«Δεν πήρα μόνη την απόφαση να συγκεντρωθούν σε έναν τόμο λόγοι που εκφώνησε η μητέρα μου σε συνέδρια, εκδηλώσεις, χαιρετισμούς και αποχαιρετισμούς. Την πήραμε μαζί, λίγο πριν ανέβει στη βάρκα του ανέκκλητου. Καταθέτω, ως αποδεικτικό της εξουσιοδότησής της να κινούμαι ελεύθερα και να στεγάζω όπως νομίζω τα λόγια της, ένα αδιάσειστο τεκμήριο: τον πρότερο, ενωμένο δια βίου, βίο μας. Ξεχώρισα, έτσι, είκοσι οκτώ από τα ποιητικά χρονογραφήματα, αυτά που θεώρησα πως παρουσιάζουν ατμοσφαιρικά τις εσωτερικές διαθέσεις της, τους μετασυμβολισμούς των επίκαιρων τότε θεμάτων και φωτογραφίζουν το χρόνο. Τα διάλεξα για να δώσω ένα μέλλον στο υποσχετικό παρελθόν και μια ευκαιρία να ανιχνεύεται η απουσία της. Θεωρώ καθένα από τα κείμενά της αυτά ένα αυτοτελές ποίημα: κάθε πρόταση είναι ένας στίχος, γιατί ρέει αδιάκοπα στο αίμα της η μουσικότητα των λέξεων και διαρκώς επινοεί πολλές απρόβλεπτες συνδυαστικές εκφράσεις, ακόμη και στα πιο πεζά από τα πεζά της».
Και παρακάτω: «Σκύβω τώρα με πολλή αγάπη πάνω στα χαρτιά της. Διακρίνω τα δακτυλικά της αποτυπώματα. Ανασύρω τη μάνα μου ως πλήρη αίσθηση, ολοζώντανη κατά την εκφώνησή τους».
Με αυτά τα λόγια προλογίζει η Έλση Δημουλά, κόρη της κορυφαίας ελληνίδας ποιήτριας και ακαδημαϊκού, Κικής Δημουλά, την έκδοση «Εκλήθην ομιλήτρια» (εκδόσεις Ίκαρος), την «πρώτη εν απουσία της» -όπως γράφει στο βαθιά συγκινητικό σημείωμα της- που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην επέτειο των δύο χρόνων από τον θάνατο της μητέρας της.
Είκοσι οκτώ κείμενα, τα οποία η Κική Δημουλά εκφώνησε σε διάφορες περιστάσεις -από την εκδήλωση για τη βράβευση της με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2010 στο Στρασβούργο, μέχρι ένα συμπόσιο για την ποίηση του Ελύτη, αλλά και μία ποιητική βραδιά για τον Καβάφη στη Ρώμη, τον Μάρτιο του 1992- είκοσι οκτώ στιγμές πλημμυρισμένες από την πυκνή, σαρωτική παρουσία της.
«… Από τα πιο επίμονα ερωτήματα που δέχομαι είναι αν βοηθάει η ποίηση τον αναγνώστη. Θα επαναλάβω αυτό ακριβώς που είπα στην πρώτη ομιλία μου στην Ακαδημία: ότι βοηθάει όσο μία παυσίπονη σταγόνα σ’ έναν ωκεανό λύπης.
Εν τω μεταξύ, ματαιοπονώ ακούραστα να κατασκοπεύω τα αόρατα μήπως και συλλάβω αν υπήρχε η ποίηση πριν από τη δημιουργία του κόσμου και του φόβου ή τη δημιούργησε η ανάγκη μας να κρυφτούμε κάπου μόλις υποπτευθήκαμε ότι μια σκιά μάς ακολουθεί παντού σε απόσταση αναπνοής, μια σκιά που την ονομάσαμε άγνωστο...» (Κική Δημουλά, Το αυτοδίδακτο πάθος, «Εκλήθην ομιλήτρια»).
Με αφορμή την νέα έκδοση, η Έλση Δημουλά μιλά στη HuffPost για τη σχέση με τη μητέρα της, καταθέτει την ερμηνεία της για τη μεγάλη δημοφιλία της ποιήτριας, αλλά και την αγωνία στην προετοιμασία κάθε συλλογής, ανακαλεί την ωραία περιπέτεια των σημειώσεων της «σημείωνε σε χαρτάκια, σε εφημερίδες, και φυσικά στο πακέτο των τσιγάρων της. Και μετά έψαχνε…» και μοιράζεται το μότο ζωής της Κικής Δημουλά.
