Ένα κείμενο για εκείνους που πονάνε τούτες τις τραγικές στιγμές…
Open Image Modal
.
Eurokinissi

«Εκκενώστε το σπίτι» ούρλιαζαν από μακριά. «Εκκενώστε το… Γρήγορα… Φύγετε, θα καείτε…». 

Έμεινα σαστισμένος, ακίνητος, με τα μάτια γεμάτα απορία και μια υγρασία πρωτόγνωρη. Δεν ξέρω αν ήταν από τον καπνό ή από τη μοίρα που θέλησε να μάθει αν έχω το κουράγιο να ξεκινήσω τη ζωή μου από την αρχή.

«Εκκενώστε…», άκουσα τη φωνή να φτάνει στ’ αυτιά μου αλλά όχι στο μυαλό μου. Πώς να εκκενώσω το σπίτι μου; Τι να πάρω μαζί μου; Τα χαρτιά και τα έγγραφα που είχα στριμώξει σε μια σκονισμένη άκρη τής ντουλάπας; Τα φάρμακά μου; Ρούχα; Παπούτσια; Αναμνήσεις; Τη φωτογραφία τού συγχωρεμένου του πατέρα μου που χόρευε λεβέντικα στο γάμο της αδερφής μου; Τις φωτογραφίες των παιδιών απ’ όταν ήτανε μικρά; Την εικόνα της Παναγίας; Τα στέφανα στην ξύλινη θήκη τους που χρόνια ολόκληρα τώρα ξεσκόνιζε ευλαβικά η κυρα-Πηνελόπη κάθε Σάββατο απόγευμα λες και ήταν το σημαντικότερο πράγμα που έπρεπε να κάνει κάθε εβδομάδα. Τι να πάρω; Τι;

Γύρισα και κοίταξα το τραπέζι της κουζίνας, εκεί που κάθε Κυριακή τρώγαμε όλοι μαζί το γλυκό φαγητό της κυρα-Πηνελόπης. Εκεί που συνήθιζα να κόβω το φρεσκοζυμωμένο γλυκό ψωμί της με τα χέρια και όχι με το μαχαίρι κι εκείνη γκρίνιαζε γιατί τα κομμάτια ήταν άτσαλα κομμένα. Τα παιδιά γελούσαν κρυφά βάζοντας το χέρι μπροστά στο στόμα λες κι εκείνη δεν το καταλάβαινε.

Δυο βήματα πιο ’κει το σαλόνι, το καλό δωμάτιο του σπιτιού. Από εκεί ξεπροβοδήσαμε τα παιδιά νύφες και γαμπρούς ντυμένα για την καινούρια τους ζωή. Ήταν βουβό κι εκείνο λες και καταλάβαινε τι επρόκειτο να συμβεί. Το ίδιο και η κρεβατοκάμαρα. Η σιωπή την είχε σκεπάσει, λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει πια να κυλά για τα καθαρά σκεπάσματα, για τα μαξιλάρια με τις κεντημένες θήκες τους αλλά και για την κουρτίνα της ξύλινης μπαλκονόπορτας που ήταν το καμάρι της νοικοκυράς. Κοφτή με τα αζούρια και τους ατραντέδες της.

«Εκκενώστε…». Αυτή η φωνή θαρρώ πως εκείνες τις ώρες διαπερνούσε τη ζωή μου ολόκληρη, από τότε που ήμουν παιδί μέχρι αυτή την τραγική στιγμή που πασχίζω να μαζέψω βιαστικά όλες μου τις αναμνήσεις μέσα από τούτο το σπίτι. Τα δακρυσμένα μου μάτια δεν βοηθούν, παραμορφώνουν το βλέμμα μου, το κάνουν να μοιάζει με εφιάλτη. Ανασαίνω δύσκολα. Κοιτάζω ολόγυρα και πασχίζω να πάρω μιαν απόφαση. Τι να πάρω μαζί μου; Και μια ακόμα πιο δύσκολη. Τι να αφήσω πίσω;

Παραπατάω και στηρίζομαι στον τοίχο που με τόσο ιδρώτα είχα σηκώσει μερικά χρόνια πριν για να με προστατεύει από τον καιρό και τον χρόνο. Αλλά να που τώρα έφτασε η στιγμή που δεν μπορεί πια να με προστατέψει… Γύρισα και τον φίλησα. Ένιωσα την ανάγκη να φιλήσω το σπίτι μου ολάκερο εκείνη την ώρα γιατί όλα τα χρόνια της ζωής μου ήταν πάντα εκεί για μένα. Στην αγκαλιά του μεγάλωσαν τα παιδιά μου, στην αγκαλιά του μεγάλωσα κι εγώ με τη γυναίκα μου. Έπεσα στα γόνατα κι άπλωσα τα χέρια μου στον τοίχο, αλίμονο, δεν χωρούσε ολόκληρο στην αγκαλιά μου να το προστατέψω εγώ τώρα που με είχε ανάγκη. Άφησα δυο δάκρυα να κυλήσουν, πώς αλλιώς να ζητήσω συγγνώμη από το σπίτι μου; Πώς;

Ένιωσα ένα χέρι να με πιάνει από τη μασχάλη. «Είσαι καλά;» με ρώτησε ο ένστολος. «Έλα, πρέπει να φύγουμε». Σηκώθηκα αργά έχοντας τα χέρια μου στον τοίχο του σπιτιού. Ο άντρας με τράβηξε απότομα. «Θέλεις να πάρεις κάτι; Πρέπει να φύγουμε», φώναξε. ‘Μισό λεπτό’, του είπα, ‘θέλω να πάρω κάτι’.

Σκούπισα τα μάτια μου και σήκωσα το κορμί μου όρθιο. Ήθελα τουλάχιστον αυτό να είναι περήφανο. Πήρα μονάχα ένα πράγμα, την αξιοπρέπεια μου και περπάτησα τα τελευταία βήματα μέσα στις αναμνήσεις του σπιτιού, η τελευταία δεν ήθελα να είναι τούτη… Βγαίνοντας από την εξώπορτα αγκάλιασα τη γυναίκα μου. ‘Δάκρυσε αν θες αλλά μην κλάψεις. Μην κλάψεις σε παρακαλώ. Σήκωσε το κεφάλι σου ψηλά, και πάμε. Μην κάψει η φωτιά και την περηφάνεια μας. Πάμε κυρα-Πηνελόπη, κι αύριο θα ξημερώσει πάλι…’. Της έπιασα το χέρι και βάδισα αργά προς το δρόμο. «Εκκενώστε…» φώναζαν, αλλά δεν έδινα πια καμία σημασία, το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου άλλωστε το είχα πάρει μαζί μου… 

_____

Για εκείνους που πονάνε τούτες τις τραγικές στιγμές…