνης, μεταξύ αθωότητας και ενοχής. Επιπλέον, μοιάζει να λείπει η βαθύτερη κατανόηση του ανθρώπινου» (http://www.athensvoice.gr/politics/449967_ftoheia-ton-ideon-kai-sosialistikos-realismos, 8-6-2018).
Αυτό το απόσπασμα αποδίδει, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικά την νεοελληνική παθολογία. Ανιχνεύει πίσω από τις άγονες εμμονές μας μια πεισματική καθήλωση σε παρωχημένα σχήματα. Διακρίνει ότι, εκτός από τον χωροταξικό επαρχιωτισμό μας, πάσχουμε και από ιστορικό επαρχιωτισμό. Επισφραγίζει δε την ετυμηγορία προσθέτοντας την υπαρξιακή ρηχότητα. Σε μικρή έκταση τόσες πυκνές και εύστοχες διαπιστώσεις.
Ότι πάσχει η σκέψη, θα μπορούσαν να το βεβαιώσουν και οι πανεπιστημιακοί, οι οποίοι έχουν την ατυχία να βαθμολογούν γραπτά φοιτητών. Εκεί έχει καταντήσει ρουτίνα η αιτιολογική σύνδεση άσχετων θεμάτων μεταξύ τους, η ακυρολεξία, η εκτροπή της σκέψης κατά τη διάρκεια της φράσης, η παρανόηση όρων κ.π.ά. Οι νεαροί αυτοί άνθρωποι, όμως, είναι ήδη πολίτες˙ δηλαδή σκέφτονται ήδη για την κοινωνία, για τον ελληνισμό, για την ταυτότητα κ.ο.κ.
Όλα εκείνα για τα οποία μιλά το παρόν σημείωμα, ίσως να εξηγούν κάπως την ανεπάρκειά μας να ωφεληθούμε από την μακρόχρονη κρίση, για την οποία έγραφα στο προηγούμενο. Όταν η πολιτισμική υστέρηση συναντηθή με την μικροκομματική νοοτροπία, καθώς και με την φευγαλέα και πλάνα συνθήκη της κοινωνίας του θεάματος, τότε παράγεται ένας αμυντικός λόγος που σκοπό έχει μόνο την διάσωση της αυτοεικόνας και όχι την αλήθεια. Μιλώ τόσο για την ατομική όσο και για την συλλογική αυτοεικόνα, για τις οποίες οι θεωρίες συνωμοσίας, οι «ψεκασμοί», η ανθελληνική δράση των Εβραίων και τόσα άλλα, αποτελούν ισχυρά παυσίπονα.
Εξ άλλου, υπαρξιακή ρηχότητα σημαίνει και αδυναμία ή απροθυμία για αυτοκριτική: ο δημόσιος λόγος, ιδιαίτερα ο κομματικός, πάσχει από ανικανότητα να δει κάτι κακό στον εαυτό και κάτι καλό στον άλλο. Ψυχαναλυτικά αυτό το γνώρισμα αποτελεί αρχέγονη κατάσταση του βρέφους από την οποία πρέπει οπωσδήποτε να βγει για να περάσει σε μια πιο σύνθετη, η οποία και μόνη θα εγγυηθή την ωριμότητα. Ε λοιπόν, η πολιτική κουλτούρα της Ελλάδας χρωματίζεται από αυτή την συλλογική παθολογία η οποία, στην ατομική της μορφή, είναι βαρειά και προσεγγίζει την ψύχωση.
Το έχω ξαναγράψει: το γεγονός ότι Έλληνες που μεταναστεύουν σε άλλες χώρες δεν συνεχίζουν την ίδια νοσηρότητα, είναι πολύ ελπιδοφόρο. Δείχνει ότι μπορούμε να αλλάξουμε. Ζητείται η βούληση που θα αλλάξει τον μολυσμένο αέρα.