-Θα πρότεινα να αρχίσουμε με τη φράση σας «… τον πρότερο, ενωμένο διά βίου, βίο μας», που μοιάζει να υπερβαίνει την εξ ορισμού μοναδική σχέση μάνας - παιδιού και αφήνει την υπόνοια μίας πολυεπίπεδης σχέσης, η οποία, αν δεν κάνω λάθος, ενδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο μετά τον θάνατο του πατέρα σας.
Οι ζωές μας συνδέθηκαν άρρηκτα, απόλυτα, συνειδητά και επιθυμητά. Φτάσαμε στο ζενίθ της ταύτισής μας μετά τον θάνατο του πατέρα μου το 1985. Εκείνος την οδήγησε στα μονοπάτια της ποίησης, την παρότρυνε πάντα, ήταν ο ελεγκτής κάθε λέξης της. Την θέση του πήρα κάποια χρόνια μετά εγώ. Δύσκολο έργο, μερικές φορές βασανιστικό γιατί η ευθύνη μου ήταν μεγάλη. Αλλά και πόση η τιμή και η χαρά που η μητέρα μου με εμπιστευόταν απόλυτα. Ήμασταν ένα. Είτε αυτό ήταν πράξη, συναίσθημα, θρίαμβος ή ήττα. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο πιο πολύ, η πολυδιάστατη ζωή της μητέρας μου, ενσωματωνόταν στην ήδη γεμάτη δική μου. Σπίτι, παιδιά, δουλειά, αλλά τα κατάφερνα να είμαι πάντα δίπλα της. Και το ζητούσε και το ήθελα.
-«Η προετοιμασία κάθε νέας έκδοσης ήταν μία μυστική ιερή πλεύση, μόνο για τις δυο μας», γράφετε. Σε ποια ηλικία και με ποια ποιητική συλλογή έγινε η αρχή; Ποια ήταν η πρώτη φορά που η μητέρα σας πρότεινε να μοιραστείτε την εμπειρία αυτή; Τι θυμάστε από εκείνα τα ταξίδια;
Η διαδικασία προετοιμασίας κάθε έκδοσης ήταν μυσταγωγία. Ξεχωριστό κομμάτι μέσα στη ζωή μας. Κάθε τι άλλο γύρω μας, σ’ αυτήν τη φάση, ήταν πολύ αχνό. Συζητήσεις, παρατηρήσεις, προτάσεις, διορθώσεις, αγωνία, χιούμορ, ενθουσιασμός, όλα υπήρχαν σ’αυτές τις προεκδοτικές πολύμηνες περιόδους. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που σαν φοβισμένο παιδάκι που έχει κάνει αταξία, μου έφερνε τα πρώτα 2-3 ποιήματα, τη μαγιά της κάθε νέας συλλογής. Περίμενε αγωνιώντας, κοιτώντας με στα μάτια όλη την ώρα που με λαχτάρα τα διάβαζα, να ακούσει τα σχόλιά μου… Ήταν από τις πιο έντονες στιγμές που έζησα μαζί της. Η πρώτη φορά που δειλά-δειλά μοιραστήκαμε την εμπειρία αυτή ήταν το 1988 για τη συλλογή «Χαίρε Ποτέ». Είχα πολλά ανάμεικτα συναισθήματα χαράς, φόβου, απορίας, αγωνίας και περηφάνιας μαζί.
-Ποιο σημείο της προετοιμασίας την απασχολούσε περισσότερο; Πού έστρεφε επίμονα το βλέμμα;
Ο τίτλος ήταν κάτι που την απασχολούσε πολύ έντονα και ήταν πράγματι πολύ εύστοχη στους τίτλους των συλλογών της. Όπως την απασχολούσε και ο τίτλος του κάθε ποιήματος. Ακόμη, την παίδευε αρκετά ποιο να είναι το πρώτο και ποιο το τελευταίο ποίημα.
-Πώς ήταν η Κική Δημουλά όταν έπαιρνε το πρώτο αντίτυπο από το τυπογραφείο;
Όταν έπιανε στα χέρια της το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν η ανακούφιση, γιατί μια πολύμηνη αγωνιώδης περίοδος έντονης προσπάθειας είχε τελειώσει. Το ότι «ευτυχώς» δεν είχε τη δυνατότητα να αλλάξει πλέον κάποιο στίχο ήταν αυτό που την ανακούφιζε περισσότερο. Μετά ήταν η αναμονή της ανταπόκριση των αναγνωστών και των κριτικών. Από αυτό το κομμάτι πήρε πολλές μεγάλες χαρές και ελάχιστες στενοχώριες. Όσο κι αν, περνώντας τα χρόνια, γινόταν όλο και πιο διάσημη και η ποίησή της τόσο ευνοϊκά, με κάθε τρόπο αναγνωρισμένη, εκείνη είχε πάντα, για κάθε συλλογή, την ίδια ταπεινή αγωνία. Κάθε φορά σαν να ήταν η πρώτη φορά.
