Η όλη συζήτηση κινείται σε όρια ακρότητας: ανάμεσα στον πλήρη περιορισμό κάθε λατρευτικής τελετής και την προσποίηση πως δεν συμβαίνει τίποτα.
|
Open Image Modal
Mikhail Tereshchenko via Getty Images

Με αφορμή τη λήψη έκτακτων μέτρων για τον περιορισμό της διάδοσης του κορονοϊού, γίνεται πολύς λόγος για τις ορθόδοξες εκκλησιαστικές πρακτικές, μιας και η κρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική.

Ειδικότερα, το ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί στη θεία μετάληψη, τη θεία λειτουργία και την προσκύνηση των εικόνων. Η όλη συζήτηση κινείται σε όρια ακρότητας: ανάμεσα στον πλήρη περιορισμό κάθε λατρευτικής τελετής και την προσποίηση πως δεν συμβαίνει τίποτα. Μετά από μια γόνιμη συζήτηση με ανθρώπους που σέβομαι, είμαι πεπεισμένος πως θα έπρεπε να αναζητηθούν μετριοπαθείς λύσεις, οι οποίες θα συμβάλλουν τόσο στην προαγωγή της δημόσιας υγείας όσο και στη διασφάλιση της λατρείας δίχως δογματικές εκπτώσεις.

Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η μετάληψη της θείας κοινωνίας τελείτο διαφορετικά. Ο αρχαιοπρεπής τρόπος, που διασώζεται στην λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, θα μπορούσε, για παράδειγμα, να χρησιμοποιηθεί και σήμερα, χωρίς την ανάγκη Συνοδικής απόφασης. Κατά τον τρόπο αυτό γίνεται ξεχωριστά η μετάληψη του Σώματος του Κυρίου και ξεχωριστά η μετάληψη του Αίματος. Μάλιστα, στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η μετάληψη γινόταν πιθανότατα με τα χέρια, ενώ το «κουταλάκι» (το κοχλιάριο) καθιερώθηκε περίπου από τον 10ο αιώνα και ύστερα. Συνεπώς, ο τρόπος μετάληψης της θείας κοινωνίας θεωρώ ότι δεν είναι κανονικό ή δογματικό ζήτημα, αλλά απλώς ένα λειτουργικό έθος. Οπότε, θα μπορούσε να υπάρξει κάποιου είδους προσαρμογή στις νέες έκτακτες υγειονομικές συνθήκες. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται εσχάτως μίας χρήσεως «κουταλάκι» για την μετάληψη, ώστε να αποφευχθεί η μετάδοση του νέου ιού. Έγκριτοι θεολόγοι υποστηρίζουν μάλιστα ότι είναι στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε ιερέα να χρησιμοποιήσει τον ένα ή τον άλλο μεμαρτυρημένο στην εκκλησιαστική παράδοση τρόπο μετάληψης, χωρίς καν να λογοδοτήσει στην προϊσταμένη του αρχή.

Όσον αφορά στην θεία λειτουργία, αυτή αποτελεί το κορυφαίο λατρευτικό και ομολογιακό γεγονός της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι μια απλή προσευχή, αλλά πολλά περισσότερα. Είναι τόσο βασική, όσο και η αναπνοή για τον άνθρωπο. Δεν μπορεί να καταργηθεί ή να σταματήσει η τέλεσή της.

Στην Ορθοδοξία όμως ισχύει το ”κατ′ οικονομίαν”. Δηλαδή, ένα ανώτατο εκκλησιαστικό όργανο μπορεί, στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής οικονομίας, να αποφασίσει πρόσκαιρη -λογική και συνετή- παρέκκλιση από την ακρίβεια των ιερών κανόνων, χωρίς μετακίνηση των δογματικών ορίων. Αρκεί η παρέκκλιση αυτή να γίνεται από χριστιανική αγάπη και για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Στο πλαίσιο αυτό, και εφόσον η εκκλησιαστική οικονομία πρέπει να ασκηθεί χωρίς δογματική μετακίνηση, η αναστολή τέλεσης λατρευτικών συνάξεων και ιερών μυστηρίων, της θείας λειτουργίας προεξαρχούσης, αποκλείεται. Ωστόσο, δύναται η Εκκλησία να προχωρήσει σε προσαρμογές και διευθετήσεις που θα επιτρέψουν τη μείωση του κινδύνου μετάδοσης του κορονοϊού. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να διαμηνυθεί σε ομάδες υψηλού κινδύνου ότι δεν παραβιάζουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα αν αποφύγουν να εκκλησιαστούν μαζικά όσο διαρκεί η επιδημία. Επίσης, θα μπορούσαν να βρεθούν τρόποι καλύτερης διευθέτησης του εκκλησιάσματος, χωρικά και χρονικά. Ούτε αυτό αντίκειται στο δόγμα και το κανονικό δίκαιο.

Τέλος, στο ζήτημα του ασπασμού των εικόνων, η Εκκλησία δύναται να συστήσει στους πιστούς να αποφεύγουν την επαφή με την εικόνα και να κάνουν μόνο τον σταυρό τους ενώπιόν της. Η προσκύνηση των εικόνων είναι ένδειξη σεβασμού, ο οποίος αποδίδεται επαρκώς και χωρίς τον ασπασμό.

Σε ανάλογες διευθετήσεις και προσαρμογές οφείλουν να προχωρήσουν και οι υπεύθυνοι των υπολοίπων δογμάτων και θρησκειών, όσο διαρκούν οι έκτακτες συνθήκες. Πιστοί και μη πιστοί έχουν το ίδιο καθήκον σεβασμού του συνανθρώπου τους. Με καλή διάθεση και θέληση είναι δυνατή η εξεύρεση λύσεων υγειονομικά ορθών, που ταυτόχρονα δεν θα προσβάλλουν καμιά θρησκεία ή δόγμα.