-Είχε άγχος πριν από τις ομιλίες; Μοιραζόταν το προσχέδιο μαζί σας; Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, το επισημαίνετε κι εσείς άλλωστε, ότι «τα κείμενα αυτά δεν είναι τυπικές, απρόσωπες και συμβατικές προσεγγίσεις του εκάστοτε θέματος».
Είχε αρκετό άγχος για τις ομιλίες, όχι για την ώρα της παρουσίασής τους. Εκεί είχε μια άνεση. Στην προετοιμασία τους όμως, πιεζότανε γιατί αντιμετώπιζε θέματα δύσκολα, ετερόκλιτα και κάποια αντιποιητικά. Ωστόσο δούλευε ακούραστα με καλή διάθεση, ποτέ δεν προχειρολογούσε και τα προσέγγιζε με πολύ πρωτότυπο και εύστροφο τρόπο. Δεν κατέφυγε ποτέ σε μια απλή αντικειμενική και ρεαλιστική περιγραφή. Ήταν ένα διαισθητικό και άκρως ποιητικό πλησίασμα της ενατένισης της βιοτικής περιπέτειας. Τίποτα απρόσωπο, τίποτα συμβατικό. Την ίδια τη ζωή της έβαζε μέσα στα κείμενα της. Οι αυθόρμητες και απρογραμμάτιστες παρεμβάσεις της κατά την εκφώνησή τους και η εγγύτητά της, έδιναν στο εκφώνημα ζωντάνια και ένταση.
“Θα έλεγα πως της ταιριάζει για μότο το: «Ζήσε. Τίμα την αβέβαιη προέλευσή σου». Συμπυκνώνει την αγάπη της για τη ζωή και τη μεταφυσική αγωνία. Το μότο όμως της ζωής της όλης ήταν το: «Άθως»…”
Μοιραζόταν τα πάντα μαζί μου. Την προσπάθεια, την αγωνία, την μελέτη για τα θέματα, την πρώτη και την τελευταία λέξη της. Κι εκεί στην πρώτη σειρά που καθόμουν στις διάφορες εκδηλώσεις, μοιραζόμουν το βλέμμα της που περίμενε το δικό μου βλέμμα να της πει πόσο καλά τα έλεγε!
-Ποια από τα 28 «ποιητικά χρονογραφήματα» που επιλέξατε για την έκδοση σας συγκινεί περισσότερο και γιατί;
Με συγκινούν πολύ μερικά κείμενα που είναι και κάπως βιογραφικά. Ακουμπάνε στην πραγματική της ζωή κι επομένως από ένα σημείο και μετά και στην δική μου ζωή. Για την προτίμησή μου λοιπόν, ρόλο παίζουν οι πολύ προσωπικές ισχυρές αναμνήσεις. Αυτά τα κείμενα δεν τα συνόδευα απλώς κατά την δημιουργία τους, όπως όλα. Τα έζησα. Αναφέρω μερικά:
-Το παρελθόν μπλε
-Καλαμάτα, Αθεόφοβη η νοσταλγία
-Στοκχόλμη, Ελέω ριψοκίνδυνων μεταφραστών
-Αναφέρεστε τρυφερά στην «ανέμελη ακαταστασία των συρταριών της και τον ερασιτέχνη υπολογιστή της» και δεν μπορώ παρά να ρωτήσω, πόσο αυστηρή (ή όχι) ήταν σε σχέση με το γραφείο, τις σημειώσεις και τα χαρτιά της.
Η μάνα μου πίστευε νομίζω, πως ένα αόρατο χέρι θα διασώσει, θα τακτοποιήσει κι όποτε του ζητηθεί θα παρουσιάσει τα χαρτιά της. Δεν ήταν και πολύ αυστηρή σε σχέση με το γραφείο της. Θα την χαρακτήριζα τακτικά ακατάστατη. Σημείωνε σε χαρτάκια, σε εφημερίδες, και φυσικά στο πακέτο των τσιγάρων της. Και μετά έψαχνε… Τέτοια χαρτάκια έχω βρει πολλά και τα κρατάω ως κόρη οφθαλμού. Η μετάβαση από την αγαπημένη γραφομηχανή στο laptop δεν ήταν εύκολη υπόθεση και μας απασχόλησε οικογενειακά μέχρι να ολοκληρωθεί η εκμάθηση. Ωστόσο τα κατάφερε και οι διορθώσεις γίνονταν πια χωρίς να σκίζει τα άπειρα χαρτιά. Και πάλι νομίζω, θεωρούσε πως ξένος δάκτυλος εξαφάνιζε πότε- πότε κάτι που έγραφε και πανικόβλητη με αναζητούσε. Ενώ απλώς δεν το είχε σώσει. Ωστόσο σήμερα, χάρη στη φιλόλογο και καλή φίλη Κωνσταντίνα Κουνανή η οποία πάλεψε σκληρά με την ακαταστασία της μάνας μου, υπάρχει το αρχείο της, μεγάλο, πληρέστατο και τέλεια ταξινομημένο!
-Πώς ερμηνεύετε τη μεγάλη δημοφιλία της μητέρας σας (πέρα από λογοτεχνικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους) σε ένα ευρύ, ευρύτατο κοινό; Προσπαθώ να θυμηθώ έναν μεγάλο ποιητή που να έχει απολαύσει σε τέτοιο βαθμό την αγάπη και εκφρασμένη συγκίνηση του κόσμου και δυσκολεύομαι.
Απολάμβανε την αγάπη και τον θαυμασμό των ανθρώπων και το έδειχνε. Τα δεχόταν ταπεινά και εξίσου ταπεινά και απλόχερα ανταπέδιδε. Ήταν αφάνταστα γενναιόδωρη, προσηνής, καταδεκτική, αληθινή και με βαθιά ενσυναίσθηση. Ο συνδυασμός αυτού που εκείνη ήταν και της ποίησής της, ήταν ο λόγος της δημοφιλίας της. Μιας ποίησης που προσέγγισε πικρίζοντα θέματα, φόβους αξεπέραστους, μεταφυσικές αγωνίες, αγάπες μεγάλες και λυπημένες. Που μετέτρεψε την καθημερινότητα σε τέχνη. Με μια ποιητική γλώσσα που ανέτρεψε το εύλογό της, διεύρυνε τις εκφραστικές δυνατότητες. Η απήχηση στον κόσμο ήταν πολύ μεγάλη και με συστολή θα παραδεχτώ πως οι εκδηλώσεις στο πρόσωπό της ήταν σχεδόν λατρευτικές.
-Ποια ήταν η δική της ερμηνεία; Που απέδιδε η ίδια τη δημοφιλία της;
Δεν το ερμήνευε, το ζούσε, το απολάμβανε.
-Στην αφιερωματική έκθεση που παρουσιάζει η Βιβλιοθήκη της Βουλής με αφορμή τη συμπλήρωση δύο χρόνων από τον θάνατό της, «Αίνιγμα δανείστηκα, αίνιγμα επέστρεψα», παρουσιάζεται εκτός των άλλων, η αλληλογραφία της Κικής Δημουλά με προσωπικότητες όπως οι Οδυσσέας Ελύτης, Μίλτος Σαχτούρης, Άρης Δικταίος, Γιώργος Ιωάννου, Ρένος Αποστολίδης, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Μάνος Χατζηδάκις, Παναγιώτης Τέτσης και Κάρολος Παπούλιας. Με ποιόν διατηρούσε πιο τακτική αλληλογραφία;
Θα ήθελα να πω πρώτα πως η βιβλιοθήκη της Βουλής οργάνωσε θαυμάσια την έκθεση.
Η μητέρα μου είχε σχέσεις με πολλές σημαίνουσες προσωπικότητες. Πολλές από αυτές ήταν φιλικές. Και όλες ουσιαστικές. Διατήρησε μια κάπως τακτική αλληλογραφία, όχι πολύ συχνή, με κάποιους τα παλιότερα χρόνια. Κι αυτό, παρά το ότι βλεπόντουσαν παράλληλα. Όπως με τον Ρένο Αποστολίδη, τον Άρη Δικταίο, την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Οι μελετητές που θα δουν στο μέλλον το αρχείο της, θα βεβαιώσουν πως οι επιστολές που έγραφε ήταν λογοτεχνήματα.
-Ποιο ήταν το μότο ζωής της Κικής Δημουλά;
Θα έλεγα πως της ταιριάζει για μότο το: «Ζήσε. Τίμα την αβέβαιη προέλευσή σου». Συμπυκνώνει την αγάπη της για τη ζωή και τη μεταφυσική αγωνία. Το μότο όμως της ζωής της όλης ήταν το: «Άθως»…